Ο Νοέμβριος είναι για τις εκδόσεις Μέλισσα αφιερωμένος στο Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης (ΜοΜΑ) και στα παιδικά βιβλία τέχνης. Από την ίδρυσή του, το διάσημο σε όλον τον κόσμο μουσείο που εδρεύει στη Νέα Υόρκη, έδωσε μεγάλη σημασία στις εκδόσεις του και ειδικά στα βιβλία που απευθύνονται σε παιδιά, τα οποία ξεχωρίζουν για την πρωτοτυπία τους και την αισθητική τους (οι πιο πρόσφατες εκδοσεις τους: Tι είδε ο Ντεγκά, Ο κήπος του Ματίς, Η Μικρή Σάρλοτ σκηνοθέτις, Ο μικρός Φρανκ αρχιτέκτονας, Γιαγιόι Κουσάμα, Το μήλος του Μαγκρίτ).
Πριν από λίγο καιρό βρέθηκε στην Αθήνα, καλεσμένος για μια σειρά εκδηλώσεων και παρουσιάσεων, ο άνθρωπος που είναι υπεύθυνος για την έκδοση όλων αυτών των βιβλίων. Ο Chris Hudson, Διευθυντής Εκδόσεων του MoMA, μίλησε στην Κόκκινη Αλεπού για τη διαδικασία επιλογής των θεμάτων που τελικά θα γίνουν βιβλία, τους εικονογράφους που διαλέγουν και πώς τους διαλέγουν, τα τρία καινούργια βιβλία που ετοιμάζουν, την ανάγκη τα μουσεία να είναι πιο ανοιχτά προς τις οικογένειες και φιλικά στον μικρό σε ηλικία επισκέπτη, αλλά και την ευχαρίστηση που προκαλεί η απόλυτη ελευθερία που έχει κάποιος να επιλέγει τι θα διαβάσει.
Με ποιον τρόπο εξηγείτε στα παιδιά την τέχνη μέσα από τα βιβλία που εκδίδετε;
Σίγουρα όχι διδακτικά: τι πρέπει να ξέρεις, τι πρέπει να βλέπεις, τι πρέπει να κάνεις. Μέσα από τον πειραματισμό και τα εκπαιδευτικά εργαστήρια προσπαθούμε να τα φέρουμε κοντά στο μουσείο. Ναι, φτιάχνουμε παιδικά βιβλία τέχνης γιατί θέλουμε να εξηγήσουμε τι είναι αυτός ο καλλιτέχνης που έχουμε επιλέξει να παρουσιάσουμε ή αυτό το έργο τέχνης που βρίσκεται μέσα στο μουσείο, όμως αυτό που προσπαθούμε πραγματικά να πούμε δεν είναι μια ιστορία για τον καλλιτέχνη ή το έργο, αλλά να εμπνεύσουμε τα παιδιά να είναι δημιουργικά. Μέσα από τα βιβλία αυτά καλούμε τα παιδιά να πειραματιστούν, να σκεφτούν διαφορετικά, να δημιουργήσουν τέχνη τα ίδια. Ξεκινάμε με την ιδέα του έργου που υπάρχει ήδη στο μουσείο ή ενός καλλιτέχνη που εκτιμούμε πολύ τη δουλειά του και που αξίζει να γνωρίσουμε στα παιδιά και μέσα από τις σελίδες των βιβλίων προσπαθούμε να τα προσελκύσουμε να γνωρίσουν τον κόσμο των τεχνών.
Πώς επιλέγετε τα θέματα που θα γίνουν τελικά βιβλία; Ποια είναι τα κριτήριά σας όταν επιλέγετε το επόμενο βιβλίο;
Στο μουσείο υπάρχει μια επιτροπή που ασχολείται αποκλειστικά με τα παιδικά βιβλία. Η ομάδα αυτή αποτελείται από ανθρώπους που γνωρίζουν την Τέχνη, αυτοί είναι οι έφοροι του μουσείου, ανθρώπους που διδάσκουν την Τέχνη, τους εκπαιδευτικούς δηλαδή, ανθρώπους που σχεδιάζουν τα βιβλία, αυτούς που κάνουν την παραγωγή, αυτούς που τα διανέμουν και τους ανθρώπους που θα μας πουν αν το βιβλίο που θέλουμε να βγάλουμε θα πουλήσει ή όχι. Τα πρώτα έξι βιβλία που εκδώσαμε (O κήπος του Ματίς, Το μήλο του Μαγκρίτ, Τι είδε ο Ντεγκά, Ο μικρός Φρανκ αρχιτέκτοντας, Η μικρή Σάρλοτ σκηνοθέτις, Γιαγιόι Κουσάμα) ήταν βιβλία που κατάφεραν να περάσουν στην αντίπερα όχθη του Ατλαντικού και να φτάσουν στη δύσκολη ευρωπαϊκή αγορά. Τα τρία όμως επόμενα που σχεδιάζουμε δεν νομίζω ότι θα έχουν την ίδια τύχη, γιατί είναι αμερικανοκεντρικά και πιο δύσκολα. Το πρώτο είναι για τον ποιητή Frank O’ Hara και φαντάζομαι θα υπάρχει δυσκολία στη μετάφρασή του, λόγω ποίησης. Επισκέφτηκα πρόσφατα την Εκθεση Βιβλίου της Φρανκφούρτης και είδα ποια βιβλία θέλει ο κόσμος και ποια όχι και η ποίηση δεν είναι στα φαβορί… Το δεύτερο βιβλίο θα είναι για τη σημαία της LGBT κοινότητας, την rainbow flag (σημαία ουράνιο τόξο). Αυτό το βιβλίο ίσως καταφέρει να φύγει από την Αμερική, υπάρχουν όμως σίγουρα κάποιες χώρες, όχι τόσο προοδευτικές, που δεν θα δεχτούν να το εκδώσουν. Το βιβλίο αυτό μιλάει για την επιστήμη της κατασκευής των σημαίων (vexillology), για το πώς φτιάχτηκε η σημαία αυτή στο Σαν Φρανσίσκο τη δεκαετία του ’70, τον σχεδιαστή της Gilbert Baker που πέθανε το 2017 και φυσικά για την έννοια της ανοχής και της αποδοχής. Το τρίτο βιβλίο είναι για την Αμερικανοπακιστανή καλλιτέχνη Shahzia Sikander, η οποία είναι πολύ γνωστή στις ΗΠΑ.
Αφού επιλέξετε το θέμα, πώς διαλέγετε τον εικονογράφο;
Κάποιες φορές, όπως με τα βιβλία του Frank Viva (Ο μικρός Φρανκ αρχιτέκτοντας, Η μικρή Σάρλοτ σκηνοθέτις) η επιλογή είναι εύκολη γιατί μιλάμε για καινούργιες ιστορίες που τις δημιουργεί εκείνη τη στιγμή ένας εικονογράφος. Το βιβλίο «Τι είδε ο Ντεγκά» ήταν αυτό που συνδύασε το μοντέρνο με το παραδοσιακό με τον πιο μαγικό τρόπο, καθώς οι πίνακες του Ντεγκά μπλέκονταν με τις εικονογραφήσεις της Ιταλίδας Christina Pieropan. O Ντεγκά δημιούργησε σε μια εποχή όπου άρχισαν να γίνονται πολλές αλλαγές στην κοινωνία, την επιστήμη και τη βιομηχανία και αυτό αποτυπώνεται στα έργα του, αποτυπώνεται η κίνηση. Η Pieropan από την άλλη «ζωντάνεψε» τον κόσμο της εποχής εκείνης και τον συνέδεσε με τα έργα του Γάλλου ρεαλιστή ζωγράφου. Και στο βιβλίο για τον Ματίς, η Christina Amondeo έχει κάνει φανταστική δουλειά. Τώρα, σε γενικές γραμμές μιλώντας, όταν έχεις να κάνεις με τέτοια βιβλία πρέπει να προσέξεις πάρα πολύ τον τρόπο που θα επιλέξεις τον εικονογράφο. Πηγαίνουμε στην έκθεση Παιδικού Βιβλίου της Μπολόνια, σε άλλες εκθέσεις, παρακολουθούμε τι συμβαίνει στον κόσμο του βιβλίου, λειτουργεί όμως πολύ και το word of mouth, κάποιος ξέρει κάποιον που ταιριάζει η αισθητική του με το βιβλίο που θέλουμε να κάνουμε. Κι από εκεί και πέρα, η επιλογή γίνεται όχι από τον τρόπο που ο εικονογράφος θα «αντιγράψει» το έργο του καλλιτέχνη, αλλά από τον τρόπο που θα βρει για να το συμπληρώσει και να το αναδείξει.
Το βιβλίο για τη Ιαπωνέζα Γιαγιόι Κουσάμα, που κυκλοφόρησε πολύ πρόσφατα και στην Ελλάδα, είναι ίσως το μοναδικό μέχρι στιγμής που έχετε δημιουργήσει για έναν καλλιτέχνη που ακόμα ζει. Αναμείχθηκε καθόλου η ίδια η καλλιτέχνις στη δημιουργια του βιβλίου;
Το είδε κι έδωσε την έγκρισή της, αλλά δεν αναμείχθηκε παραπάνω. Δεν μπορείς να γράψεις ένα βιβλίο για κάποιον εν ζωή καλλιτέχνη και να μην τον προσκαλέσεις να το δει. Το βιβλίο μιλάει για την ιστορία της και τον τρόπο που ήθελε να ζωγραφίζει, την «μάχη» που έδωσε με τη μητέρα της για να ζωγραφίζει σύμφωνα με την ιαπωνική παράδοση, ενώ εκείνη ήθελα να ζωγραφίζει τελείες, το σήμα κατατεθέν της πλέον. Οταν πήγε στην Νέα Υόρκη, ανέβηκε στην ταράτσα του ΜοΜΑ και παρατήρησε τον κόσμο από ψηλά και όλα τις φάνηκαν σαν τελείες: οι άνθρωποι, τα αυτοκίνητα στους δρόμους. Το βιβλίο, λοιπόν, αυτό είναι για την τέχνη της και τον τρόπο που ξέφυγε από την παράδοση και πώς εκείνη θα την ήθελε σαν ζωγράφο, χωρίς να υπαινίσσεται τίποτα για την ψυχική της διάθεση (σ.σ. είναι γνωστό ότι η Κουσάμα είχε από μικρή ψευδαισθήσεις), ούτε για τα πρώτα, προκλητικά έργα της, που ούτως ή άλλως τα παιδιά δεν θα μπορούσαν να κατανοήσουν. Στις σελίδες του βιβλιου απλώνεται η κυρίαρχη μορφή έκφρασης της Κουσαμα, οι τελείες.
Πώς προσελκύετε το μικρό σε ηλικία κοινό σας στο μουσείο ή καλύτερα πώς πείθετε τους γονείς ή τους εκπαιδευτικούς να πάρουν τα παιδιά και να επισκεφτούν το μουσείο;
Είναι απλό! Αν είσαι κάτω από 16 η είσοδος για σένα είναι δωρεάν ή αν είναι Παρασκευή βράδυ, που το μουσείο είναι ανοιχτό και δεν υπάρχει εισιτήριο (γέλια). Σοβαρά, όμως τώρα, υπάρχει στο ΜοΜΑ μια εξαιρετική ομάδα που σχεδιάζει εκπαιδευτικά προγράμματα και εργαστήρια. Υπάρχουν τα παραδοσιακά σχολικά γκρουπ που μας επισκέπτονται, αλλά υπάρχουν εργαστήρια και δραστηριότητες ειδικά σχεδιασμένες για οικογένειες. Το ΜοΜΑ είναι ένα μουσείο ανοιχτό στα παιδιά που τα προσκαλεί και τα προκαλεί να μάθουν για την Τέχνη μέσα από τα προγράμματά του, που είναι ειδικά σχεδιασμένα για αυτά. Τα βιβλία που έχουμε εκδόσει είναι κι αυτά ένας τρόπος να προσελκύσουμε το κοινό στο μουσείο. Ο γονιός είναι το κλειδί. Αυτός είναι ο βασικός παράγοντας, αυτός που θα πάρει το παιδί και θα το φέρει στο μουσείο. Θα ανοίξει το πορτοφόλι του, θα αγοράσει το βιβλίο και θα το διαβάσει στο παιδί του. Το πιο σπουδαίο πράγμα είναι όταν ένας γονιός διαβάζει στο παιδί του. Τίποτα δεν μπορεί να υποκαταστήσει τη διάδραση αυτή μεταξύ γονιού και παιδιού.
Ελευθερία να διαβάζεις ό,τι θες
Η συζήτηση με τον κ. Hudson δεν τελείωσε στα θέματα του μουσείου και των εκδόσεων του MoMA, αλλά επεκτάθηκε και στον χώρο του βιβλίου γενικά. Μίλησε για τον τρόπο με τον οποίο βλέπουν το βιβλίο όσοι ασχολούνται με αυτό και πως τόνισε πως “θα πρέπει επιτέλους να παραδεχτούμε οι άνθρωποι που αγαπάμε το βιβλιο, ότι αποτελούμε ένα πολύ μικρό ποσοστό της κοινωνίας, όχι μόνο στην Αμερική, αλλά παντού. Δες τα πιο σημαντικά λογοτεχνικά περιοδικά και διάβασε τις αναγνωσιμότητές τους: δεν ξεπερνούν τους 30 με 35 χιλιάδες συνδρομητές. Παγκοσμίως. Παρόλα αυτά έχουν μεγάλη επιρροή στον χώρο“. Σε ό,τι αφορά στο παιδικό βιβλίο, ο κ. Hudson είπε κάτι που μας βρισκει απολύτως σύμφωνους: “Το λάθος μας είναι ότι τα βιβλία δεν έχουν μπει στα σχολεία όπως θα τους έπρεπε: να δημιουργηθούν δανειστικές βιβλιοθήκες και να δωθεί στα παιδιά η ελευθερία να διαλέξουν το βιβλίο που θέλουν να διαβάσουν, χωρίς όμως να είναι υποχρεωμένα να αποδείξουν πως το διάβασαν μέσω εργαστηρίων και εκθέσεων. Απλώς να το διαβάσουν. Οταν πήγαινα εγώ στο δημοτικό, σιχαινόμουν πραγματικά τα βιβλία που μας ανάγκαζαν να διαβάζουμε. Όμως, ήταν τα βιβλία που εγώ επέλεγα να διαβάσω, κάτω από τα σκεπάσματα, αργά το βράδυ, αυτά που πραγματικά με κέρδισαν και με έκαναν να διασκεδάσω, να χαίρομαι που τα διαβάζω. Ακόμα και τα «κακά» βιβλία, σύμφωνα με τη γνώμη των μεγάλων, των δασκάλων και της μητέρας μου, τα διασκέδασα πολύ, γιατί στην τελική αυτά τα «κακά» βιβλία είναι που θα σε κάνουν να αποκτήσεις κριτήριο στο μέλλον”.