Στις αρχές Απριλίου θα κυκλοφορήσει το πρώτο βιβλίο της Αναστασίας Σταματοπούλου «Τα πουλιά», σε εικονογράφηση Βασίλη Κουτσογιάννη. Το κείμενο έφτασε στα γραφεία των εκδόσεων Καστανιώτη μέσω ενός λογοτεχνικού διαγωνισμού κι έγινε το βιβλίο που έχουμε σήμερα στα χέρια μας. Το στόρι ακολουθεί τη ζωή ενός αγοριού που μένει με τους δύο γονείς τους. Μια μέρα το αγόρι θα ζητήσει από τον πατέρα του να του μάθει τη γλώσσα των πουλιών, όμως εκείνος δεν την ξέρει και δεν θέλει να την μάθει. Ωσπου μια μέρα θα του δώσει ένα στοιχείο. Θα του φέρει στο σπίτι ένα άδειο κλουβί. Λίγο πριν την κυκλοφορία του, η Κόκκινη Αλεπού εξασφάλισε την προδημοσίευση των πρώτων του σελίδων και είχε την ευκαιρία να μιλήσει με την Αναστασία Σταματοπούλου και τον Βασίλη Κουτσογιάννη για το βιβλίο τους και τη συνεργασία τους.
Η Αναστασία Σταματοπούλου γεννήθηκε το 2002 στην Αθήνα και σπουδάζει στο Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών. Η ενασχόληση με τη συγγραφή άρχισε από τα παιδικά της χρόνια, με επιρροές από τη φύση, τη λαογραφία και τις άλλες τέχνες, ιδίως τη μουσική και τον χορό. Ο Βασίλης Κουτσογιάννης είναι γνωστός στον κόσμο του εικονογραφημένου βιβλίου, με συνεργασίες με πολλούς ελληνικούς εκδοτικούς. Γεννήθηκε το 1992 και σπούδασε αρχιτεκτονική στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο. Δούλεψε στο Παρίσι για ένα διάστημα, πάνω σε εικαστικές εφαρμογές της αρχιτεκτονικής, στον μουσειακό κυρίως χώρο. Η αγάπη του για το σχέδιο και τις γραφικές τέχνες τον οδήγησε το 2015 στον χώρο της εικονογράφησης και των εκδόσεων.
Κ. Σταματοπούλου, πώς προέκυψε η ιδέα για την ιστορία τα «Πουλιά» και πώς συνδέεται με το τραγούδι το «Karchata» των Folknery;
Α. Σ. Καθώς ταξίδευα, καθισμένη στο πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου, είχα ανοίξει το παράθυρο, και έτυχε στο απέναντι χωράφι, να παίζουν με τον άνεμο ένα ολόκληρο σμήνος από κοράκια. Εκείνη την ώρα, όπως και σε κάθε ταξίδι, φορούσα τα ακουστικά μου, άκουγα μουσική – και τότε έπαιξε το κομμάτι των Folknery, το οποίο μου είχε προτείνει μια γνωστή από την Ουκρανία. Το Karchata, όπως τιτλοφορείται το τραγούδι, ανήκει στην ουκρανική μπάντας των Volodymyr Mulyar και Yaryna Kvitka. Οι δυό τους ταξιδεύουν στην Ουκρανία και συγκεντρώνουν πληροφορίες για ουκρανικά παραδοσιακά τραγούδια, τα οποία μετά τα διασκευάζουν. Ο συνδυασμός αυτής της απρόσμενης εικόνας των κορακιών με το τραγούδι που έπαιζε στα ακουστικά μου με έβαλε σε έναν ιδιαίτερο συνειρμό που με οδήγησε στο κείμενο αυτό.
Ένα από τα στοιχεία του κειμένου σας που το κάνει να ξεχωρίζει είναι η dark αισθητική του, ενώ θυμίζει έντονα λογοτεχνία του φανταστικού με πολλά folk στοιχεία. Σε τι βαθμό σας έχει επηρεάσει η ανατολικοευρωπαϊκή λαϊκή παράδοση; Τι ειδους λογοτεχνία σας αρέσει να διαβάζετε και πώς αυτή έχει επηρεάζει τον τρόπο που εκφράζεστε στα γραπτά σας;
Α. Σ. Θεωρώ πως η λαογραφία μπορεί να αποτελέσει τον καλύτερο οδηγό για τη συγγραφή ενός παραμυθιού και γενικά ενός κειμένου για παιδιά. Αυτός ο συνδυασμός του folk στοιχείου με την σύγχρονη πραγματικότητα πάντοτε μου φαινόταν συναρπαστικός. Δεν θα έλεγα πως η ανατολικοευρωπαϊκή και σλαβική παράδοση αποτελεί εξαίρεση στη γενικότερη μου αγάπη για την λαογραφία. Από κάθε πολιτισμό κρατάω τα στοιχεία που με εκπλήσσουν. Διαβάζω συχνά κλασική λογοτεχνία και βιβλία φιλοσοφίας, αλλά πάντα με ενθουσίαζε ο κόσμος της εικόνας και επομένως τα graphic novels και τα manga με επηρεάζουν εξίσου. Θα έλεγα πως η ανάμειξη μου με τα δύο τελευταία είδη μου δίνουν μια πιο κινηματογραφική όψη της περιγραφής, ενώ η φιλοσοφία μου δίνει εναύσματα για να δημιουργήσω ιστορίες.
Κ. Κουτσογιάννη, ποια ήταν τα πρώτα συναισθήματα όταν διαβάσατε το κείμενο; Τι ήταν αυτό που ξεχωρίσατε, τι σας κέντρισε το ενδιαφέρον;
Β. Κ. Ενθουσιασμός και συγκίνηση, πρώτα απ’ όλα. Τεράστια ανυπομονησία έπειτα, για να αρχίσω να το δουλεύω, μην και μου το πάρουν μακριά. Ένιωθα ότι φτιάχτηκε για να το εικονογραφήσω εγώ. Ταυτίστηκα έντονα, αισθανόμουν ότι μιλάει για μένα, ότι ήταν η ιστορία μου, χωρίς να είναι. Από συζητήσεις μετά, κατάλαβα ότι δεν ήμουν ο μόνος που καθρεφτιζόταν τόσο έντονα σε αυτήν την ιστορία. Το ξεχωρίζω σαν ένα σαφώς συμπεριληπτικό κείμενο, στο οποίο μέσα χωράμε όλ@. Όλ@ εμείς που ψάχνουμε τις ταυτότητες μας, που καλούμαστε να δώσουμε μάχες με τους μεγαλύτερούς μας φόβους από μικρά παιδιά, που προσπαθούμε να ζήσουμε αλλιώς από ό,τι μας έδειξαν και που δεν είναι αυτονόητο ότι θα τα καταφέρουμε, τουλάχιστον όχι ακόμα… Παρ’ όλα αυτά δεν φαίνεται να είναι αυτοσκοπός η συμπεριληπτικότητά του, απλά υπάρχει διάσπαρτη μέσα του, πράγμα που σε κάνει να αισθάνεσαι ότι διαβάζεις ένα πραγματικά σύγχρονο κείμενο. Λάτρεψα επίσης την παντελή έλλειψη διδακτισμού. Το βρίσκω τόσο ξεκούραστο να μην χρειάζεται να διδαχθούμε ένα σωρό «σωστά» πράγματα.
Κ. Σταματοπούλου, ο πρωταγωνιστής της ιστορίας είναι αγόρι. Πείτε μας λίγα περισσότερα πράγματα για εκείνον και εξηγήστε μας γιατί επελεξατε ο ήρωά σας να είναι αγόρι.
Α.Σ. Ο πρωταγωνιστής είναι εσκεμμένα ανώνυμος- πάντα πίστευα πως τα ονόματα μας περιγράφουν μια βαθύτερη πτυχή του εαυτού μας και θέλοντας να κάνω έναν χαρακτήρα πιο εύκολα προσεγγίσιμο από όλους, τον αφήνω απρόσωπο. Παίρνει το όνομα που θέλει ο αναγνώστης ή ακόμα καλύτερα του ίδιου του αναγνώστη. Όσον αφορά το φύλο του, θα έλεγα πως ήταν θέμα τύχης. Σχεδόν αυτόματα έγραψα για ένα αγόρι- και συνήθως γράφω με αγόρια πρωταγωνιστές- ίσως επειδή είναι πιο απαιτητικό να γράψεις για ένα κορίτσι. Νομίζω όμως πως χρειαζόμαστε περισσότερα κείμενα με κορίτσια πρωταγωνιστές.
Στην ιστορία αυτό που ξεχωρίζει είναι η συναισθηματική απόσταση ανάμεσα στο παιδί και τους γονείς, στον τρόπο που ο πατέρας συμπεριφέρεται, στην ψυχρή παρουσία (σχεδόν απουσία) της μάνας, ενώ διαφαίνεται και κάποια κακοποιητική σχέση ανάμεσα στους πρωταγωνιστές. Ποια είναι η ιστορία πίσω από την ιστορία σας;
Α.Σ. Οι γονείς του μικρού αποτελούν σύμβολα των εμποδίων που μπορεί να συναντήσουμε. Ο πατέρας είναι σκληρός, αδίστακτος, τρομακτικός- συμβολίζει όλα τα εκείνα που θέλουν το κακό μας, που θέλουν να μας σταματήσουν, θέλουν να μας εκδικηθούν. Η μητέρα είναι όλα τα έμμεσα εμπόδια- όταν δεν έχουμε στήριξη, όταν αισθανόμαστε μόνοι και αβοήθητοι, πως δεν είμαστε ικανοί να κάνουμε τα όνειρα μας πραγματικότητα. Ευτυχώς δεν υπάρχει ιστορία πίσω από την ιστορία. Νομίζω όμως πως η ιστορία μιλάει από μόνη της στον καθένα ξεχωριστά και για κάθε αναγνώστη έχει διαφορετικό νόημα- ποιος θα ήθελε να το χαλάσει αυτό το μαγικό πράγμα που λέγεται «σχέση με το βιβλίο» και να του δώσει μια συγκεκριμένη απάντηση σαν διαγώνισμα στο σχολείο!
Κ. Κουτσογιάννη, τι είχατε στο μυαλό σας όταν ξεκινήσατε να κάνετε τα προσχέδια; Ποιες ήταν οι πρώτες εικόνες;
Β.Κ. Πριν ξεκινήσω να ορίζω τα προσχέδια, ήθελα πρώτα να βουτήξω στον κόσμο που, τόσο φυσικά, περιέγραφε η Αναστασία και να του δώσω μια αισθητική ταυτότητα. Δημιούργησα λοιπόν ένα εικαστικό λεξιλόγιο που αποτελούνταν από διάφορες αναφορές που ήδη είχα μέσα μου ή που έψαξα να βρω. Άκουσα πολύ Cocorosie, ο δίσκος τους Grey Oceans και συγκεκριμένα το τραγούδι Gallows είναι για μένα αυτό το βιβλίο. Με μετέφεραν πλήρως σε αυτήν την σκοτεινή αισθητική, όπου δεν χρειάζεται να πούμε πολλά, πίσω από το καθετί υπάρχει μια βαριά αλήθεια, όλα είναι ξεφτισμένα και μυρίζουν χώμα, παρότι ίπτανται. Ο Tarkovsky με την σειρά του με βοήθησε να ορίσω ακόμα καλύτερα τις εικόνες της ρώσικης επαρχίας στο μυαλό μου, είδα πως χρησιμοποιούσε τις σημύδες στα πλάνα του και εμπνεύστηκα βαθιά από τις ταινίες του. Με βοήθησαν επίσης μελέτες καλλιτεχνών που αφορούν στα πτηνά και συγκεκριμένα στα κοράκια, όπως οι φωτογραφίες του Masahisa Fukase. Όλα αυτά και άλλα πολλά, με οδήγησαν στο να αρχίσω να ορίζω τα προσχέδια. Έντονες προοπτικές, γωνίες που μόνο πτηνά θα μπορούσαν να βλέπουν, δραματικά πλάνα και μια υποβόσκουσα μελαγχολία ήταν οι αρχικές μου προθέσεις. Η εικόνα που το παιδί κλείνεται μέσα στο κλουβί, ενώ το κοράκι το κοιτάζει από έξω, είναι η πρώτη ολοκληρωμένη εικόνα που είχα στο μυαλό μου.
Yπήρξε κάτι που σας δυσκόλεψε ή κάτι που λειτούργησε ίσως ως πρόκληση παρά ως εμπόδιο;
Β. Κ. Μια πολύ ενδιαφέρουσα πρόκληση ήταν το να τιθασεύσω την έμφυτή μου τάση προς το «σκοτεινό», δουλεύοντας ένα κείμενο που μου έδινε πολλά τέτοια πατήματα. Να καταφέρω να φτιάξω εικόνες που να μπορούν να δώσουν περισσότερα από μια gothic folktale αισθητική και να καταφέρω να συμπεριλάβω όλες τις ηλικίες (πέραν των μικρών παιδιών) στο αναγνωστικό κοινό. Σαν ομάδα το νιώθαμε έντονα από την αρχή, ότι αυτό το κείμενο μπορεί να το διαβάσει και ένα ηλικιωμένο άτομο και να το λατρέψει. Ελπίζω να το κατάφερα.
Η ιστορία με τα Πουλιά ξεχώρισε ανάμεσα σε άλλες σε διαγωνισμό. Πώς ξεκίνησε η ενασχόλησή σας με τη συγγραφή, κ. Σταματοπούλου, και πώς αποφασίσατε να στείλετε κείμενό σας σε διαγωνισμό;
Α. Σ. Αρχισα να γράφω σε μικρή ηλικία. Είχα την τάση από το σχολείο, με τις εκθέσεις. Μια παράγραφο ζητούσε η δασκάλα; Τρεις σελίδες έγραφα εγώ. Δεν μπορούσα να αφήσω την αφήγηση ανολοκλήρωτη, μου σπάραζε την καρδιά. Το ερώτημα είναι γιατί συνέχισα να γράφω πέρα από τις εκθέσεις; Γιατί είχα και έχω πράγματα να πω. Η συμμετοχή μου στον διαγωνισμό ήταν μια ευκαιρία να μιλήσω και να εξελιχθώ – δεν είχε σημασία αν θα διακριθώ ή όχι. Έχεις μιλήσει και έχεις εκφραστεί και αυτή είναι η μεγαλύτερη ανταμοιβή. Πιστεύω πως πρέπει να στηρίζουμε τέτοιους διαγωνισμούς που προάγουν την Τέχνη και ιδιαίτερα την λογοτεχνία- όχι ως διαγωνισμό αριστείας, αλλά ως συναγωνισμό μάθησης.
Ποιες είναι οι επιρροές σας γενικά (μουσική, κινηματογράφος, λογοτεχνία κλπ) και τι είναι εκείνο που σας ωθεί στη συγγραφή κι όχι σε κάποια άλλη μορφή έκφρασης;
Α. Σ. Η μουσική είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τη συγγραφική μου εμπειρία. Πολλά από τα κείμενα μου έχουν εμπνευστεί από κομμάτια κλασικής μουσικής αλλά και folk τραγούδια. Ο κινηματογράφος, και σε μικρότερο βαθμό το θέατρο, είναι κύρια πηγή της έμπνευσης μου για την περιγραφή, μου αρέσουν πολύ οι gothic, συμβολικές, σουρεαλιστικές ταινίες και ταυτόχρονα επηρεάζομαι και από τα μιούζικαλ και τα κινούμενα σχέδια. Αυτό όμως που σκέφτομαι συνεχώς όταν γράφω είναι ο χορός- πάντοτε υπήρξε και θα υπάρξει ένα από τα πιο σημαντικά κομμάτια της ύπαρξης μου.
Κ. Κουτσογιάννη, είχατε επικοινωνία με την κ. Σταματοπούλου όταν δουλεύατε την εικονογράφηση του κειμένου της; Υπήρξε ανταλλαγή απόψεων;
B. K. Είχαμε επικοινωνία διαδικτυακή, μιας και το βιβλίο έγινε μέσα στην δεύτερη καραντίνα. Η Αναστασία είναι μια πολύ καλή επαγγελματίας και είμαι περήφανος που με εμπιστεύτηκε να δουλέψω πλάι της. Παρακολουθούσε ό,τι μοιραζόμουν με την ομάδα, πηγές έμπνευσης, ταινίες, λίστες τραγουδιών, καλλιτέχνες, σκέψεις και με πολύ σεβασμό με συνόδευε σε αυτό το ταξίδι. Θέλει πολύ δουλειά να ακολουθείς την δημιουργική πορεία του άλλου, δεν είναι μια παθητική διαδικασία. Θεωρώ ότι το να μπορείς να συλλάβεις την αίσθηση που έχει κάποιος στο μυαλό του για ένα έργο και να του επιτρέψεις να το πάει εκεί που θέλει αυτός, είναι από τα πιο δύσκολα κομμάτια αυτής της δουλειάς. Την ευχαριστώ που μου το έκανε τόσο εύκολο. Θέλω να μιλήσω και για τον άνθρωπο κλειδί, πίσω από αυτό το project, που δεν είναι άλλος από τον Βασίλη Παπαθεοδώρου, υπεύθυνο την συγκεκριμένης έκδοσης. Μας ξετρύπωσε με την Αναστασία και μας έφερε κοντά, γιατί είδε ότι ίσως θα μπορούσαμε να φτιάξουμε κάτι συναρπαστικό οι τρεις μας. Του οφείλω ένα τεράστιο ευχαριστώ για το πόσο όμορφα χειρίστηκε όλη την συνεργασία, για το πόσο πολύ με εμπιστεύθηκε, για το πόσο ήξερε να ακούει, να συζητάει με βάση ό,τι του λες και όχι με βάση ό,τι ήδη είχε αποφασίσει, για το πόσο πάλεψε μέχρι την τελευταία στιγμή ώστε το βιβλίο να γίνει όπως το είχαμε φανταστεί, πόσο ρίσκαρε γιατί γνώριζε ότι μόνο έτσι προχωράνε τα πράγματα και για το ότι με έκανε να νιώθω
ότι είναι στο πλευρό μου και δεν είναι το αφεντικό μου στο οποίο πρέπει να δώσω αναφορά.
Το βιβλίο “Tα Πουλιά – Karchata” κυκλοφορεί στις αρχές Απριλίου από τις εκδόσεις Καστανιώτη. Παρακάτω μπορείτε να πάρετε μια γεύση από τις πρώτες του σελίδες.
[pdfjs-viewer url=https://kokkinialepou.gr/wp-content/uploads/2021/03/poulia-teliko.pdf viewer_height=1100px fullscreen=true download=true print=true]