Συγγραφέας: Katie Daynes & Jordan Akpojaro
Εικονογράφος: Sandhya Prabhat
Μετάφραση: Βασιλική Νίκα
Σειρά: Οι απορίες των παιδιών (με απαντήσεις στις κρυμμένες εικόνες)
Εκδόσεις: Πατάκη
Χρονιά έκδοσης: 2022
Ηλικίες: 5+, 7+
Πόση σημασία έχει η εμφάνισή μας; Γιατί κάποιοι άνθρωποι έχουν πιο σκούρο δέρμα από άλλους; Γιατί οι άνθρωποι φεύγουν από τη πατρίδα τους και τελικά από που ήρθαμε όλοι; Τα παιδιά μοιάζουν πάντα με τους γονείς τους; Τι είναι ο ρατσισμός; Οι απαντήσεις σε όλα τα παραπάνω ερωτήματα βρίσκονται σε ένα βιβλίο που γράφτηκε σε συνεργασία με την οργάνωση «Show racism the red card»* και απευθύνεται θεωρητικά σε ηλικίες 4-7 ετών, αλλά σίγουρα διαβάζεται και από μεγαλύτερα παιδιά. Το βιβλίο συνιστά ένα εξαιρετικό εργαλείο που μπορεί να αξιοποιηθεί ως αφόρμηση από εκπαιδευτικούς και γονείς για να μιλήσουν στα παιδιά για όλα τα παραπάνω και ακόμη περισσότερα.
Σαράντα πολύπλοκα και πολυδιάστατα ερωτήματα που οι Katie Daynes και Jordan Akpojaro κατανέμουν σε τέσσερα κεφάλαια, τα αποδομούν και τα απαντούν με εύληπτο τρόπο ακόμη και για πολύ μικρά παιδιά και -το σημαντικότερο- δίνουν εξηγήσεις από την οπτική των ανθρώπων που βιώνουν ρατσισμό, χωρίς ωραιοποιήσεις. Σημαντικός αρωγός σε αυτό η συμπεριληπτική εικονογράφηση της Sandhya Prabhat και η διαδραστική ιδέα με τα παράθυρα που δίνουν χώρο για επιπλέον συζητήσεις.
Στο κεφάλαιο «Γιατί οι άνθρωποι μοιάζουν διαφορετικοί;» διαβάζουμε για το ρόλο της μελανίνης στο χρώμα του δέρματος των ανθρώπων, ενώ συναντάμε τη συμπερίληψη της υιοθεσίας στους λόγους που τα παιδιά δεν μοιάζουν πάντα με τους γονείς τους.
Ακολουθεί το πιο σημαντικό ίσως κεφάλαιο και ερώτημα «Μπορούμε να μιλάμε για τον ρατσισμό» με πολλά επιμέρους ερωτήματα που βάζουν το μικρό αναγνώστη στα παπούτσια των άλλων, όταν οι εκφάνσεις του ρατσισμού δεν είναι εύκολα αντιληπτές. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ένα μικρό κορίτσι που λέει με αγανάκτηση προς σε ένα άλλο «Φαντάσου να άγγιζε τα μαλλιά σου ένας εντελώς άγνωστος!». Συχνά, οι άνθρωποι δεν κατανοούν ότι κάτι φαινομενικά άκακο, όπως το να αγγίζεις τα μαλλιά ενός παιδιού από περιέργεια και χωρίς τη συναίνεσή του, όχι απλώς δεν είναι αποδεκτό, αλλά μπορεί να συνιστά έκφανση ρατσισμού.
Στο ίδιο κεφάλαιο, το ερώτημα «Πόσο ευκολότερο είναι να είσαι λευκός;» και στα παραθυράκια με τις προεκτάσεις αυτού, έγκειται ένα από τα πιο δυνατά σημεία του βιβλίου. Το περίπλοκο και δυσνόητο θέμα του «λευκού προνομίου» αποδομείται σε απλά, μικρά, καθημερινά ζητήματα, που βιώνουν εκατομμύρια άνθρωποι ανά τον κόσμο, τα οποία ναι μεν φαντάζουν ασήμαντα όταν κάποιος «έχει το προνόμιο», συνιστούν όμως βασικά στοιχεία αποδυνάμωσης του «μη προνομιούχου». Και φυσικά δε λείπει η αναφορά στις διακρίσεις από τους έχοντες την εξουσία ή σε αυτές που συναντά κανείς στον εργασιακό τομέα. Οπτικοποιείται έτσι εύκολα, ακόμη και για ένα παιδί, μια -άγνωστη για πολλούς- πραγματικότητα και δίνεται αξία στο λόγο και το συναίσθημα του «αδύναμου» που το βιώνει. Στον τυπικό και ‘συμβατικό’ αντίλογο που συχνά κάποιοι σκεφτόμαστε ή ακούμε «Μερικοί από εμάς περνάμε επίσης πραγματικά δύσκολα», η αφοπλιστική απάντηση δίνεται από ένα παιδί: «Ναι, αλλά δεν είναι εξαιτίας του χρώματος του δέρματός μας».Τέλος στο ερώτημα «Πώς σταματάμε τον ρατσισμό;» η απάντηση είναι επίσης απλή και ξεκάθαρη. Όλοι μπορούμε να κάνουμε τη διαφορά στηρίζοντας τους άλλους, όταν γίνονται στόχος. Όταν διαβάζουμε, συζητάμε και κατανοούμε τον ρατσισμό μαζί με τα παιδιά, τα απομακρύνουμε από τους ρόλους του θύτη, του θύματος, αλλά και του αμέτοχου παρατηρητή. Κρατάμε λοιπόν από την τελευταία σελίδα ότι «Ο ρατσισμός είναι πρόβλημα όλων μας. Και πρέπει να λυθεί. Αν βγάλουμε τον ρατσισμό από ό,τι κάνουμε… μπορούμε να τον σταματήσουμε για πάντα».
Το βιβλίο εντάχθηκε ήδη στη βιβλιοθήκη του Πελαργού και ελπίζω να βρει τη θέση του και στις βιβλιοθήκες πολλών οικογενειών και σχολείων.
*Η οργάνωση «Show Racism the Red Card» ιδρύθηκε τον Ιανουάριο του 1996 και σήμερα είναι από τις πρωτοπόρες αντι-ρατσιστικές οργανώσεις στην Μεγάλη Βρετανία που στοχεύουν στην επιμόρφωση σε θέματα ρατσισμού κυρίως δίνοντας σεμινάρια σε εκπαιδευτικό προσωπικό και σχολεία.
*Γράφει η Μαριάννα Γιαννουλάκη, μέλος του Πελαργού