Κείμενο: Κατερίνα Τσούμπα
Εικονογράφηση: Αμάντα Γκαλάλ
Πρόλογος: Λεωνίδας Κουτσούμπος
Εκδόσεις: Φουρφούρι
Χρονιά έκδοσης: 2024
Ηλικίες: 7+, 9+
Όπως μαρτυράει και ο τίτλος του βιβλίου η συγγραφέας Κατερίνα Τσούμπα ανασύρει από τα βάθη της μνήμης της τα σκοτεινά, αλλόκοτα και παραδόξως αστεία, αυτοσχέδια παραμύθια που σκάρωνε η γιαγιά της η Τασίνα, η Αρβανίτισσα, για να κοιμίσει με την αδερφή της τα πολλά παιδιά που φιλοξενούσαν, καλοκαίρια και διακοπές. Κάποια είναι παραλλαγμένα κλασικά παραμύθια (Το Πιο Μεγάλο Ψέμα), κάποια βασίζονται σε γνωστές περιπέτειες παλαιών αφηγημάτων (Ο Άνθρωπος Χωρίς Πρόσωπο που βασίζεται στην ιστορία του Κανένα από την Οδύσσεια), και άλλα έχουν μια σύγχρονη χροιά σε πρόσωπα και καταστάσεις, όπως η Γιαγιά Μαντήλι.
Μέσα στα παραμύθια αυτά συναντάμε μαγγανείες, προκαταλήψεις και καταστάσεις θρυλικές, που άλλωστε ανθούσαν κι ανάμεσα στους ενήλικες στα αρβανιτοχώρια. Υπάρχουν κλασικές μορφές του κακού, όπως διάβολοι, καλικάντζαροι και η διαβόητη Μόρα, το πλάσμα που παραλύει τον ύπνο και το σώμα. Οι ιστορίες μοιάζουν περισσότερο με τους παλιούς θρύλους, τα σκοτεινά απειλητικά παραμύθια άλλων εποχών. Δεν έχουμε σύγχρονο political correctness, έχουμε κλέφτες, γύφτους και αμαρτωλούς κάθε είδους που τιμωρούνται ακραία και άμεσα. Οι ιστορίες, με την προφορικότητα και τις πινελιές της ντοπιολαλιάς τους, κατορθώνουν να ξεφύγουν ωστόσο από την σφαίρα του απειλητικού και του τρομακτικού και να μετοικήσουν σε κείνη του μαγικού και του φαντασιακού. Μες στις τιμωρίες και τις συμφορές ξεπηδά ένα γέλιο ξαφνικό, αιρετικό και άκρως παιδικό και αλογόκριτο. Η ερμηνεία τους απέχει παρασάγγας από το ηθικοπλαστικό και έχει μια ευελιξία χορταστική και παιχνιδιάρικη: η συγγραφέας αναφέρει στον επίλογο, για παράδειγμα, ότι κάποια παραμύθια είχαν άλλο τέλος τη μια φορά κι άλλο την επόμενη.
Η εξαιρετική εικονογράφηση της Αμάντα Γκαλάλ ντύνει φανταστικά τα κατάμαυρα παραμύθια. Και κυριολεκτικά: οι μορφές στις εικόνες είναι κατάμαυρες, προσομοιάζουν σε μελανόμορφα αγγεία ή σε ένα παγανιστικό θέατρο σκιών, και το όλο αποτέλεσμα δίνει την εντύπωση μαγικού ξορκιού και σκοτεινής τοιχογραφίας. Η ναϊφ αφαιρετικότητα των εικόνων μάλλον υποδηλώνει την ιστορία παρά την εικονογραφεί πιστά, και εξάπτει τη φαντασία.
Παραμύθια ίσως χωρίς πάντοτε ηθικό δίδαγμα, ή με κάποιο μάλλον απλό και πασιφανές, αλλά με ένα μαύρο χιούμορ και μια ανθρώπινη και πανανθρώπινη πλευρά που σκιαγραφεί τόσο τον τόπο όσο και τον κόσμο που τα ενέπνευσε. Ο λιχούδης παππούς με το χέρι στο μέλι, η γυναίκα με τα φίδια, η ζηλιάρα γειτόνισσα, η καλικαντζαρίνα ψευτομαμή είναι χαρακτήρες αξιομνημόνευτοι και ολοζώντανοι. Μαύρα, κατάμαυρα τα παραμύθια του βιβλίου αυτού, τελειώνουν ωστόσο πάντα με ένα Και ζήσαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα, που κλείνει το μάτι στο παιδί που ακούει (διαβάζει) το παραμύθι, σα να αναιρεί όλα τα κακά που συνέβησαν στη διάρκειά του, σα να ξορκίζει το κακό ή απλά… σα να κουράστηκε η γιαγιά Τασίνα και να δίνει εντολή στα μαγεμένα παιδιά ότι πέρασε η ώρα και πρέπει να πέσουν για ύπνο.
Ο εκδοτικός οίκος το προτείνει για παιδιά 7 ετών και άνω. Έχω μια ένσταση εδώ· καθώς είναι κάπως σκληρό βιβλίο, θεωρώ ότι τα παιδιά αυτής της ηλικίας μπορούν να το διαβάσουν παρουσία ενός ενήλικα που πιθανώς θα μπορέσει να διαχειριστεί κάποια ζητήματα και να καθησυχάσει τις απορίες τους. Παιδιά από 9 ετών και άνω μπορούν άνετα να το διαβάσουν και μόνα τους.