«Τα παιδικά βιβλία γράφονται για να διαβαστούν από μια πολύ συγκεκριμένη μερίδα κοινού, που δεν έχουν ούτε πολιτική, ούτε οικονομική δύναμη. Ανθρώπους που δεν έχουν χρήματα, δικαίωμα ψήφου, κανέναν έλεγχο πάνω στο κεφάλαιο, την εργασία και το σύστημα. Ανθρώπους που ζουν και κινούνται γνωρίζοντας το πόσο ευαίσθητοι είναι, που δεν έχουν απορροφηθεί από τη δέσμευση μιας δουλειάς, που δεν έχουν προγραμματιστεί να υποχρεώνουν τους γύρω τους να δέχονται τις δικές τους προκαταλήψεις και να κατατρώνε ο ένας τις σάρκες του άλλου. Και επειδή πολλές φορές – αν και δεν θέλουμε να το παραδεχτούμε – ακόμα και οι ενήλικοι αισθάνονται αδύναμοι και ευαίσθητοι, για αυτόν ακριβώς τον λόγο χρειαζόμαστε τα παιδικά βιβλία, γιατί τα βιβλία αυτά έχουν την ικανότητα να μας υπενθυμίζουν όλα τα καλά στοιχεία που έχουμε μέσα μας και όλα τα καλά που έχει αυτός ο κόσμος και που από καιρό σε καιρό έχουμε ανάγκη να τα θυμηθούμε για να μπορέσουμε να ορθοποδήσουμε».
Κάπως έτσι κλείνει το βιβλίο της με τίτλο Why you should read children’s books, even though you are so old and wise η Βρετανή συγγραφέας παιδικής λογοτεχνίας Katherine Rundell, η οποία έγραψε το συγκεκριμένο δοκίμιο με αφορμή την πολύ συχνή, αρνητική αντίδραση που δημιουργεί στους συνομιλητές της η απάντηση στην ερώτηση «με τι ασχολείσαι;». Λέει, λοιπόν, πως όταν αναφέρει πως γράφει βιβλία για παιδιά ο μορφασμός στο πρόσωπο των συνομιλητών της είναι παρόμοιος με αυτόν που θα είχαν αν τους έλεγε ότι φτιάχνει μικροσκοπικά έπιπλα για ξωτικά χρησιμοποιώντας σπιρτόκουτα. Μέσα στις 62 σελίδες του μικρού αυτού σε μέγεθος πορτοκαλί βιβλίου, με την κουκουβάγια στο σκληρό εξωφυλλό του, η συγγραφεάς -που στην Ελλάδα γνωρίσαμε από τα βιβλία της Μια Χριστουγεννιάτικη ευχή (εκδ. Μεταίχμιο, μτρφ. Αργυρώ Πιπίνη) και το βραβευμένο με Costa Award Ο Εξερευντής (εκδ. Ψυχογιός, μτφρ. Αργ. Πιπίνη), γράφει για την προσωπική της σχέση με την παιδική λογοτεχνία, το πώς εκείνη άρχισε να διαβάζει όταν ήταν μικρή, την τεράστια σημασία των βιβλιοθηκών, τη συγγραφή, τον σημαντικό ρόλο των παραμυθιών σε μικρούς και μεγάλους, τη μαγεία που κρύβουν οι ιστορίες, την αιώνια διαμάχη ανάμεσα στην ενήλικη και την παιδική λογοτεχνία, την ιστορία της τελευταίας και το τι τελικά είναι αυτό που την καθιστά τόσο σημαντική, ειδικά στις μέρες μας.
Υπάρχει καλύτερος; Υπάρχει απάντηση;
Η διαμάχη που υπάρχει ανάμεσα στους λογοτέχνες σε όλον τον κόσμο είναι το κατά πόσο η παιδική λογοτεχνία, όπως αντίστοιχα αυτή του φανταστικού, η sci-fi, τα θρίλερ, τα graphic novels και τα young adult αποτελούν λογοτεχνία. H παιδική συγκεκριμένα έχει χλευαστεί πολλές φορές, ακόμα και από ανθρώπους που οι ίδιοι ασχολούνται με το ενήλικο κομμάτι αυτής της τέχνης του λόγου, χαρακτηρίζοντάς την ρηχή, κατώτερη της ενήλικης και που – το κυριότερο – δεν απευθύνεται σε καμία περίπτωση σε ενήλικες, αλλά σε μικρά παιδιά και μωρά που δεν έχουν την εμπειρία να κρίνουν, άρα δέχονται αδιαμαρτύρητα ό,τι τους πασάρουν. Ενα από τα πιο κραυγαλέα παραδείγματα συγγραφέων που είναι πολέμιοι των παιδικών βιβλίων είναι και ο Βρετανός Martin Louis Amis, ο οποίος είχε πει σε μια συνέντευξή του στο BBC Radio 4 και στον Sebastian Faulks το 2011 πως «θα έγραφα για παιδιά μόνο αν είχα πάθει κάποια πολύ σοβαρή εγκεφαλική βλάβη» και ότι «δεν θα έγραφα ποτέ για κάποιον ο οποίος με αναγκάζει να ρίξω το επίπεδό μου για να με καταλάβει» .
Αυτομάτως όμως δημιουργείται η αίσθηση σε κάποιον που διαβάζει παιδική λογοτεχνία – και δεν είναι 10 χρόνων και δεν τον αναγκάζει κανείς με το πιστόλι στον κρόταφο – ότι κανείς από αυτούς που χαρακτηρίζουν και κατηγοριοποιούν με αυτόν τον τρόπο τα παιδικά βιβλία δεν έχει μπει στον κόπο να διαβάσει κάποια από αυτά. Όχι τότε που η ηλικία τους τούς το επέτρεπε, τώρα, που είναι πλέον μεγάλοι και σοφοί και γεμάτοι εμπειρίες για να μπορούν να κρίνουν και να συγκρίνουν. Τι είναι αυτό που εμποδίζει τους ενήλικες να καταπιαστούν με ένα βιβλίο παιδικής ή εφηβικής λογοτεχνίας για διασκέδαση; Θεωρούν άραγε ότι η θεματολογία δεν τους αφορά ή πως ο τρόπος γραφής δεν είναι αυτός που αρμόζει σε κάποιον που πλέον έχει μεγαλώσει, έχει περάσει σε άλλο επίπεδο και έχει αποκτήσει διαφορετική σχέση με τα βιβλία και τη λογοτεχνία; Κι όμως, όπως αναφέρει η Rundell, ένα από τα μεγαλύτερα παράπονα των παιδιών που συναντάει στα σχολεία που επισκέπτεται στην Αγγλία, είναι ότι τα βιβλία που απευθύνονται σε εκείνα δεν έχουν το ίδιο βάθος, την ίδια ποιότητα, ωραίο και δύσκολο λεξιλόγιο, ενδιαφέρουσα θεματολογία και ουσία, όπως τα κείμενα που απευθύνονται στους ενήλικες. Γιατί, ας μην γελιόμαστε, ένα κείμενο απλοϊκό, με τόνους διδακτισμού και καμία φαντασία θα αφήσει έναν ενήλικα εντελώς αδιάφορο. Αρα, γιατί θεωρούμε πως θα ενδιαφέρει ένα παιδί;
Μέσα από ένα εξαιρετικά πυκνογραμμένο και στολισμένο με υπέροχες λέξεις κείμενο, η Rundell δίνει έμφαση στο πώς εξελίχθηκε μέσα στους αιώνες η παιδική λογοτεχνία και τον τρόπο που πολλοί (συγγραφείς, εκδότες, κλπ) προσπάθησαν να την στρογγυλέψουν και να εξαφανίσουν οτιδήποτε σκοτεινό περιείχε, από φόβο μήπως τρομοκρατήσει τα παιδιά (μιλάει εκτενώς για την περίπτωση της Σταχτοπούτας, από την πρώτη αναφορά του μύθου σε κείμενο του Στράβωνα και τις αιματοβαμμένες εκδοχές της ιστορίας από τους αδερφούς Γκριμ ως την ωραιοποιημένη ιστορία στην ταινία του Disney). Αναφέρεται στη Χρυσή Εποχή των παιδικών βιβλίων, την εποχή δηλαδή του Κίπλινγκ, του Κάρολ, της Νέσμπιτ και του Μπάρι, όπου φάνηκε πως τα παιδικά βιβλία άρχισαν να χάνουν τα αρχικά στοιχεία που τα διαχώριζαν από την ενήλικη λογοτεχνία, τον καθαρά δηλαδή εκπαιδευτικό τους χαρακτήρα, και «άρχισαν να αποκτούν δικούς τους κανόνες, μετατράπηκαν σε έργα τέχνης, ξεχώρισαν από τα άλλα είδη και δεν αποτελούσαν πλέον νερωμένες εκδοχές της ενήλικης λογοτεχνίας».
Και καταλήγει, κλείνοντας το κείμενό της, στα εξής: «τα παιδικά βιβλία είναι σημαντικά, γιατί μας βοηθούν να ξαναθυμηθούμε πράγματα που είχαμε ξεχάσει. Η ανθρώπινη ενηλικίωση χαρακτηρίζεται από το φαινόμενο της απώλειας της μνήμης: ξεχνάμε, ξεχνάμε τι διαβάσαμε, ξεχνάμε ακόμα και ανθρώπους που γνωρίσαμε. Φαίνεται μάλιστα πως ξεχνάμε ακόμα και τον τρόπο που διαβάζαμε όταν ήμασταν παιδιά, με ανοιχτή την καρδιά». Και πέρα από όλα τα άλλα, φαίνεται, λέει, πως ξεχνάμε πως η παιδική λογοτεχνία είναι δύο πολύ σημαντικά πράγματα: αφενώς ένα μέρος όπου τα παιδιά αισθάνονται ασφάλεια, αφετέρου αποτελούν παράθυρα στον κόσμο και στην πραγματικότητα, καθώς δίνουν μέσα από τις σελίδες τους μια ιδέα στους νεαρούς σε ηλικία αναγνώστες για το τι συμβαίνει εκεί έξω. Και η πραγματικότητα μπορεί να είναι πολλές φορές σκληρή, όμως αυτό πρέπει να αποτυπώνεται και στα βιβλία για παιδιά. Και ειδικά στους καιρούς που ζούμε, στην εποχή του Τραμπ, του Όρμπαν και του Μπολσονάρο, η παιδική λογοτεχνία ειναι απαραίτητη σε όλους, καθώς μας υπενθυμίζει και κάτι ακόμα: πως μέσα σε αυτά τα αναγνώσματα για παιδιά, και στην τελική και μέσα μας υπάρχουν τα καλά στοιχεία αυτού του κόσμου: η αγάπη, η ελπίδα, η ενσυναίσθηση, η γενναιοδωρία, η γενναιότητα.
Το βιβλίο της Katherine Rundell, Why you should read children’s books, even though you are so old and wise κυκλοφόρησε τον Αυγούστο του 2019 από τον εκδοτικό οίκο Bloomsbury.