Τα “Ανεμοδαρμένα Ύψη” της Mπροντέ και οι διασκευές κλασικών έργων για παιδιά

Τα “Ανεμοδαρμένα ύψη” της Έμιλι Μπροντέ είναι το αγαπημένο μου μυθιστόρημα. Έχουν περάσει πολλά χρόνια από τότε που το διάβασα (30 ή 35). Αν και δε θυμόμουν λεπτομέρειες πολλές, μέσα μου είχε χαραχθεί η μελαγχολική, μανιασμένη και μακάβρια ατμόσφαιρα, το σκοτεινό και άγριο ύφος, ο ανεκπλήρωτος έρωτας, η σκληρότητα των χαρακτήρων και η βιαιότητα που ελλόχευε μέσα τους και πως αυτή αποκαλυπτόταν όσο μεγάλωναν και από παιδιά γίνονταν… τέρατα, έρμαια των παθών τους.

Κάτι που με είχε συναρπάσει, επίσης, είναι ότι είχα συναντήσει τους ήρωες και τις ηρωίδες στην παιδική τους ηλικία και όσο πιο βαθιά έμπαινα στα σπίτια και στις ψυχές τους έβλεπα να μεγαλώνουν, να ενηλικιώνονται. Ο ανεκπλήρωτος έρωτας μετατρέπει αυτά τα παιδιά σε άγριους (κακούς) ενήλικες που θέλουν να εκδικηθούν και εμφανίζουν τα κρυφά σκοτεινά στοιχεία του χαρακτήρα τους.

Χάρηκα τόσο πολύ που η διασκευή της Αργυρώς Πιπίνη (εικονογράφηση Ρένια Μεταλληνού, εκδ. Διόπτρα, 2023) στάθηκε η αφορμή να ξαναθυμηθώ όλα εκείνα που είχα ξεχάσει, αλλά και να με οδηγήσει στο πρωτότυπο. Το διασκευασμένο κείμενο ξύπνησε μέσα μου όλες τις μνήμες της πρώτης ανάγνωσης. Ένιωσα την ατμόσφαιρα, άκουσα τους μανιασμένους ήχους του αέρα και της βροχής, το τρίξιμο του παραθύρου και των ξύλων στο τζάκι, μύρισα το υγρό χώμα. Η ανάγνωση με συνεπήρε. Το πνεύμα του βιβλίου ήταν εκεί, ζωντανό! Και δεν μπορούσα να καταλάβω πώς είχε καταφέρει η συγγραφέας που ανέλαβε τον ρόλο της διασκευής να το μεταφέρει ενώ έχει αφαιρέσει πολλά αποσπάσματα από το πρωτότυπο, ώστε να γίνει το κείμενο κατάλληλο για μικρούς αναγνώστες. Δεν μπορούσα να καταλάβω τι ήταν αυτό που είχε κρατήσει η συγγραφέας «στη σκιά» κι έτσι προέκυψε μέσα μου μια ερώτηση: πότε τελικά μια διασκευή θεωρείται καλή;

Συνειδητοποιώντας όλα όσα είχα νιώσει κατά την ανάγνωση έδωσα μόνη μου την απάντηση – νομίζω. Όταν ένα κείμενο μεταφέρει στον αναγνώστη με τρόπο ανεπιτήδευτο συναισθήματα, όταν ρέει σαν ποτάμι ο λόγος από το ένα κεφάλαιο στο άλλο, όταν δε θες να το αφήσεις από τα χέρια σου και ξαναγυρίζεις πίσω, είτε για να διαβάσεις κάποια σημεία ξανά, είτε για να συμβουλευτείς το γενεαλογικό δέντρο (έξοχη ιδέα), αυτό οφείλεται στην ικανότητα της συγγραφέα που έχει αναλάβει το έργο της διασκευής αφενός να χρησιμοποιήσει τις σωστές λέξεις, αφετέρου να έχει το κριτήριο να επιλέξει σωστά τα στοιχεία που θα δώσει στον νεαρό αναγνώστη και αυτά που «θα κρατήσει στη σκιά», όπως λέει και η ίδια στο εισαγωγικό της σημείωμα.

Τον συναρπαστικό χαρακτήρα της ανάγνωσης ενίσχυσε η εικονογράφηση της Ρένιας Μεταλληνού που ακολουθεί ισορροπημένα και επεξηγηματικά το κείμενο με σαφείς αναφορές και στην προσωπική της ανάγνωση. Με εντυπωσίασε η σημασία που δίνει στα βλέμματα και ο εικονογραφικός τρόπος που εστιάζει σ’ αυτά. Ακόμα και σε προφίλ, τα μάτια είναι σαν να κοιτούν τον αναγνώστη, τα βλέμματα διαπεραστικά, μιλάνε. «Τα μάτια είναι ο καθρέφτης της ψυχής», κάτι που επιβεβαιώνεται εκπληκτικά στο κορυφαίο, κατά τη γνώμη μου, σαλόνι του βιβλίου: σαν φακοί επαφής και στα δύο μάτια της Κάθριν είναι το πρόσωπο του Χήθκλιφ. Τα σώματα, πάλι, είναι πάντα σε κίνηση, ακόμα και αν φαινομενικά είναι ακίνητα κάποιες φορές. Οι εικόνες εδώ είναι «ρήματα»! Πάντα κάνουν κάτι. Κάποιες φορές είναι μέρος του κειμένου ή αιωρούνται σε λευκό φόντο, άλλοτε είναι απόκοσμες, ολοσέλιδες ή σαλόνια. Και ενώ στην παλέτα της εικονογράφου κυριαρχούν τα σκούρα, μουντά και μελαγχολικά χρώματα, (χαρά για όσους αγαπάμε το φθινόπωρο) όπου η δράση εκτυλίσσεται μέσα στα νοικοκυρεμένα υπνοδωμάτια (της Φράνσις, του Λόκγουντ και της Κάθριν) τα χρώματα είναι ζεστά και έντονα, αποπνέουν ηρεμία, θαλπωρή και ειλικρινή αγάπη, ενώ ο ήχος της σιωπής είναι εκκωφαντικός. Η τελευταία εικόνα, ωστόσο, επιφυλάσσει στον αναγνώστη ένα χρωματικό ξάφνιασμα: το πράσινο της φύσης που οργιάζει από ζωή ανάμεσα στους τάφους της Κάθριν, του Έντγκαρ και του Χήθκλιφ, μαζί με τα δύο κοράκια που στέκονται πάνω στους τάφους του τραγικού ζευγαριού συμβολίζουν την αιώνια ένωσή τους, την ηρεμία της ψυχής τους, τη γαλήνη.

Θεωρώ τη διασκευή κλασικών αριστουργημάτων για νεαρούς αναγνώστες εξαιρετικά απαιτητική διαδικασία, ωστόσο προβληματίζομαι αν, τελικά, είναι αναγκαίο να διασκευάζονται τέτοια κείμενα για αυτές τις ηλικίες. Θα οδηγήσουν άραγε τους μικρούς αναγνώστες κάποια στιγμή και στο πρωτότυπο και τελεικά χρειάζεται να το διαβάσει από την ηλικία των 11 ετών, ενώ μπορεί να διαβάσει τόσα άλλα βιβλία που ανταποκρίνονται στην ηλικία του και στα ενδιαφέροντά του; Για να βρω απαντήσεις σε αυτές τις ερωτήσεις μου απευθύνθηκα στην Αργυρώ Πιπίνη που πολύ πρόθυμα μου απάντησε.

H συγγραφεάς Αργυρώ Πιπίνη που ανέλαβε το έργο της διασκευής του βιβλίου της Μπροντέ

Κάνατε και μετάφραση ταυτόχρονα με τη διασκευή ή χρησιμοποιήσατε μεταφρασμένο κείμενο; Αν ναι, ποιο;
Είχα δίπλα μου δύο βιβλία ― μια μετάφραση του Άρη Μπερλή από τις εκδόσεις Άγρα, μια παλιά αγγλική έκδοση της Penguin με σχόλια και κάνα δυο λεξικά. Αργότερα έμαθα πως κυκλοφορούσε ακόμα μια έγκυρη ελληνική μετάφραση από την Αργυρώ Μαντόγλου με επίμετρο της Τ. Κ. Όουτς από τις εκδόσεις Ψυχογιός. 

Η διασκευή είναι μια σύνθετη διαδικασία, λοιπόν. Πόσο δύσκολη είναι; Τι απολαμβάνετε περισσότερο; Μετάφραση ή διασκευή; Είναι και η μετάφραση ένα είδος διασκευής;
Η μετάφραση δεν είναι σε καμία περίπτωση διασκευή ― πρέπει να ακολουθείς ευλαβικά, αλλά όχι πιστά, τις λέξεις του συγγραφέα. Ναι, σωστά το θέσατε― η διασκευή είναι σύνθετη και δύσκολη διαδικασία, ιδιαίτερα οι διασκευές που απευθύνονται σε νεαρούς αναγνώστες· τι θα συμπεριλάβεις από το κείμενο, τι θα αφήσεις απέξω, τι λεξιλόγιο θα χρησιμοποιήσεις που να μην ξενίζει, αλλά και να μην απομακρύνεται από το αρχικό κείμενο. Ανατρέχεις σε σχολιασμό, σε κείμενα που αφορούν την εποχή, σε άλλες μεταφράσεις. Απολαμβάνω εξίσου και τη μετάφραση και τη διασκευή· στη διασκευή είσαι και συγγραφέας.

Με ποια κριτήρια επιλέξατε όμως ποια σημεία θα “αφήσετε στη σκιά”; 
Σκεφτόμουν την ηλικία των αναγνωστών. Κάτι που, γενικά, δεν έχω κατά νου, όταν γράφω, αλλά μιλάμε για ένα μυθιστόρημα σκοτεινό ―και δεν αναφέρομαι μόνο στον θάνατο― , ένα μυθιστόρημα υπόγεια βίαιο. Επίσης ήθελα στο κείμενο που θα παρέδιδα να υπάρχει ξεκάθαρο το προφίλ των αντιφατικών ηρώων μέσα στα πλαίσια των λέξεων που είχα στη διάθεσή μου. Και απαντώ κάπως έτσι και στην επόμενη ερώτησή σας όσον αφορά την ανάγνωση των πρωτότυπων κειμένων από νεαρούς αναγνώστες.

“Σήκωσα την κουρτίνα στους νεαρούς αναγνώστες, ώστε, μεγαλώνοντας να διαβάσουν το μυθιστόρημα και να μαγευτούν και να εκτιμήσουν και τις άλλες του αρετές (…)”. Ένας αναγνώστης που είναι σε θέση να διαβάσει το διασκευασμένο κείμενο, δεν είναι ήδη έτοιμος να διαβάσει και το πρωτότυπο, όπως κάναμε και εμείς κάποτε, που δεν υπήρχαν τόσα παιδικά βιβλία ούτε φυσικά διασκευές;
Εμείς, τότε παλιά, διαβάζαμε πολλές φορές κείμενα με κομμένα ολόκληρα κεφάλαια από τους μεταφραστές των βιβλίων. Έχω ακόμα στη βιβλιοθήκη μου αυτά τα βιβλία. Όταν πήρα στα χέρια μου ως νεαρή φοιτήτρια το βιβλίο της Μπροντέ στα αγγλικά, έμεινα έκπληκτη από την έκτασή του ― πάνω από 400 σελίδες. 

Πιστεύετε ότι είναι απαραίτητο να διασκευάζονται για παιδιά τα κλασικά κείμενα που απευθύνονται σε μεγαλύτερες ηλικίες;
Αν γίνεται με σεβασμό στο κλασικό κείμενο και στα παιδιά, θα απαντήσω θετικά. Τα βιβλία της σειράς στην οποία εντάσσονται και τα Ανεμοδαρμένα Ύψη είναι μια πολύ όμορφη σειρά. Ο Μιχάλης Μακρόπουλος κι εγώ που έχουμε αναλάβει τα κείμενα, οι εικονογράφοι, αλλά και η εκδοτική προσοχή από τη Διόπτρα φροντίζουν γι’ αυτό. 

Πότε τελικά μία διασκευή θεωρείται καλή;
Όταν αναδίνει το άρωμα του συγγραφέα, όταν δεν παραθέτει μόνο γεγονότα στη σειρά, αλλά καταφέρνει να αποτυπώσει το κλίμα και την ατμόσφαιρα μιας εποχής, τα συναισθήματα των ηρώων, τον κοινωνικό περίγυρο, όταν προκαλεί έντονα συναισθήματα όταν είναι δηλαδή μια καλή ιστορία. Θα ήταν υπέροχο αν όσοι γράφουμε για παιδιά κάναμε μία και δύο βόλτες στους κλασικούς, ως ενήλικοι αναγνώστες, πριν αρχίσουμε να γράφουμε. Θα μπορούσα να πω πολλά όσον αφορά αυτή την ερώτηση ― ίσως μια άλλη φορά.

Κλείνοντας, θα καταθέσω μια προσωπική εμπειρία. Τον Ιούνιο, λίγο πριν κλείσουν τα σχολεία, επισκέφθηκε τη βιβλιοθήκη στο Παράρτημα Τριφυλίας στη Μεσσηνία, όπου εργάζομαι, ένα σχολείο. Με πλησίασε ένα κορίτσι 10 ετών και με ρώτησε αν έχουμε τις «Μεγάλες Προσδοκίες» (διασκευή Α. Πιπίνη, εικ. Αιμιλία Κονταίου). Χάρηκα που μου το ζήτησε και της έφερα τη διασκευή της ίδιας σειράς της Διόπτρας. «Δεν θέλω αυτό», είπε. Αυτό το έχω διαβάσει, θέλω το άλλο, το κανονικό, για τους μεγάλους».

ΜΟΙΡΑΣΕ ΤΟ

Φίλοι δεμένοι με κλωστή

Δεν είναι τόσο το είδος του βιβλίου που μας ξαφνιάζει -για πρώτη φορά καταπιάνεται με εικονοβιβλίο η Ελένη Γεωργοστάθη- όσο

Ποιος έκλεψε τον ύπνο της Στέλλας;

Η Γαρυφαλιά Τεριζάκη, Νηπιαγωγός και Υπεύθυνη «Βιβλιοθήκης Τριφυλίας», παράρτημα της ΔΗΚΕΒΙ Καλαμάτας, γράφει στη στήλη της “Απρόσμενες συναντήσεις με βιβλία”