Λιλή Λαμπρέλλη: Αγαπούν τα παραμύθια όσοι μπορούν να τ’ αφουγκράζονται

Η Λίλη Λαμπρέλλη φωτογραφημένη από τον Σπύρο Παλούκη

Η Λίλη Λαμπρέλλη είναι μια από τις πιο γνωστές αφηγήτριες και συγγραφείς παραμυθιών στην Ελλάδα. Με περισσότερα από 15 βιβλία για παιδιά και ενήλικες στο βιογραφικό της, αλλά και μεταφράσεις βιβλίων που αφορούν το λογοτεχνικό είδος των παραμυθιών, ασχολείται από το 1998 με την αφήγηση λαϊκών παραμυθιών προφορικής παράδοσης. Μυήθηκε στα παραμύθια από την ανθρωπολόγο Nicole Belmont και πολλούς παραμυθάδες, όπως τον Αφρικανό Maurice Boycasse, τον Άραβα Hamadi, τον Βέλγο Stephane van Hoecke, τον Γάλλο Michel Hindenoch κ.ά. Όμως δάσκαλό της θεωρεί έναν από τους μεγαλύτερους γάλλους αφηγητές, τον Henri Gougaud, του οποίου την ομάδα ανήκει, ενώ έκανε και τη μετάφραση του βιβλίου του «Το γέλιο του βατράχου ή Πώς τα παραμύθια μπορούν να σου αλλάξουν τη ζωή». Η Βασιλεία Βαξεβάνη κάνει μια εφ’ όλης της ύλης συζήτηση με τη Λίλη Λαμπρέλλη και μιλούν για τα παραμύθια που και οι δύο υπηρετούν.

Από τον λόγο στο χαρτί και από το χαρτί στον λόγο. Κινείστε πάντα ανάμεσα στο παραδοσιακό, αφηγηματικό παραμύθι και στο λογοτεχνικό παραμύθι. Πώς διαχωρίζονται αυτά τα δύο; Ποια είναι η σύνδεση για εσάς ανάμεσα στα δύο;
Tα περισσότερα ως τώρα γραψίματά μου αφορούν το λαϊκό παραμύθι ή το εικονογραφημένο «λογοτεχνικό». Αντίθετα, οι αφηγήσεις μου συνδέονται αποκλειστικά με το λαϊκό παραμύθι – τα δικά μου δεν τα αφηγούμαι ποτέ. Πιστεύω ότι τα παραμύθια του ενός ανθρώπου (τα «λογοτεχνικά») είναι για να διαβάζονται, αντίθετα, τα λαϊκά παραμύθια είναι λόγια πολλών ανθρώπων που γεννήθηκαν από προφορικούς ανθρώπους χιλιετίες προ γραφής, όμως εξακολουθούν να είναι παλλόμενος λόγος και ζωντανεύουν μόνο με φωνούμενο λόγο. Ο διαχωρισμός, για μένα, είναι ότι σέβομαι και τιμώ άνευ όρων και ορίων πρωτίστως την προφορική λογοτεχνία, που επέζησε για χιλιετίες περνώντας μέσα από πολέμους και φυσικές καταστροφές, με το πιο ευάλωτο και το πιο δυνατό μέσο – την ανθρώπινη φωνή. Η γραπτή λογοτεχνία, παρότι «scripta manent», δε φαίνεται να έχει την ίδια αντοχή. Βέβαια, έχω την αισιοδοξία ότι, ακόμα κι αν συμβούν μεγάλες καταστροφές στον πλανήτη, κάποια αριστουργήματα της παγκόσμιας γραπτής λογοτεχνίας θα μείνουν για πάντα, ακόμα κι αν όλα τα βιβλία και αρχεία εξαφανιστούν, γιατί θα επιβιώσουν στις μνήμες των ανθρώπων και θα περάσουν σιγά-σιγά στην προφορική λογοτεχνία. Όμως, υπό ομαλές συνθήκες, θα βγαίνουν συνεχώς πάρα πολλά βιβλία που τα περισσότερα, ακόμα και τα αξιόλογα, είναι καταδικασμένα μετά από λίγες ή πολλές δεκαετίες να ξεχαστούν, γιατί θα βγουν άλλα, και μετά, άλλα.

Η σύνδεση, για μένα, ανάμεσα στην προφορική και τη γραπτή λογοτεχνία είναι πως η προφορική είναι ο ανθεκτικός στον χρόνο πρόγονος (τα ομηρικά έπη θα ζουν και θα βασιλεύουν ό,τι κι αν γίνει), ενώ η γραπτή λογοτεχνία είναι ο πιο δημοφιλής και «δοξασμένος» αλλά ευάλωτος και κατά κανόνα εφήμερος απόγονος.

Προσωπικές ιστορίες, παραμύθι και αστείρευτη φαντασία, όλα αυτά είναι αφορμές και γεννεσιουργές αιτίες για τα πολλά βιβλία που έχουν εκδοθεί για μικρούς και μεγάλους. Ποια είναι η δημιουργική διαδικασία που γεννά ένα βιβλίο για εσάς;
Θα έλεγα ότι, κάθε φορά που ξεκινάω να γράψω μια ιστορία, έχω μια βασική ιδέα που θέλω οπωσδήποτε να τη μοιραστώ με ένα συγκεκριμένο παιδί ή παιδιά ή έναν συγκεκριμένο ενήλικα ή ομάδα ενηλίκων. Όταν η ιστορία μου – μικρή ή μεγάλη – ολοκληρωθεί, αν νιώσω ότι απευθύνεται σε πολύ περισσότερους από τους αρχικούς μου αποδέκτες, τη στέλνω στην εκδότριά μου, και αν τη δεχτεί, γίνεται βιβλίο. Πάντως, το κίνητρό μου δεν είναι «να εκφραστώ», αλλά να μοιραστώ κάτι που (για μένα) είναι σημαντικό.

Και για τα παραμύθια που αφηγείστε μπροστά σε ζωντανό κοινό; Ποια είναι η διαδικασία που σας ωθεί να πείτε κάποια παραμύθια μπροστά σε αυτό το κοινό, αυτή τη στιγμή;
Τα λαϊκά παραμύθια είναι μικρά αριστουργήματα, γι’ αυτό και άντεξαν στο χρόνο. Πρέπει να τα λέμε γιατί είναι ο μόνος τρόπος να παραμείνουν ζωντανά. Μόνο που πρέπει να τα υποστηρίζουμε με δικά μας προφορικά λόγια, όχι τυχαία, όχι εξεζητημένα, όχι κοινότοπα. Για να αφηγηθούμε πρέπει πρώτα απ’ όλα να αγαπάμε με πάθος τα παραμύθια και, από τεχνική άποψη, να έχουμε μια ευχέρεια στην προφορική λογοτεχνία. Παρότι δεν θα φτάσουμε ποτέ στο επίπεδο των παλιών προφορικών ανθρώπων που κάποιοι από αυτούς ήταν μεγάλοι μάστορες και γλωσσοπλάστες του προφορικού λόγου, πρέπει τουλάχιστον να μεταφέρουμε το παμπάλαιο παραμύθι με σεβασμό στη δομή του, με ρέουσα γλώσσα και χωρίς ορατές τεχνικές που αποτελούν εμπόδιο σε μια καλή αφήγηση. Πάντως, το κίνητρό μου να λέω παραμύθια είναι το ίδιο με το να γράφω μια ιστορία: το αγαπητικό μοίρασμα.

Ο τίτλος του βιβλίου του οποίου τη μετάφραση αναλάβατε για τις εκδόσεις Πατάκη είναι «Το γέλιο του βατράχου ή Πώς τα παραμύθια μπορούν να σου αλλάξουν τη ζωή». Μπορούν στα αλήθεια τα παραμύθια να σου την αλλάξουν;
Πιστεύω πως αγαπούν τα παραμύθια όσοι μπορούν να τ’ αφουγκράζονται, γιατί αν τ’ αφουγκράζεσαι, σου λένε μυστικά για το νόημα της ζωής. Για παράδειγμα, τα μαγικά παραμύθια έχουν ένα βασικό μήνυμα: ότι «πρέπει να μεγαλώσεις», όχι δωρεάν, όχι χωρίς δοκιμασίες, αλλά με απώλειες, λιώνοντας σιδερένια παπούτσια στην αναζήτηση του εαυτού, στην αναζήτηση του άλλου.  Ποιος ακούει με χαρά κάτι τέτοιο; Όλοι θα θέλαμε να έχουμε για πάντα τα δικαιώματα ενός μικρού παιδιού που το ανατρέφουν με αγάπη, νοιάξιμο, ενίσχυση, επιβράβευση, που του προσφέρουν ελευθερία, αλλά είναι δίπλα του για να το προστατεύουν και έχουν την πρόθεση να του δώσουν «τα πάντα» (ό,τι καλύτερο μπορεί ο κάθε γονιός). Είναι ρεαλιστικό αυτό; Κι αν είναι, για πόσο καιρό; Σίγουρα όχι για πάντα. Θέλοντας και μη, κάποιες φορές θα πρέπει να πορευτούμε μόνοι στη ζωή, χωρίς την προστασία και τη στήριξη κανενός, θα πρέπει να δεχτούμε ότι θα πετάξουμε πράγματα (π.χ. τα προνόμια της παιδικής ηλικίας) για να κάνουμε χώρο να υποδεχτούμε άλλα πράγματα (π.χ. τις πεντάμορφες και κακάσχημες ευθύνες του ενήλικα), θα πρέπει να πενθήσουμε ανθρώπους και καταστάσεις για να «μεγαλώσουμε» και να μπορούμε να δημιουργήσουμε έργα ή να αναθρέψουμε παιδιά, γιατί ένα παιδί δεν μπορεί να αναθρέψει ένα παιδί. Γι’ αυτή τη μετάβαση στην ενηλικίωση (ανεξάρτητα από ηλικία) και για άλλα πολλά μιλάνε τα 450 μαγικά παραμύθια. Όσοι μπορούν να τ’ ακούσουν, αλλάζουν ζωή.

Λέτε πάντα – και αλήθεια είναι – ότι όλοι κρύβουμε έναν παραμυθά μέσα μας. Τι συμβουλή θα δίνατε στους γονείς και τους δασκάλους αλλά και στα παιδιά για το πώς μπορούν να γίνουν παραμυθάδες για τον εαυτό τους και για τους γύρω τους;
Η αλήθεια είναι πως όλοι εξακολουθούμε να είμαστε προφορικοί άνθρωποι και όλοι αφηγούμαστε, λιγότερο ή περισσότερο, τουλάχιστον ιστορίες της προσωπικής μας καθημερινότητας. Αν μπορώ να πω κάτι σε όσους θέλουν να λένε παραμύθια, θα έλεγα να είναι αυθεντικοί (κάτι που δύσκολα μπορεί να καταλάβει ένα παιδί γιατί, κατά κανόνα, είναι αυθεντικό), δηλαδή να είναι ο εαυτός τους – όχι ο καθημερινός εαυτός της συμβατικότητας, της χειραγωγίας, της κοινωνικής υποκρισίας, αλλά ο χωρίς μάσκες επιβίωσης, αληθινός εαυτός. Είναι εύκολο αυτό; Καθόλου, ίσως και να είναι αδύνατο, αλλά θα μπορούσαμε να μπούμε σ’ ένα μονοπάτι που πηγαίνει προς τα εκεί. Θα μας κάνει καλό, όχι μόνο για να αφηγηθούμε αλλά και για να αγαπήσουμε και ν’ αγαπηθούμε. Υπάρχουν πολλά τέτοια μονοπάτια κι ένα από αυτά, είναι το μονοπάτι των παραμυθιών, αρκεί να μπούμε σ’ αυτό με κάποια ταπεινότητα. Ο ναρκισσισμός, η αλαζονεία, ο εγωκεντρισμός, η αδυναμία να έχουμε μια αληθινή σχέση, η φιλοδοξία, η τάση να είμαστε σαρκαστικοί ή να απαξιώνουμε τους άλλους, δεν θα μας βοηθήσουν ν’ αφηγηθούμε παραμύθια. Δεν θα βρούμε τίποτα από αυτά στους ήρωες και τις ηρωίδες των παραμυθιών που χαρακτηριστικά τους είναι η ταπεινότητα, η γενναιότητα, η εμπιστοσύνη στη ζωή, η αντοχή. Μας κάνουν καλό τα παραμύθια, πιστέψτε με. Μεταφέρουν οικουμενικά και διαχρονικά μηνύματα, γι’ αυτό και βρίσκουμε τα ίδια παραμύθια σε πολλά μέρη του πλανήτη, σε άπειρες παραλλαγές. Πιστεύω βαθιά πως με την αθωότητα και τη σοφία τους έχουν τη δύναμη να μας αλλάξουν τη ζωή.

ΜΟΙΡΑΣΕ ΤΟ

ΜοΜΑ: Curtis Scott

Ο Curtis Scott (αριστερά), υπεύθυνος του εκδοτικού του Μουσείου Μοντέρνας Τέχνης της Νέας Υόρκης (MoMA), βρέθηκε τον Οκτώβριο στην Αθήνα και στο πλαίσιο των επισκέψεών του σε σχολεία μίλησε με τη Ζωή Κοσκινίδου για τα βιβλία Τέχνης που απευθύνονται σε παιδιά.

Anna Wilson

Η Anna Wilson γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Αυστραλία, σπούδασε και ακολούθησε ακαδημαϊκό δρόμο, ταξίδεψε πολύ και γνώρισε πολλά μέρη. Όμως πάντα αγαπούσε να ζωγραφίζει. Ένα συμβάν στη ζωή της έπαιξε καταλυτικό ρόλο, ώστε να παρατήσει την ακαδημαϊκή της ενασχόληση και να αφιερωθεί σε αυτό που πάντα αγαπούσε αλλά φοβόταν να τολμήσει: να ζωγραφίζει. Κάπως έτσι ξεκίνησε να εικονογραφεί παιδικά βιβλία. Κάπως έτσι συνεργάστηκε με τη συγγραφέα Holly Hughes και μαζί δημιούργησαν αυτό το συγκινητικό και πολύ ατμοσφαιρικό βιβλίο που μιλάει για τη φιλία, τη σημασία της προσφοράς και τη μαγεία του χειμώνα… Με αφορμή την κυκλοφορία στα ελληνικά του βιβλίου “Το αγόρι που έφερε το χιόνι” (εκδ. Μάρτης) η Ζωή Κοσκινίδου μίλησε με την εικονο-γράφο.

Αντώνης Παπαθεοδούλου & Μυρτώ Δεληβοριά

Είστε έτοιμοι να δώσετε “Εξετάσεις για την Αϊ-Βασιλική Ακαδημία”; Ο συγγραφέας Αντώνης Παπαθεοδούλου και η εικονογράφος Μυρτώ Δεληβοριά έχουν έτοιμα τα τεστ και τις δοκιμασίες που πρέπει να περάσετε για να γίνετε δεκτοί στην περίφημη αυτή ακαδημία. Ποιος θα είναι ο επόμενος Άι-Βασίλης και τι χρειάζεται τελικά κανείς για να περάσει τις εξετάσεις; Οι δύο βραβευμένοι και πολύ αγαπητοί στο αναγνωστικό κοινό δημιουργοί μίλησαν με τη Ζωή Κοσκινίδου για το νεό τους εικονογραφημένο βιβλίο, ένα από τα πιο ωραία, αυθεντικά αστεία, χριστουγεννιάτικα βιβλία που κυκλοφόρησαν φέτος, για το πώς συνεργάζονται, τα πραγματικά αστεία βιβλία και το “παιδί” στα κείμενα και τις εικονογραφήσεις τους, αντίστοιχα.