«Να κυνηγάμε τα όνειρά μας»
Η Μαρία Νομικού έγραψε ένα από τα πιο όμορφα παραμύθια που έχει τύχει να πέσει στα χέρια μου, όσο καιρό διαβάζω βιβλία στην κόρη μου. Είχα την ευκαιρία να μιλήσω μαζί της με αφορμή την κυκλοφορία του βιβλίου της «Το ξωτικό κι η Χορεύτρια» (εκδ. Μεταίχμιο), για τον Μάλβη της και για την αξία του να κυνηγάμε τα όνειρά μας.
Πώς γεννήθηκε ο Μαλδίβιους Βαλβίδιους Βελόνης στο μυαλό σας;
Πάντα μου άρεσε η παιχνιδιάρικη και σκανταλιάρικη διάθεση των ξωτικών. Όταν όμως θέλησα να γράψω μια ιστορία με ήρωα ένα ξωτικό, διαπίστωσα ότι στο μυαλό μου υπήρχαν πολλές διαφορετικές εκδοχές για το τι είναι τα ξωτικά. Αλλιώς τα φαντάζονται στην Ιρλανδία, αλλιώς περιγράφονται στα παραμύθια ως βοηθοί του Άη Βασίλη, αλλιώς συμπεριφέρονται στους δικούς μας θρύλους, που τα αναφέρουν ως στοιχειά ή καλικάντζαρους. Διάβασα λοιπόν αρκετά για να τα ξεμπερδέψω και όταν άρχισα να σκέφτομαι πώς θα είναι ο ήρωάς μου, με τι θα ασχολείται και πού θα ζει, αποφάσισα να κρατήσω στοιχεία από διάφορες χώρες και παραδόσεις. Και κάπως έτσι εμπνεύστηκα και το όνομα. Ήθελα να μαρτυρά εμμέσως αυτόν το συγκερασμό.
Ποιο είναι το βαθύτερο νόημα πίσω από την ιστορία του και τη συνάντησή τους με την Χορεύτρια;
Αξίζει να κυνηγάμε τα όνειρά μας, να ρισκάρουμε, να τολμάμε, να προσπαθούμε, γιατί μόνο έτσι μπορούμε να ανακαλύψουμε τον εαυτό μας και να κατακτήσουμε αυτό που επιθυμούμε.
Ενώ ο Μάλβης ακολουθεί το όνειρό του- να φύγει από τη Σανδαλοχώρα- συνειδητοποιεί στην πορεία πως η αγάπη του για τα παπούτσια και το μέλλον που του είναι ήδη προδιαγεγραμμένο από κάποιους άλλους είναι μεγαλύτερα από την ανάγκη του για σκανδαλιές και παιχνίδι. Γιατί γίνεται αυτό;
Πολλές φορές αναρωτιέμαι τι είναι αυτό που περισσότερο καθορίζει την πορεία που ακολουθούμε στη ζωή. Είναι οι αποφάσεις μας, είναι η επίδραση του περιβάλλοντός μας, είναι η τύχη; Άραγε θα φτάναμε στο ίδιο σημείο αν κάποια στιγμή είχαμε πάρει μια διαφορετική απόφαση ή αν δεν είχαμε συναντήσει κάποιον άνθρωπο που μας επηρέασε με τον έναν ή τον άλλον τρόπο; Ο Μάλβης αρνείται να ακολουθήσει τον προδιαγεγραμμένο δρόμο, αλλά στο τέλος επιστρέφει σε αυτόν. Μόνο που επιστρέφει, αφού έχει αποκτήσει εμπειρίες και αφού έχει ζήσει όπως ήθελε. Η συνάντηση με τη χορεύτρια γίνεται η αφορμή για να ανακαλύψει τι είναι αυτό στο οποίο είναι πραγματικά καλός. Τι είναι αυτό που του επιτρέπει να αξιοποιήσει τις γνώσεις και το ταλέντο του και να νιώσει ότι μπορεί να προσφέρει κάτι σημαντικό.
Διαβάζοντας το βιβλίο σας, το μυαλό μου κατευθείαν πήγε στην πίεση που ορισμένες φορές εμείς οι γονείς ασκούμε στα παιδιά μας για τον μελλοντικό επαγγελματικό τους προσανατολισμό. Ήταν αυτός ο στόχος σας, να αγγίξετε το θέμα των ελεύθερων επιλογών στα παιδιά; Κι αν ναι, τι πιστεύετε για το θέμα;
Η επιλογή του επαγγέλματός μας είναι πολύ προσωπική υπόθεση. Για να είμαστε ευτυχισμένοι, πρέπει η δουλειά μας να μας εκφράζει, να αξιοποιεί τα ταλέντα μας, να καλύπτει τις ανάγκες μας, να μας κάνει να νιώθουμε όμορφα! Γι’ αυτό πιστεύω ότι η γνώση και η πείρα των γονιών αξιοποιούνται καλύτερα όταν προσφέρονται στα παιδιά όσο το δυνατόν περισσότερα ερεθίσματα και εφόδια για να αποφασίσουν τα ίδια τι είναι αυτό που θέλουν να κάνουν.
Πώς προέκυψε η ενασχόλησή σας με τη συγγραφή παιδικών βιβλίων;
Από μικρή συνήθιζα να γράφω για όσα με απασχολούσαν. Η δουλειά μου επίσης έχει να κάνει με την επικοινωνία και τον γραπτό λόγο. Σε μια περίοδο μιας μεγάλης αλλαγής, έκανα κάτι που ποτέ πριν δεν είχα φανταστεί: ένα σεμινάριο δημιουργικής γραφής παιδικού βιβλίου από το Μεταίχμιο, με την εξαιρετική Ιωάννα Μπαμπέτα. Εκεί ανακάλυψα για πρώτη φορά πόσο όμορφο και απελευθερωτικό είναι να γράφεις για παιδιά. Και το «Ξωτικό και η χορεύτρια» γράφτηκε στο πλαίσιο αυτού του σεμιναρίου.
Θεωρείτε πως τα σημερινά παιδιά διαβάζουν περισσότερο από ό,τι στο παρελθόν ή το αντίθετο μήπως, και γιατί;
Σε σύγκριση με την εποχή που εγώ ήμουν παιδί, νομίζω ότι τα σημερινά παιδιά διαβάζουν περισσότερο. Στη δική μου τη γενιά υπήρχαν μόνο τα βιβλία κλασικής λογοτεχνίας και έπρεπε να περιμένουμε να φτάσουμε στην ηλικία των 7-8 χρόνων για να μπορέσουμε να τα διαβάσουμε. Σήμερα, υπάρχουν βιβλία ακόμα και για πολύ μικρές ηλικίες, με υπέροχη εικονογράφηση και μεγάλη ποικιλία θεμάτων που εξάπτουν το ενδιαφέρον και μυούν τα παιδιά στο διάβασμα.
Πώς μπορούμε εμείς σαν γονείς να εμφυσήσουμε στα παιδιά την αγάπη για την ανάγνωση;
Ως μητέρα δύο κοριτσιών κατάλαβα ότι χρειάζεται να φέρνουμε τα παιδιά σε επαφή με τα βιβλία νωρίς, από τη βρεφική κιόλας ηλικία. Να αφιερώνουμε χρόνο για να τους διαβάσουμε. Να τους λέμε παραμύθια πριν κοιμηθούν και όταν μεγαλώσουν λίγο και μάθουν ανάγνωση να τα ενθαρρύνουμε να μας διαβάζουν εκείνα μια ιστορία. Και φυσικά, θα πρέπει κι εμείς οι ίδιοι να δίνουμε το παράδειγμα: να μας βλέπουν να διαβάζουμε τα δικά μας βιβλία.