Οταν είχε πρωτοκυκλοφορήσει το “Χάθηκε η μπάλα!” είχα εκπλαγεί ευχάριστα από την αμεσότητα του λόγου, τη ροή της ιστορίας, την ενδιαφέρουσα πλοκή που κρατούσε τον αναγνώστη. Ήταν ένα βιβλίο που αν και απεθύνεται σε παιδιά με διασκέδασε ως ενήλικη αναγνώστρια και με έκανε να σκεφτώ πιο βαθιά πάνω στα θέματα που έθετε η συγγραφέας του και τον τρόπο με τον οποίο τα αντιμετώπιζαν οι χαρακτήρες του βιβλίου της. Η Μπάλα 2 είναι εδώ (Χάθηκε η μπάλα… ξανά!) και το συναίσθημα που άφησε το πρώτο βιβλίο δεν άλλαξε στο παραμικρό, για να μην πω ότι ξεπέρασε όποιες προσδοκίες και έσβησε όποια φοβία υπάρχει για τα δεύτερα βιβλία. Με αφορμή τη σημερινή κυκλοφορία του νέου της βιβλίου, η Κόκκινη Αλεπού μιλάει με την Ελένη Γεωργοστάθη για τη συνέχεια της Μπάλας, την απόλαυση της ανάγνωσης, τις πρωταγωνίστριές της, τα στερεότυπα των φύλων και, φυσικά, το μπάσκετ.
Το Χάθηκε η μπάλα! αποκτά συνέχεια, τέσσερα χρόνια μετά. Υπήρχε από την αρχή η επιθυμία η Μπάλα να συνεχιστεί;
Το ακριβώς αντίθετο. Όχι μόνο δεν υπήρχε εξαρχής τέτοια πρόθεση, αλλά και αφού κυκλοφόρησε το βιβλίο ήμουν πεπεισμένη ότι δε θα μπορούσε να έχει συνέχεια. Η ιδέα προέκυψε την άνοιξη του 2019 και ήταν τόσο κεραυνοβόλα που εξέπληξε κι εμένα την ίδια. Η αλήθεια είναι ότι δε θα έμπαινα στη διαδικασία να γράψω την Μπάλα νούμερο 2 αν δεν ήμουν πεπεισμένη ότι είχα κάτι καινούργιο να πω και όχι να αναμασήσω ή να ξεχειλώσω όσα ήδη είχαν ειπωθεί στο πρώτο βιβλίο. Έτσι κι αλλιώς, πρόκειται για μια αρκετά διαφορετική ιστορία, με τους ίδιους πάντως πρωταγωνιστές.
Τι έχει αλλάξει στο πέρασμα των τεσσάρων αυτών χρόνων στους βασικούς χαρακτήρες του βιβλίου;
Μπορεί η έκδοση του πρώτου και εκείνη του δεύτερου βιβλίου να απέχουν μεταξύ τους τέσσερα χρόνια, αλλά η χρονική απόσταση που χωρίζει την πλοκή του ενός από εκείνη του άλλου είναι αρκετά μικρότερη. Στο δεύτερο βιβλίο ο Αντρέας με τον Γιάννη είναι περί τον ένα χρόνο μεγαλύτεροι απ’ ό,τι στην Μπάλα νούμερο 1, η Σόφη και η Φώφη παίζουν πλέον μπάσκετ στην ομάδα της περιοχής τους, ενώ ο μπαμπάς του Αντρέα έχει αποκατασταθεί επαγγελματικά. Κάποιοι χαρακτήρες έχουν ωριμάσει, κάποιοι άλλοι αποκαλύπτουν πτυχές της προσωπικότητάς τους που δεν είχαμε αντιληφθεί στο πρώτο βιβλίο, ενώ γούστα, ενδιαφέροντα και χόμπι έχουν διαφοροποιηθεί, όπως συχνά γίνεται με τους προεφήβους.
Πώς πρoέκυψε η ιδέα;
Ένα ανοιξιάτικο απόγευμα του 2019 πήγα τις κόρες μου για προπόνηση στο κλειστό της περιοχής μας. Ήταν κάτι που έκανα σ’ όλη τη διάρκεια της χρονιάς. Εκείνο όμως ειδικά το απόγευμα, μπαίνοντας στο κλειστό, σκέφτηκα ότι σ’ ένα τέτοιο γήπεδο θα έπαιζαν πλέον οι δίδυμες της Μπάλας νούμερο 1, η Σόφη κι η Φώφη. Τις έκανα εικόνα, τις είδα να προπονούνται, να παίζουν αγώνες, να παθιάζονται για τη νίκη, να απογοητεύονται με την ήττα, να τα βάζουν η μία με την άλλη… «Και φυσικά, όπως όλα τα παιδιά που παίζουν μπάσκετ, θα θαυμάζουν κι αυτές τον Γιάννη», είπα στον εαυτό μου καθώς έβγαινα πια από το κλειστό. Και τότε μια φωνούλα μέσα μου ψιθύρισε: «Γιατί τον Γιάννη και όχι τη Μαρία;» Αυτό ήταν. Ήξερα πια ότι είχα την πρώτη ύλη για μια νέα ιστορία.
Πόσο εύκολο ή δύσκολο είναι μια ιστορία να αποκτήσει συνέχεια; Πώς καταφέρνει κανείς να κρατήσει αμείωτο το ενδιαφέρον του αναγνωστη, όταν ήδη γνωρίζει το πλαίσιο στο οποίο κινείται η ιστορία που διαβάζει;
Όπως είπα και πιο πάνω, το βιβλίο αυτό δε θα γραφόταν αν δεν είχα μια καινούργια ιστορία να πω. Μια ιστορία που, παρότι περιστρέφεται γύρω από οικεία πρόσωπα, φωτίζει διαφορετικές καταστάσεις. Έτσι, ο φακός πλέον μετατοπίζεται από το σπίτι του Αντρέα, που ήταν το κατεξοχήν σκηνικό του πρώτου βιβλίου, σε αυτό του Γιάννη, της Σόφης και της Φώφης. Κι όταν λέω σπίτι, δεν αναφέρομαι μόνο στους τοίχους και στα έπιπλα, αλλά και στο κλίμα, στις εντάσεις, στις δύσκολες ισορροπίες που επικρατούν σε μια οικογένεια. Ήδη από το πρώτο βιβλίο είχαμε υποψιαστεί κάποια πράγματα για την οικογένεια των διδύμων και του Γιάννη. Πάνω σε αυτή την πρώτη ύλη πάτησα για να εμβαθύνω περισσότερο στη δική τους πραγματικότητα, γεγονός που προϋπέθετε από μέρους μου μια αρκετά διαφορετική ματιά σε σχέση με εκείνη του πρώτου βιβλίου, αφού και οι δυναμικές των σχέσεων ήταν πολύ διαφορετικές. Αυτό, με τη σειρά του, γέννησε μια σειρά από προβληματισμούς, με κυρίαρχο αυτόν που είχε να κάνει με την πειστικότητα της φωνής του αφηγητή. Εκεί χρειάστηκε να κάνω μια κάπως αναπάντεχη επιλογή, που θέλω να ελπίζω ότι έδωσε στο κείμενό μου την αμεσότητα που αναζητούσα.
Ενώ οι πρωταγωνίστριες της ιστορίας είναι η Σόφη και η Φώφη, o αφηγητής είναι αγόρι. Γιατί έγινε αυτό; Τι εξυπηρετεί;
Δε θα έλεγα ότι στην ιστορία πρωταγωνιστούν μόνο οι δίδυμες, αλλά και ο Γιάννης με τον Αντρέα. Σε μεγάλο βαθμό εξάλλου οι δυο τους είναι που προωθούν τη δράση στην προσπάθειά τους να βοηθήσουν τα κορίτσια να ξεπεράσουν τις δυσκολίες τις οποίες αντιμετωπίζουν. Ήταν σημαντικό για μένα η ιστορία αυτή να περάσει στον αναγνώστη μέσα από τα μάτια ενός αγοριού, όχι μόνο γιατί επιζητούσα μια πιο παιδική, και ίσως ανάλαφρη και χιουμοριστική, προσέγγιση, αφού η Σόφη κι η Φώφη είναι έφηβες, αλλά κυρίως γιατί πεποίθησή μου είναι ότι γυναίκες και άντρες δε βρισκόμαστε αναγκαστικά σε διαφορετικά στρατόπεδα σε ό,τι έχει να κάνει με το ζήτημα των στερεοτύπων, αθλητικών ή μη, όπως και του τρόπου με τον οποίο αυτά επηρεάζουν τις προσδοκίες που τρέφουν οι γονείς για τα παιδιά τους. Μπορεί το φύλο μας να έχει σε συντριπτικό βαθμό πληγεί από περιορισμούς και διακρίσεις, ωστόσο δεν είναι λίγα και τα αγόρια που έχουν εγκλωβιστεί σε γονικά πρότυπα και φιλοδοξίες που ούτε τα αφορούν ούτε τους ταιριάζουν, όπως, φυσικά, και οι γυναίκες οι οποίες συστηματικά και φανατικά, θα έλεγα, υποστηρίζουν τα πιο παρωχημένα στερεότυπα γύρω από τους ρόλους των δύο φύλων.
Όλη η ιστορία του βιβλίου περιστρέφεται γύρω από το γυναικείο μπάσκετ. Γιατί το επιλέξατε; Τι ήταν αυτό που σας κίνησε το ενδιαφέρον να μιλήσετε για το συγκεκριμένο άθλημα;
Προφανώς υπάρχει ένα βιωματικό υπόστρωμα. Τα παιδιά μου τα τελευταία χρόνια παίζουν μπάσκετ. Τα γήπεδα του μπάσκετ λοιπόν, το κλίμα των αγώνων μού είναι οικεία. Όπως κι ο τρόπος με τον οποίο εκεί μέσα ξεδιπλώνονται παιδικά κι εφηβικά όνειρα κι ανασφάλειες, γονικά απωθημένα και φιλοδοξίες, σεξιστικά και ρατσιστικά στερεότυπα κ.ο.κ. Στα γήπεδα καθρεφτίζεται με εκπληκτική ευκρίνεια η κοινωνία μας, η κάθε κοινωνία, οι αξίες της, τα όνειρά της, και κυρίως οι παθογένειές της. Αν βάλει κανείς στην εξίσωση και την άβυσσο που χωρίζει τον γυναικείο ομαδικό αθλητισμό από τον αντρικό, κατανοεί πως η συγκεκριμένη επιλογή ήταν εξόχως ελκυστική. Από την άλλη, στο βιβλίο σημαντικό ρόλο διαδραματίζει κι ένα άλλο, μάλλον αδικημένο και όχι τόσο λαοφιλές άθλημα: το πινγκ πονγκ. Γιατί το πινγκ πονγκ, θα μου πείτε. Δεν ξέρω, μάλλον, αν κρίνω κι από τις επιλογές κάποιων από τους ήρωες του βιβλίου μου, με γοητεύουν οι ιστορίες εκείνες στις οποίες η καρδιά δε μας πάει σε ό,τι λάμπει αλλά σε ό,τι αληθινά μάς αφορά και μας ταιριάζει.
Στο τέλος του βιβλίου υπάρχει μια υποσημείωση για το όνομα της φανταστικής Ελληνίδας μπασκετμπολίστριας που πρωταγωνιστεί στην ιστορία της Μπάλας, του ινδάλματος της Φώφης και της Σόφης, και αναφέρετε πως μέρος της έμπνευσης ήταν μεταξύ άλλων και ο Γιάννης Αντετοκούμπο. Για ποιον λόγο επιλέξατε να τον αναφέρετε και πώς ένας άνδρας αθλητής μπορεί να εμπνεύσει ένα κορίτσι να ασχοληθεί με το άθλημα;
Η αλήθεια είναι ότι η εντελώς φανταστική κι ουρανοκατέβατη Μαρία προσγειώθηκε αίφνης στο μυαλό μου εκείνο το απόγευμα στο κλειστό της περιοχής μου ως ένας θηλυκός Γιάννης. Από μια άποψη, έχει αρκετά κοινά στοιχεία με τον Γιάννη, ενδεχομένως και κάποια παρεμφερή βιώματα ως παιδί οικογένειας μεταναστών κι η ίδια από την Αφρική. Έχει, φυσικά, και διαφορές, αλλά αυτές ας αφήσουμε τους αναγνώστες να τις ανακαλύψουν.
Όσο για το δεύτερο σκέλος του ερωτήματος, θα απαντήσω λίγο αντίστροφα: Σε ένα από τα σχολεία που είχα επισκεφθεί πριν από τρία χρόνια για να μιλήσουμε με τα παιδιά για το Χάθηκε η μπάλα! ρώτησα τους μαθητές ποιος ήρωας του βιβλίου θα ήθελαν να είναι. «Η Σόφη ή η Φώφη», απάντησε ένα αγόρι, κι όταν τον ρώτησα γιατί, η απάντησή του ήταν αφοπλιστική: «Γιατί παίζουν πολύ καλό μπάσκετ». Θυμήθηκα αυτή τη στιχομυθία όταν πριν από κάποιους μήνες διάβασα κάπου ότι ο Μίλτος Τεντόγλου το 2018, στο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα στο Βερολίνο, είχε αναγνωρίσει στο πρόσωπο της εθελόντριας που ίσιωνε την άμμο στο σκάμμα τη Χάικε Ντρέσλερ και την είχε πλησιάσει για να της εκφράσει τον θαυμασμό του. Τα μεγάλα αθλητικά επιτεύγματα γεννούν τον θαυμασμό, είτε προέρχονται από άντρες είτε από γυναίκες. Κι είναι υπέροχο να βλέπεις αγόρια να θαυμάζουν μεγάλες αθλήτριες ή κορίτσια να εμπνέονται από σπουδαίους αθλητές. Ο αθλητισμός ως εμπειρία και ως βίωμα ανήκει σε όλους μας, γυναίκες και άντρες. Μακριά από στερεότυπα που χωρίζουν τα αθλήματα σε αντρικά και γυναικεία και με ζητούμενο μόνο τη χαρά που αυτά προσφέρουν σε όσους έχουν την τύχη να ασχοληθούν μαζί τους.
Όπως και στο πρώτο βιβλίο, έτσι κι εδώ θίγονται κάποια πολύ σοβάρα κοινωνικόπολιτικά θέματα, χωρίς όμως ο αναγνώστης να αισθάνεται αμήχανα ή έχοντας την αίσθηση ότι του επιβάλλονται διαβάζοντάς το. Πώς κατορθώνετε να μιλάτε για θέματα όπως ο ρατσισμός ή τα κοινωνικά στερεότυπα χωρίς να υπάρχει ίχνος διδακτισμού; Χαίρομαι που το λέτε αυτό. Ίσως έχει να κάνει με το ότι η αρχή, αυτό που πυροδοτεί τη διαδικασία του γραψίματος μέσα μου, είναι οι ίδιες οι ιστορίες. Αυτές και τα πρόσωπα που τις κουβαλάνε, οι χαρακτήρες τους δηλαδή, με πάνε σε όλα τα υπόλοιπα: στις ιδέες, στα νοήματα, στις όποιες θεματικές. Που κι αυτά έρχονται στην επιφάνεια ως απόρροια της κουβέντας μου με τους χαρακτήρες μου, του σκαψίματός μου στη ζωή και στο εσώτερο είναι τους, της ζύμωσής μου με τον τρόπο σκέψης τους, της ανάγκης μου να είναι όσο γίνεται αληθινοί στις συμπεριφορές τους και συνεπείς ως προς συγκεκριμένα χαρακτηρολογικά στοιχεία τους. Στο συγκεκριμένο βιβλίο αυτό που από νωρίς κατάλαβα για ορισμένους από τους χαρακτήρες ήταν η ανάγκη τους να κυνηγήσουν το όνειρό τους, ανεξάρτητα από εμπόδια, προκαταλήψεις, αποθαρρυντικές συμπεριφορές στο οικογενειακό ή στο κοινωνικό περιβάλλον τους. Και νομίζω ότι κυρίως γι’ αυτή τη σύγκρουση των ονείρων με την όχι και τόσο φιλική προς αυτά πραγματικότητα ήθελα να μιλήσω. Όλα τα υπόλοιπα προέκυψαν στην πορεία, αν και ζητούμενό μου δεν ήταν να τα αναγάγω σε κάποιο αφηρημένο ή ηρωικό πλαίσιο, αλλά να τα καταγράψω ως βιωμένη πραγματικότητα στους χώρους όπου κινούνταν οι πρωταγωνιστές του βιβλίου: στο σπίτι, στη γειτονιά, στο γήπεδο. Έτσι, για παράδειγμα, ο ρατσισμός δεν εκδηλώνεται με τη μορφή απροκάλυπτης, ακραίας βίας, αλλά μέσα από μια καθημερινή πράξη που αφήνει να διαφανεί η έλλειψη εμπιστοσύνης προς τον άλλο και τη δουλειά του λόγω του χρώματος και της καταγωγής του. Έτσι κι αλλιώς, πιστεύω πως η καθημερινότητα στις πιο τετριμμένες της εκφάνσεις είναι αυτή που μας πετάει κατάμουτρα προκλήσεις και διλήμματα – μέσα απ’ αυτή, κι όχι σε κενό αέρος, προκύπτει η τριβή με τα «υψηλά και τα μεγάλα».
Μιλήσατε πριν για γονικά απωθημένα και τις προσδοκίες που έχουμε ως γονείς από τα παιδιά μας και στη συγκεκριμένη περίπτωση τις προσδοκίες που έχουν ο πατέρας και η μητέρα των διδύμων και του Γιάννη. Πώς αντικατοπτρίζεται αυτό στο βιβλίο και πώς το αντιμετωπίζουν τα ίδια τα παιδιά-πρωταγωνιστές της ιστορίας;
Σε αντίθεση με τους γονείς του Αντρέα, στο πρώτο βιβλίο, που είναι αρκετά ανοιχτόμυαλοι, στοιχείο που αναδεικνύεται και στην Μπάλα νούμερο 2, οι γονείς του Γιάννη και των κοριτσιών εμφανίζονται αρκετά πιο «παραδοσιακοί». Δεν ενθουσιάζονται με τις επιδόσεις της Σόφης και της Φώφης στο μπάσκετ, το οποίο ο μπαμπάς θεωρεί κατεξοχήν αντρικό άθλημα κι η μαμά χάσιμο χρόνου. Επιπλέον, ο μπαμπάς θεωρεί προδιαγεγραμμένη τη μελλοντική ενασχόληση του γιου του με την καλαθοσφαίριση, αδιαφορώντας για τις δικές του επιθυμίες. Δεν είναι κάτι ασυνήθιστο όλο αυτό, προσωπικά το έχω συναντήσει πολλές φορές στη διαδρομή μου κυρίως ως μητέρας. Γονείς πεπεισμένοι ότι η τάδε ξένη γλώσσα, το δείνα άθλημα, το χι επάγγελμα και το ψι χόμπι είναι τα ιδανικά για τα παιδιά τους, μόνο και μόνο επειδή οι ίδιοι κάποια στιγμή στη ζωή τους ασχολήθηκαν ή θα ήθελαν να ασχοληθούν με αυτά. Μια άκρως υποτιμητική στάση, που βγάζει από την εξίσωση τους κατεξοχήν ενδιαφερόμενους.
Όσο για το πώς διαχειρίζονται τα παιδιά στο δικό μου βιβλίο τη συμπεριφορά των γονιών τους… νομίζω με μια ευρεία γκάμα συναισθημάτων, από την απογοήτευση και τον θυμό μέχρι το πείσμα και την αδιαφορία – ανάλογα με τον χαρακτήρα και τις αντοχές του ο καθένας. Μένει να φανεί το αν θα καταφέρουν τελικά να μεταπείσουν τους γονείς τους ή αν εκείνοι αποδειχτούν καταλύτες στις τελικές επιλογές του Γιάννη και των κοριτσιών.
Τελικά, κ. Γεωργοστάθη, τι είναι πιο σημαντικό σε ένα βιβλίο που απευθύνεται σε παιδιά: το ηθικό δίδαγμα και τα «μηνύματα» ή το να περάσει το παιδί καλά διαβάζοντας;
Το πρόβλημα όταν μιλάμε για βιβλία τα οποία απευθύνονται σε παιδιά έγκειται ακριβώς στην έννοια που επιλέγουμε να δώσουμε στις λέξεις «απόλαυση» και «χαρά», συγχέοντάς τες σε ορισμένες περιπτώσεις με την ευκολία, τη ρηχότητα, τη φτηνή διασκέδαση. Παραγνωρίζουμε έτσι ότι ένας καλλιεργημένος αναγνώστης, ενήλικας ή μη, έχει απαιτήσεις και απολαμβάνει βιβλία τα οποία τις καλύπτουν. Όπως και ότι συχνά η ανάγκη για διδαχή και προβολή βαθύτερων νοημάτων δε συνεπάγεται μεγαλύτερη λογοτεχνική αρτιότητα, αλλά μπορεί και να τη στραγγαλίζει. Σίγουρα είναι ζωτικής σημασίας να απολαμβάνουν, να χαίρονται τα παιδιά αυτά που διαβάζουν. Αν εμείς έχουμε κάτι να τους προσφέρουμε ως ενήλικες, αυτό είναι η αβίαστη τόνωση του αισθητικού τους κριτηρίου, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τις τωρινές και μελλοντικές αναγνωστικές τους επιλογές.
Τα Χάθηκε η Μπάλα και Χάθηκε η μπάλα… ξανά κυκλοφορούν από τις Εκδόσεις Ψυχογιός σε εικονογράφηση Λέλας Στρούτση.