Πολλοί νέοι γονείς ρωτούν ποια είναι η κατάλληλη ηλικία για να αρχίσουν να διαβάζουν βιβλία στα παιδάκια τους κι αν το διάβασμα τα βοηθάει. Ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Η αίσθηση της ακοής αναπτύσσεται κατά τον 6ο μήνα της εγκυμοσύνης και είναι πλέον γνωστό ότι οι ήχοι που φτάνουν στη μήτρα είναι ικανοί να πλάσουν το σώμα του εμβρύου. Επιπλέον, σύγχρονες έρευνες δείχνουν ότι μία μαμά που διαβάζει στο μωρό της που βρίσκεται ακόμα μέσα στην κοιλιά της, καταφέρνει και μειώνει τους αυξημένους καρδιακούς παλμούς του. Οι ήχοι που φτάνουν στη μήτρα λοιπόν, ειδικά η φωνή της μητέρας και του πατέρα, καθώς και η ψυχική εμπειρία της επικοινωνίας δομούν τις αύλακες του εγκεφάλου, σχηματίζουν τα θεμέλια του εγκεφαλικού φλοιού και ενδυναμώνουν το νευρικό σύστημα του εμβρύου. Ταυτόχρονα, το διάβασμα προς το αγέννητο παιδί αυξάνει τη συνειδητότητα της εμπειρίας της εγκυμοσύνης και ενισχύει την προγεννητική σύνδεση γονέα-παιδιού. Σε αυτή τη φάση μεγαλύτερη σημασία έχουν ο τόνος της φωνής των γονέων και ο ρυθμός της, παρά το περιεχόμενο της αφήγησής τους.
Σε γνωστικό επίπεδο, οι σύγχρονοι νευροεπιστήμονες μας λένε ότι κατά τα 2-3 πρώτα έτη ζωής τα παιδιά έχουν τη μεγαλύτερη αφομοιωτική ικανότητα, καθώς οι εγκέφαλοί τους αναπτύσσονται ραγδαία σε αυτή την ηλικιακή περίοδο. Άρα ανάλογα με τα ερεθίσματα που έχει ένας εγκέφαλος μπορεί να αναπτύξει και τα αντίστοιχα νευρωνικά δίκτυα. Το διάβασμα παιδικών βιβλίων λοιπόν, βοηθά στην αυξημένη αναγνώριση λέξεων, στην ανάπτυξη της γλωσσικής ικανότητας, στη συγκέντρωση, στην ανάπτυξη της φαντασίας τους και στη μνήμη.
Σε ψυχοκοινωνικό επίπεδο, η μεγαλύτερη συμβολή των παιδικών βιβλίων είναι ότι ενθαρρύνουν το συναισθηματικό δεσμό που αναπτύσσουν τα παιδιά με τους γονείς τους. Δεν υπάρχει μεγαλύτερη αίσθηση ασφάλειας και στοργής από την αγκαλιά της μαμάς και του μπαμπά που διαβάζει ή αφηγείται ένα αγαπημένο παραμύθι στα παιδιά. Η φυσική επαφή από μόνη της ενεργοποιεί ορμόνες που προωθούν την βιοψυχοκοινωνική ανάπτυξη και βοηθά στη ρύθμιση των συναισθημάτων. Η αφήγηση, σε συνδιασμό με τον τόνο της φωνής, βοηθούν επιπλέον στη ρύθμιση των συναισθημάτων. Τα βιβλία κατ’αυτή την έννοια είναι ένας άμεσος τρόπος για να ηρεμήσουν τα έντονα συναισθήματα των παιδιών. Επιπλέον, οι γονείς που όχι μόνο διαβάζουν στα παιδιά, αλλά παράλληλα τα ρωτάνε πράγματα σε σχέση με τους πρωταγωνιστές, την πλοκή, το νόημα, βοηθάνε τα παιδιά να αναπτύξουν δεξιότητες επικοινωνίας και πιο σύνθετες διαπροσωπικές και νευροβιολογικές λειτουργίες. Καλλιεργούν επίσης στα παιδιά το ενδιαφέρον για τη μάθηση.
Η μαγεία των παιδικών βιβλίων έγκειται στο ότι μιλάνε κατευθείαν στην καρδιά των παιδιών και για το λόγο αυτό λειτουργούν και θεραπευτικά. Τα παιδιά ταυτίζονται με τους πρωταγωνιστές και ξαφνικά αποκτούν γνωρίσματα, δεξιότητες και ικανότητες ίδιες με αυτές των πρωταγωνιστών της ιστορίας που τους άρεσε. Εκφράζονται όπως οι πρωταγωνιστές, ξεπερνούν εμπόδια, βρίσκουν λύσεις. Και στο τέλος… «ζήσαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα».
Από την Μαρία Παπαφιλίππου, MSc
Σύμβουλος Ψυχικής Υγείας/ Οικογενειακή Ψυχοθεραπεύτρια
Ιδρύτρια της Attachment Parenting Hellas
Με σπουδές στην Ψυχολογία (King’s College London-Institute of Psychiatry -MSc, American College of Greece – BA), και στις Πολιτικές Επιστήμες και Ιστορία (Πάντειο Πανεπιστήμιο), και με ειδίκευση στην οικογενειακή-συστημική ψυχοθεραπεία και την προγεννητική και περιγεννητική ψυχοθεραπεία, η κ. Παπαφιλίππου είναι επαγγελματίας συνεργάτης της Attachment Parenting International.
Save
Save
Save
Save
Save
Save
Save