Συνέντευξη: Εύη Παπαδοπούλου

Η κ. Εύη Παπαδοπούλου είναι Αρχαιολόγος και Διδάκτωρ στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, είναι όμως και συγγραφέας. Τα Αρχαιολογικά Παραμύθια της, που κυκλοφόρησαν το 2018 από τις εκδόσεις Πατάκη, είναι βασισμένα σε ιστορίες που βρίσκονται σε αληθινούς αρχαιολογικούς χώρους και ευρύματα, και εκείνη, με τη δύναμη της πένας της, τις μεταμορφώνει σε παραμύθια και μας τις μεταφέρει στο σήμερα. Η Κόκκινη Αλεπού μίλησε μαζί της όχι μόνο για τα δύο αυτά βιβλία της, αλλά και για την παραμυθία και πώς βοηθάει τη γνώση να φτάσει στα παιδιά, τα μουσεία και τους νεαρούς επισκέπτες τους.

Θα θέλαμε να μας πείτε λίγα λόγια για τα δύο τελευταία σας βιβλία: τι είναι τα Αρχαιολογικά Παραμύθια;
Πρόκειται για πρωτότυπες ιστορίες, βασισμένες πάνω σε αληθινούς αρχαιολογικούς χώρους και ευρήματα. Σκοπός τους είναι, με έναν ξεχωριστό και εύληπτο τρόπο, τόσο για τα παιδιά όσο και για τους ενήλικες, να ανασυνθέσουν εικόνες του παρελθόντος και να χαρίσουν φωνή σε ανθρώπους που έζησαν, γλέντησαν, μόχθησαν, αγάπησαν, πολέμησαν, λίγο πολύ όπως κι εμείς.

Πώς προέκυψε η ιδέα να πάρετε μύθους που προέχονται από τα αρχαία χρόνια και να τους μετατρέψετε σε παραμύθια;
Έχω την τύχη και τη χαρά να κατάγομαι από οικογένεια αρχαιολόγων. Ήμουν μόλις 10 χρονών όταν έζησα για πρώτη φορά την εμπειρία μιας ανασκαφής. Έκτοτε προσπαθούσα πάντα να αφηγηθώ τις ιστορίες καιρών και ανθρώπων αλλοτινών με βάση τα στοιχεία και τα ευρήματα που έρχονταν στο φως, καθώς για μένα πάντα η αρχαιολογία ήταν και είναι ένα λειτούργημα που οφείλει τόσο στις γενιές του παρελθόντος όσο και στις γενιές του μέλλοντος το μοίρασμα της γνώσης της. Τα Αρχαιολογικά Παραμύθια που γράφω δεν είναι διασκευασμένοι μύθοι της αρχαιότητας, αλλά η αναβίωση μιας πραγματικότητας που έχει χαθεί στη λήθη των αιώνων, γι’ αυτό και αποτελούν για μένα μια προσωπική ανάγκη έκφρασης και μετάδοσης της επιστήμης που υπηρετώ.

Πού υπάρχουν οι ιστορίες στις οποίες βασίζονται τα παραμύθια; Που βρέθηκαν και πώς έφτασαν σε εμάς;
Κρυμμένες ιστορίες υπάρχουν σε όλους τους αρχαιολογικούς χώρους, αρκεί να έχουμε την καθοδήγηση και τη διάθεση να τις αντικρίσουμε. Τα Αρχαιολογικά Παραμύθια δημιουργούνται κάθε φορά πάνω στις «ιστορίες» που οι αρχαιολόγοι ενός οικισμού, ενός ιερού, μιας πόλης ολόκληρης στήνουν μελετώντας και αποκωδικοποιώντας, βήμα-βήμα, τα ευρήματά τους. Οι ίδιοι οι άνθρωποι, στο πέρασμά τους, αφήνουν τα χνάρια τους, άλλα περισσότερο και άλλα λιγότερο εμφανή. Ορισμένα από αυτά τα χνάρια χρησιμοποιώ κι εγώ στα Αρχαιολογικά Παραμύθια για να πλάσω ιστορίες που ίσως είναι αληθινές, ίσως πάλι όχι, αλλά σίγουρα προσφέρουν μια αλλοτινή εικόνα πάνω στην οποία αντανακλάται και το σύγχρονο ειδωλό μας.

Τι πιστεύετε πως είναι αυτό που κεντρίζει το ενδιαφέρον των παιδιών στα Αρχαιολογικά Παραμύθια και πώς μπορούν, αφού ακούσουν την ιστορία, να ψάξουν περισσότερες πληροφορίες για όσα άκουσαν ή διάβασαν;
Πιστεύω πως αυτό που κεντρίζει το ενδιαφέρον και των παιδιών, αλλά και των μεγάλων, αρχικά, είναι η παραμυθία, δηλαδή ο τρόπος που χρησιμοποιώ για να δώσω ουσιαστικά γνώση. Ο ονειρικός και ταυτόχρονα πραγματικός κόσμος, που συχνά κρύβουν τα παραμύθια στους κόλπους τους, θεωρώ πως αγγίζει όλους μας με διαφορετικούς τρόπους. Η παραμυθία δημιουργήθηκε για να φέρει πιο κοντά ολόκληρες κοινωνίες ανθρώπων, εδώ και χιλιετίες, προσφέροντας εξήγηση στα διαρκή μυστήρια της ζωής και χτίζοντας μνήμες και συνέχεια μέσα από το μοίρασμα ιστοριών και κοινών βημάτων. Κυρίως όμως, θεωρώ πως τα Αρχαιολογικά Παραμύθια βοηθούν τον κόσμο, ζωντανεύοντας το παρελθόν, να πλησιάσει την πλούσια πολιτιστική κληρονομιά της χώρας μας και να τη δει με ένα διαφορετικό βλέμμα. Ένα βλέμμα που σταδιακά θα οδηγήσει και στη δική του συμμετοχή και αγάπη, γιατί ο αγώνας για τη διαφύλαξη των μνημείων μας χρειάζεται ένα κοινό όραμα που θα αγκαλιάσουν οι επόμενες γενιές. Τα παιδιά στην εποχή μας έχουν τεράστια πρόσβαση σε κάθε είδους πληροφορία με διάφορους τρόπους. Η μεγάλη πρόκληση είναι να αφιερώσουν χρόνο για να ψάξουν γνώσεις που ίσως, ως τώρα, έμοιαζαν περιττές. Κάθε Αρχαιολογικό Παραμύθι έχει στο τέλος του ένα υπόμνημα με κάποιες στοιχειώδεις πληροφορίες για τον αρχαιολογικό χώρο πάνω στον οποίο δημιουργήθηκε και ελπίζω πως, μαζί με το παραμύθι, αποτελεί κίνητρο για τον καθένα να ψάξει σε βιβλία, αλλά και στο Διαδίκτυο, όπως επίσης και να ανοίξει μια συζήτηση στο σχολείο ή σε μία τυχαία φιλική συνάντηση. Το μοίρασμα γίνεται με πολλούς τρόπους, αρκεί να έχει μαγευτεί το ενδιαφέρον.

Είστε Αρχαιολόγος και Διδάκτωρ στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων με θητεία και σε αρχαιολογικούς χώρους και σε μουσεία. Ποια πιστεύετε πως είναι η σχέση των παιδιών με τα μουσεία;
Ως αρχαιολόγος και διδάκτορας, αλλά και ως μητέρα, βλέπω τα μουσεία σαν παιδιά που λαχταρούν να ακουστούν, αλλά πολλές φορές, χαμένοι σε μία ανελέητη πραγματικότητα, δεν τους αφιερώνουμε το χρόνο που θα έπρεπε. Τα μουσεία είναι ζωντανοί οργανισμοί που κάθε φορά που τα επισκεπτόμαστε έχουν και μια διαφορετική ιστορία να μας αφηγηθούν. Από το 2014 που ξεκίνησα τις παρουσίασεις των αρχαιολογικών μου παραμυθιών, συμβουλεύω πάντα τα παιδιά, όταν πηγαίνουν σε ένα μουσείο να μην αναζητούν να το δουν όλο μέσα σε λίγη ώρα ή μέσα στα αυστηρά πλαίσια της ύλης που ενδεχομένως υπαγορεύει το σχολείο τους. Αντίθετα, τους εξηγώ πως, σε κάθε τους επίσκεψη (γιατι τα μουσεία δεν είναι χώροι που τους επισκεπτόμαστε μόνο μία φορά), πρέπει να διαλέγουν ένα αγγείο, ένα άγαλμα, ένα ξίφος, ένα κόσμημα, ένα εύρημα που τους έκανε εντύπωση και να ψάχνουν να βρουν την ιστορία που κρύβει. Γιατί μόνο έτσι θα αγαπήσουν και θα προστατεύσουν το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον τους…

Πώς μπορούν τα μουσεία να γίνουν πιο φιλικά προς τον μικρό σε ηλικία «χρήστη» εκτός από το να του προσφέρουν μια ξενάγηση; Πώς θα μπορούσαμε να φέρουμε τις οικογένειες πιο κοντά στα μουσεία, να τις δελεάσουμε να τα επισκέπτονται πιο συχνά και να «εκμεταλλεύονται» όσα έχουν να τους /μας προσφέρουν; 
Τα μουσεία, εδώ και αρκετά χρόνια και χάρη σε εξαιρετικούς συναδέλφους, έχουν ανοιχτές τις πόρτες τους στις οικογένειες και τα παιδιά με πολλούς καινούργιους και διαφορετικούς τρόπους, όπως π.χ. με ψηφιακές εφαρμογές, εκπαιδευτικά διαδραστικά προγράμματα, θεατρικές και μουσικές παραστάσεις κ.α. Θεωρώ πως το πιο δύσκολο είναι να γκρεμίσουμε την απόσταση μιας στείρας γνώσης.  Σήμερα, περισσότερο από κάθε άλλη εποχή, έχουμε τα μέσα να το κάνουμε και να επαναφέρουμε τη μαγεία του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού στα σπίτια και στα σχολεία. Αρκεί να μην είναι υποχρέωση, αλλά ανάγκη, μεράκι, μοίρασμα, χαρά. Το μουσείο δεν πρέπει να είναι ο αυστηρός χώρος που δεν μιλάμε δυνατά, δεν αγγίζουμε, δεν χάνουμε την προσοχή μας και τελικά δεν ξαναπάμε σε ολόκληρη τη ζωή μας, αλλά ένα σπίτι που μας υποδέχεται με διαφορετικά κεράσματα και ιστορίες σε κάθε επίσκεψη γιατί ουσιαστικά φιλοξενεί ό,τι είναι βαθιά γραμμένο στην ψυχή μας, ο,τι μας όρισε, ό,τι ονειρευτήκαμε και ό,τι ελπίζουμε ως άνθρωποι.

Περισσότερα για τα Αρχαιολογικά Παραμύθια διαβάστε εδώ.

ΜΟΙΡΑΣΕ ΤΟ

ΜοΜΑ: Curtis Scott

Ο Curtis Scott (αριστερά), υπεύθυνος του εκδοτικού του Μουσείου Μοντέρνας Τέχνης της Νέας Υόρκης (MoMA), βρέθηκε τον Οκτώβριο στην Αθήνα και στο πλαίσιο των επισκέψεών του σε σχολεία μίλησε με τη Ζωή Κοσκινίδου για τα βιβλία Τέχνης που απευθύνονται σε παιδιά.

Anna Wilson

Η Anna Wilson γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Αυστραλία, σπούδασε και ακολούθησε ακαδημαϊκό δρόμο, ταξίδεψε πολύ και γνώρισε πολλά μέρη. Όμως πάντα αγαπούσε να ζωγραφίζει. Ένα συμβάν στη ζωή της έπαιξε καταλυτικό ρόλο, ώστε να παρατήσει την ακαδημαϊκή της ενασχόληση και να αφιερωθεί σε αυτό που πάντα αγαπούσε αλλά φοβόταν να τολμήσει: να ζωγραφίζει. Κάπως έτσι ξεκίνησε να εικονογραφεί παιδικά βιβλία. Κάπως έτσι συνεργάστηκε με τη συγγραφέα Holly Hughes και μαζί δημιούργησαν αυτό το συγκινητικό και πολύ ατμοσφαιρικό βιβλίο που μιλάει για τη φιλία, τη σημασία της προσφοράς και τη μαγεία του χειμώνα… Με αφορμή την κυκλοφορία στα ελληνικά του βιβλίου “Το αγόρι που έφερε το χιόνι” (εκδ. Μάρτης) η Ζωή Κοσκινίδου μίλησε με την εικονο-γράφο.