Συνέντευξη: Ασπασία Πρωτογέρου

Ωφελεί να ξέρουν τα παιδιά πως ό,τι δεν γνωρίζουν είναι λογικό να τα φοβίζει

Aspa foto

Ενα σκοταδάκι που φοβάται το κορίτσι που μένει στο δωμάτιό του. Ενα κορίτσι που μισεί το μαύρο χρώμα και κοιμάται πάντα με μια γιρλάντα με φωτάκια πάνω από το κρεββάτι της. Θα καταφέρουν ποτε αυτοί οι δύο να συμφιλιωθούν; Την απάντηση μας δίνει η Ασπασία Πρωτογέρου, που έγραψε την καλύτερη ιστορία για τους φόβους.

Πως προέκυψε η ιστορία με Το σκοταδάκι που φοβόταν και γιατί αντιστρέψατε τους ρόλους (παιδί-σκοτάδι-φόβος);

Δεν πρωτοτύπησα. Το έναυσμα μού το έδωσε η κόρη μου. Αφού είχε περάσει τις πρώτες τάξεις του δημοτικού, συνέχισε να θέλει να κοιμάται με φως. Παρατήρησα ότι αυτό αφορούσε και πολλά άλλα μεγαλύτερα παιδιά. Η διαδεδομένη γονική αντιμετώπιση «δεν είσαι πια μωρό» σίγουρα τα επιβαρύνει χειρότερα. Προσπάθησα, λοιπόν, να τα αποενοχοποιήσω, να τα βοηθήσω να μιλήσουν με το φόβο τους κι αν γίνεται «να τα βρουν». Ακόμη, ήθελα να αναδείξω την εξαιρετικά ευεργετική και ζωογόνα πλευρά του σκοταδιού που μένει συνήθως στο σκοτάδι! Στην ιστορία, αντί να μιλήσω για ένα παιδί που φοβάται το σκοτάδι μίλησα για ένα σκοταδάκι που φοβόταν ένα παιδί. Η αντιστροφή αυτή ήταν ένα μικρό ψυχολογικό τρικ για να βοηθήσω τα παιδιά να «βγουν από τα δικά τους παπούτσια», να δουν το θέμα από μια άλλη οπτική γωνία, από μια ασφαλή απόσταση. Έτσι είναι πιο εύκολο να αποδομήσουν το φόβο. Άλλωστε, στη ζωή συμβαίνει συχνά να «φοβάται ο Γιάννης το θεριό και το θεριό το Γιάννη»! Ωφελεί να ξέρουν τα παιδιά πως ό,τι δεν γνωρίζουν είναι λογικό (ακόμα και θεμιτό) να τα φοβίζει και τούμπαλιν! Ακόμα και ο θυμός και η επιθετικότητα είναι συχνά καλυμμένος φόβος από ανασφάλεια για το άγνωστο. Εμείς, τα μεγάλα «παιδιά», το συναντάμε αυτό συχνά στις πιο ακραίες κοινωνικές αντιδράσεις.

 

skotadakiΠως μπορούμε να βοηθήσουμε τα παιδιά να κατανοήσουν τους φόβους τους, να τους αποδεχτούν και να τους αποβάλλουν;

Εμείς οι μεγάλοι συχνά θεωρούμε τα συναισθήματα που δεν είναι ευχάριστα, όπως ο φόβος, αρνητικά και τα δαιμονοποιούμε, είτε «βάζοντάς τα κάτω από το χαλί» είτε δίνοντάς τους μεγάλη διάσταση. Ας εξασκηθούμε εμείς, λοιπόν κατ’ αρχάς, να μη φοβόμαστε το φόβο. Όπως κάθε συναίσθημα, έτσι και ο φόβος είναι μία φυσιολογική, χρήσιμη εκδήλωση του ψυχισμού μας που δεν κουλαντρίζεται απλά με εκλογικεύσεις και νουθεσίες. Θέλει να το αφουγκραζόμαστε ώστε να καταλαβαίνουμε τι μας λέει. Ας ενθαρρύνουμε αντίστοιχα τα παιδιά να συνομιλούν με τους φόβους τους και να μας τους εκφράζουν, χωρίς τη δική μας πίεση ή απαξίωση. Τα παιδιά δεν περιμένουν πάντα από μας μία λύση σε κάθε τι που τα απασχολεί. Προτιμούν να τους προσφέρουμε μια ανοιχτή αγκαλιά και ανοιχτά αυτιά (μια ενεργητική ακρόαση δηλαδή) ώστε να μπορούν να εκφράσουν το «μέσα» τους ελεύθερα. Κι αυτό συχνά είναι από μόνο του «θεραπευτικό». Κάτι άλλο που οφείλουμε να προσέχουμε είναι να μην μεταφέρουμε τους δικούς μας φόβους για τα παιδιά, στα παιδιά. Θεωρώ ότι είναι «δουλειά» του γονιού να ανησυχεί (μέχρις ενός σημείου) και είναι «δουλειά» του παιδιού να γνωρίζει τον κόσμο, κάτι για το οποίο έρχεται στη ζωή οπλισμένο με δημιουργική περιέργεια και θάρρος. Βλάπτει, νομίζω, να απομονώνουμε το παιδί σε μια γυάλα. Κανείς δεν μπορεί να αποκλείσει το φόβο από τη ζωή γιατί η ίδια η πραγματικότητα είναι συχνά τρομακτική.  Εμείς, αφού θέσουμε σαφή και λογικά όρια για την προστασία τους, ας ανησυχούμε… από μέσα μας! Προσωπικά, κάνω την προσευχή μου και αναθέτω τους φόβους που αρχίζουν από «Και αν…»!

Μια άλλη σημαντική διάσταση: τα παιδιά δεν χρειάζεται πάντα να αποβάλλουν το φόβο. Όπως καταδεικνύω στην ιστορία, ο φόβος είναι και φίλος, γιατί συχνά συνδέεται με το ένστικτο της αυτοσυντήρησης: μας προστατεύει από το να πάθουμε κακό. Η γάτα στο «Σκοταδάκι» δεν φοβάται το σκοτάδι επειδή είναι «γενναία» αλλά επειδή, απλά, βλέπει στο σκοτάδι. Όποιος φοβάται δεν σημαίνει ότι είναι και δειλός. Όπως και όποιος δεν φοβάται δεν σημαίνει ότι είναι και γενναίος. Και κάποιος που είναι γενναίος μπορεί ταυτόχρονα να φοβάται. Ο φόβος αναχαιτίζει τη δράση, αλλά έρχεται η θέλησή μας και τον παραμερίζει. Αναφέρομαι συχνά στα παιδιά στο πώς έμαθαν να κάνουν ποδήλατο: όλα στην αρχή φοβούνταν να μην πέσουν (κάτι που συνήθως συμβαίνει) αλλά αυτό δεν τα εμπόδισε να μάθουν κάτι που ήθελαν πολύ. Αναγνωρίζοντας, λοιπόν, την εποικοδομητική πλευρά του φόβου, τα παιδιά τον απενοχοποιούν και ισχυροποιούν την αυτοπεποίθησή τους. Το πιο σημαντικό: μπορούν να ορθώσουν ανάστημα ενάντια στους ψευτόμαγκες, στη «ρετσινιά» του φοβιτσιάρη και στον συνακόλουθο ψυχολογικό εκβιασμό που μπορεί να τα ωθήσει σε σοβαρούς κινδύνους. Στο τέλος κάθε συνάντησης με τα παιδιά, αφού ρωτήσω ποιος φοβάται τελικά το σκοτάδι -και σηκώσω η ίδια το χέρι- ρωτάω: «Και πειράζει;» για να εισπράξω ένα ξαλαφρωμένο και γενναιόδωρο «Όχι»!

Θεωρώ, τελικά, ότι ο ουσιαστικός μας στόχος είναι να βοηθήσουμε τα παιδιά να γίνουν τα ίδια υπεύθυνοι προστάτες του εαυτού τους, ώστε να ζυγίζουν και να κρίνουν κατά περίπτωση αν αξίζει να παραμερίσουν ένα φόβο και να δράσουν ανάλογα. Όπως όλοι μας, χρειάζεται να εξασκηθούν κι αυτά στην υπεύθυνη αυτενέργεια. Αυτό, βέβαια, όπως και κάθε παιδαγωγικός στόχος, δεν επιτυγχάνεται απλά με διδαχές αλλά, πρώτιστα, με το δικό μας ζωντανό παράδειγμα.

 

Εκτός από τον φόβο στο σκοτάδι, αναφέρεστε με πολύ όμορφο τρόπο και στην ανθρώπινη απώλεια. Πιστεύετε πως ένα παιδί μπορεί να κατανοήσει τι συμβαίνει όταν ένας άνθρωπος πεθαίνει και ποιός κατά τη γνώμη σας είναι ο καταλληλότερος τρόπος για να τους μεταφέρουμε ένα τέτοιο μήνυμα;

Δεν είμαι ειδικός και δεν μπορώ να εκφέρω επιστημονική άποψη. Σύμφωνα με την προσωπική εμπειρία και τις γνώσεις μου, παρουσίασα μέσα από το «Σκοταδάκι» έναν τρόπο «καρδιακό» που μοιράστηκα με το παιδί μου σε αντίστοιχη περίπτωση και είχε ευεργετικά αποτελέσματα. Αντί να «ξορκίζουμε» τη μνήμη του χαμένου προσώπου, ενώναμε τους πόνους μας και πενθώντας αναπολούσαμε όμορφες στιγμές που μοιραστήκαμε μαζί. Ο άνθρωπος φεύγει. Όχι η αγάπη και η χαρά που μας χάρισε. Αυτό που μπορώ να πω με βεβαιότητα είναι ότι τα παιδιά αναγνωρίζουν και βιώνουν την απώλεια, ανεξάρτητα από τη δική μας συμπεριφορά. Τα παιδιά, σαν ευαίσθητοι σπειρογράφοι του ανθρώπινου βυθού, φιλτράρουν και τα πιο υπόγεια ψυχικά ρεύματα και διαισθάνονται τι συμβαίνει. «Ο παππούς έφυγε για ταξίδι» δεν νομίζω ότι είναι η κατάλληλη προσέγγιση. Προσβάλουμε τη συναισθηματική νοημοσύνη των παιδιών αν νομίζουμε ότι μπορούμε να φοράμε με επιτυχία ένα χαρούμενο προσωπείο μπροστά τους και να κάνουμε ότι δεν συνέβηκε τίποτα. Το να τους δίνουμε διπλά μηνύματα απλά τα μπλοκάρει.

Θεωρώ, λοιπόν, ότι οφείλουμε κατ’ αρχάς να αναγνωρίσουμε και να σεβαστούμε το συναίσθημα της λύπης τους. Να τα αφήσουμε να το βιώσουν και να πενθήσουν με το δικό τους τρόπο, στο δικό τους χρόνο και χώρο, όπως ακριβώς κι εμείς. Τώρα, όσο αφορά τις «άχαρες» λεπτομέρειες μιας απώλειας (κηδεία, ταφή) νομίζω ότι έχει να κάνει με το δικό μας κουράγιο και αυτονόητο. Πιστεύω ότι είναι μια τραγική αλλά καλή ευκαιρία να δείξουμε ότι πένθος και αξιοπρέπεια μπορούν να πηγαίνουν μαζί. Αυτό που βλέπω συχνά είναι τα παιδιά να καταπιέζουν τη δική τους έκφραση λύπης προκειμένου να μην επιβαρύνουν επιπλέον τους αγαπημένους τους. Και σ’ αυτή την περίπτωση η έκφραση του πόνου χωράει σε μια αγκαλιά και δεν χρειάζεται λόγια. Τώρα, για το πώς ένα παιδί μπορεί να κατανοήσει τι συμβαίνει όταν ένας άνθρωπος πεθαίνει, αναρωτιέμαι: μήπως κι εμείς «οι μεγάλοι» μπορούμε να απαντήσουμε σε αυτό το ερώτημα; Προσωπικά νιώθω ότι η αγάπη δεν χάνεται, απλώς μετασχηματίζεται. Το ίδιο και η σχέση με το αγαπημένο πρόσωπο που έφυγε. Αυτή, όμως, είναι μια προσωπική, βιωματική πραγματικότητα. Το σίγουρο είναι πως τα παιδιά -σαν πιο εξελιγμένα«μοντέλα από εμάς- διαχειρίζονται πιο παραγωγικά την απώλεια, επιδεικνύοντας μοναδική δύναμη, προσαρμοστικότητα και μεγαλείο ψυχής.

 

Πως αποφασίσατε να ασχοληθείτε με τη συγγραφή παιδικών βιβλίων;

Δεν υπήρξε κάποια απόφαση τύπου «και τώρα θα γράψω βιβλία για παιδιά». Έγραφα από παιδί και απλά μεγαλώνοντας συνειδητοποίησα ότι επικοινωνώ καλύτερα με τα παιδιά. Μπορώ να είμαι ο εαυτός μου, νιώθω ότι με καταλαβαίνουν απόλυτα και μοιραζόμαστε κοινά ενδιαφέροντα. Όταν ήρθε στη ζωή μου η κόρη μου απέκτησα μία ανεκτίμητη πηγή προβληματισμού και έμπνευσης. Αυτό μου έδωσε το κίνητρο να επικοινωνώ με όλα τα παιδιά. Κίνητρο απολύτως εγωιστικό: αν ένα παιδί μπορεί να σε προχωρήσει σαν άνθρωπο, φαντάσου τι σου προσφέρει η επικοινωνία με περισσότερα. Στα παιδιά δίνεις τη μικρή σου αλήθεια κι αυτά σου χαρίζουν κόσμους ολόκληρους. Τα ευγνωμονώ για το ενδιαφέρον τους.

 

 

***ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΣ***ΕΚΛΕΙΣΕ***

Η Κόκκινη Αλεπού και οι Εκδόσεις Polaris σας δίνουν την ευκαιρία να κερδίσετε αντίτυπα του βιβλίου της Ασπασίας Πρωτογέρου, Το Σκοταδάκι που φοβόταν.

Από το διαγωνισμό θα αναδειχθούν τρεις νικητές που θα πάρουν από ένα αντίτυπο.

Όροι του διαγωνισμού:

  • Για να είναι έγκυρη η συμμετοχή σας πρέπει να αφήσετε το σχόλιό σας και το ονοματεπώνυμό σας στα σχόλια παρακάτω.
  • Ο διαγωνισμός ξεκινάει σήμερα Πέμπτη 16 Ιουνίου 2016 και ολοκληρώνεται την Tετάρτη 22 Ιουνίου 2016.
  • Δικαίωμα συμμετοχής έχουν όλοι οι κάτοικοι Ελλάδας.
  • Οι νικητές ενημερώνονται με e-mail την επόμενη μέρα της λήξης του διαγωνισμού.

 

Save

Save

Save

Save

Save

Save

Save

Save

Save

Save

Save

Save

Save

Save

ΜΟΙΡΑΣΕ ΤΟ

ΜοΜΑ: Curtis Scott

Ο Curtis Scott (αριστερά), υπεύθυνος του εκδοτικού του Μουσείου Μοντέρνας Τέχνης της Νέας Υόρκης (MoMA), βρέθηκε τον Οκτώβριο στην Αθήνα και στο πλαίσιο των επισκέψεών του σε σχολεία μίλησε με τη Ζωή Κοσκινίδου για τα βιβλία Τέχνης που απευθύνονται σε παιδιά.

Anna Wilson

Η Anna Wilson γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Αυστραλία, σπούδασε και ακολούθησε ακαδημαϊκό δρόμο, ταξίδεψε πολύ και γνώρισε πολλά μέρη. Όμως πάντα αγαπούσε να ζωγραφίζει. Ένα συμβάν στη ζωή της έπαιξε καταλυτικό ρόλο, ώστε να παρατήσει την ακαδημαϊκή της ενασχόληση και να αφιερωθεί σε αυτό που πάντα αγαπούσε αλλά φοβόταν να τολμήσει: να ζωγραφίζει. Κάπως έτσι ξεκίνησε να εικονογραφεί παιδικά βιβλία. Κάπως έτσι συνεργάστηκε με τη συγγραφέα Holly Hughes και μαζί δημιούργησαν αυτό το συγκινητικό και πολύ ατμοσφαιρικό βιβλίο που μιλάει για τη φιλία, τη σημασία της προσφοράς και τη μαγεία του χειμώνα… Με αφορμή την κυκλοφορία στα ελληνικά του βιβλίου “Το αγόρι που έφερε το χιόνι” (εκδ. Μάρτης) η Ζωή Κοσκινίδου μίλησε με την εικονο-γράφο.