Συγγραφέας: Ελένη Κατσαμά
Εικονογράφηση εξωφύλλου: Μυρτώ Δεληβοριά
Εκδόσεις: Πατάκη
Χρονιά έκδοσης: 2014
Ηλικίες: 15+
Αυτή είναι η ιστορία ενός γκάβακα ή αλλιώς του «Λεωφορείου», σύμφωνα με το παρατσούκλι που χάρισαν στη Μαρία οι συμμαθητές της λόγω των τεράστιων γυαλιών μυωπίας που αναγκάστηκε να φορέσει στα 13 της. Η Μαρία Παλμήρα ζει στο Στατοχώρι, σ’ ένα χωριό στατικό, όπως ίσως υπαινίσσεται το όνομά του, όπου αποκρυσταλλώνεται η επαρχιακή νοοτροπία ή για είμαστε δίκαιοι, εν γένει, η ελληνική.
Ξέρουμε πόσο σημαντική και ενδεικτική της ποιότητας ενός βιβλίου είναι η πρώτη σελίδα του. Κι όταν μια ιστορία ξεκινά με την πρόταση «Η πρώτη φορά που είδα τα μάτια της Τζουν να με κοιτάζουν ήταν η ημέρα που έβαλα φωτιά στο σπίτι της Ιωάννας Παλμήρα και μάνας μου» υπόσχεται πολλά· και η συνέχεια δικαιώνει.
Η Μαρία, πρωταγωνίστρια της ιστορίας είναι πνεύμα ανήσυχο, μια έφηβη που ασφυκτιά με την καθεστηκυία τάξη του χωριού, η μόνη που ίσως αντιλαμβάνεται πως κάτω από την επιφάνεια σιγοβράζει μια άλλη πραγματικότητα και θέλει να την αλλάξει. «Λόγω της στραβομάρας μου- δεν μπορούσα να εστιάσω σε κάτι χωρίς αυτό να χωρίζεται την ίδια στιγμή σε δύο, τρία ή και περισσότερα θολά κομμάτια- ήμουν σίγουρη για ένα πράγμα: Πως οι άνθρωποι και τα πράγματα και όσα χωράνε μέσα στις καρδιές των ανθρώπων και των πραγμάτων κρύβουν περισσότερες από μία αλήθειες. Πώς δηλαδή ένας άνθρωπος δεν είναι μόνο ένας άνθρωπος και σίγουρα δεν είναι μόνο αυτό που φαίνεται πως είναι». Η Μαρία θέλει να κατανοήσει, να μάθει την ιστορία της, να μάθει πού βρίσκεται ο εξαφανισμένος πατέρας της. Η Μαρία που λέει «ναι» στις προκλήσεις και στην περιπέτεια και που βρίσκει το alter ego της σε μία τίγρη. Μια τίγρη που ζει μεσα στον πίνακα του σπιτιού της, αλλά που κάθε τόσο ζωντανεύει, όταν η ψυχή της ηρωίδας παγώνει από τη μοναξιά («δεν είχα αδερφή, είχα όμως την Τζουν»). Και όντως μένει πολύ μόνη, γιατί η Ιωάννα Παλμήρα είναι ένας άνθρωπος τραχύς, βασανισμένος, κλεισμένος στον εαυτό της. Και πρέπει να σημειώσουμε πως το εύρημα της Κατσαμά να προσφωνεί ένα παιδί τη μητέρα του με το ονοματεπώνυμό της είναι εύρημα εξαιρετικά ευφυές που καθρεφτίζει δωρικά τη συναισθηματική άβυσσο μεταξύ μαμάς και κόρης.
Το κείμενο ακροβατεί αριστοτεχνικά ανάμεσα στην πραγματικότητα- την υποκρισία, την πλήξη, την έλλειψη αναζητήσεων και τα κουκουλώματα της επαρχιακής ζωής – και στην οργιώδη φαντασία της Μαρίας που έρχεται κάθε φορά να δώσει το φιλί της ζωής στην ηρωίδα. Μία από τις μεγαλύτερες αρετές του κειμένου βρίσκεται ακριβώς εδώ: πόσο έξυπνα ισορροπεί η συγγραφέας αυτούς τους δυο κόσμους. Επιπλέον, χαρίζοντας στοιχεία αντι-ήρωα στη Μαρία, η Κατσαμά πλάθει έναν χαρακτήρα έξυπνο και πρότυπο ίσως για τα παιδιά, ιδίως τα κορίτσια, ψιθυρίζοντας πως δεν χρειάζεται να είσαι όμορφη σύμφωνα με τα στερεότυπα για να είσαι υπέροχη. Όταν η Μαρία άρχισε να μετράει διαρκώς νίκες, άρχισα να αναρωτιέμαι αν αρχίζει να εξυπνακίζει ο χαρακτήρας, αλλά ακριβώς τότε ήταν που έπεσε μέσα και στην παγίδα.
Πρέπει να σημειωθεί πως σχεδόν κάθε κεφάλαιο αποτελεί μια ενότητα από μόνο του, διαπραγματευόμενο μια ιδέα κάθε φορά, η αλληλουχία των οποίων ιδεών συνθέτει ένα ψηφιδωτό που διαπνέεται από μια όμορφη, σύγχρονη ελληνικότητα χωρίς ωστόσο να εξωραϊζει τα πράγματα. Υπάρχει κριτική ματιά για την ελληνική νοοτροπία και διλήμματα που προκαλούν τις κρατούσες αντιλήψεις, όπως ποιος είναι αλήθεια ο εγκληματίας: ένας πολιτικός που κλέβει αρχαιολογικούς θησαυρούς ή ένας φυλακισμένος που φροντίζει πληγωμένα κοράκια; Υπάρχει περιπέτεια και σασπένς καθώς η Μαρία αρχίζει να ξετυλίγει το κουβάρι μιας παλιάς ιστορίας προκειμένου να βρει τον πατέρα της με πυξίδα ένα κουτί με κουρδιστά ζωάκια και πρωταγωνιστή ακόμα και ένα γορίλλα στο φεγγάρι.
Με ευφυές χιούμορ, αυτοσαρκασμό και στιγμές ποιητικότητας, η συγγραφέας που έχει τιμηθεί με Κρατικό Βραβειο για το συγκεκριμένο βιβλίο, περιβάλλει με κατανόηση τους ήρωές της και γράφει ένα μυθιστόρημα που τιμά τους εφήβους και τις ανησυχίες τους. Το κρεσέντο της ιστορίας με την περιγραφή της Ιωάννας Παλμήρας και μάνας της Μαρίας να κάθεται δίπλα στο τζάκι.