1 2 3 Ήρθε η σειρά σου! Ακόμα πλένεις την ουρά σου;

Κάθε φορά που κρατάω στα χέρια μου εικονοβιβλίο που έχει τη σφραγίδα της Μυρτώς Δεληβοριά ένα χαμόγελο κολλάει στο πρόσωπό μου και δε λέει να σβήσει, κάτι που συνειδητοποιώ όταν φτάνω στην τελευταία σελίδα -που σχεδόν με ακούω να γελάω.

Μοιάζει δύσκολο, πράγματι, να μην παρασύρει και τον ενήλικο αναγνώστη η (πάντα) τόσο δροσερή, ζωηρή και καθαρή χρωματική της παλέτα, αυτό το μοναδικό «ροζ της Μυρτώς» και οι τόσο ξεχωριστές αποχρώσεις του μπλε, του κίτρινου, και του πορτοκαλί, η καθαρότητα των γραμμών της, η απουσία κάθε ίχνους φλυαρίας, χαρακτηριστικά που προσδίδουν μοναδική εκφραστικότητα στις φιγούρες της μέσα στη λιτότητά τους.

Μάλλον εκεί, κρύβει και το μυστικό της η Μυρτώ Δεληβοριά. Στην αισθητική της και στην αίσθηση των χρωμάτων, στη γνώση της τέχνης της και φυσικά στην ικανότητά της να χρησιμοποιεί το μέτρο και την ισορροπία τόσο στο χρώμα όσο και στις γραμμές. Και στις λέξεις, θα προσθέσω.

Με τις εικόνες της δεν αποτυπώνει απλώς εικονιστικά το κείμενο (κάθε κείμενο), το σέβεται και το επεκτείνει νοηματικά δίνοντάς του πάντα και μια διακριτική χιουμοριστική διάσταση. Και στο δικό της βιβλίο το ίδιο. Εικόνες και λέξεις παίζουν ειρηνικά και η χαρά τους ξεχειλίζει από τις σελίδες. Το «1 2 3» σαν καλοκαιρινό αεράκι θροΐζει τον ενήλικα, τον ξυπνάει, θυμίζοντάς του πόσο λυτρωτικό είναι να αλλάζει οπτική που και που και να βλέπει την πραγματικότητα αλλιώς -τα παιδιά τη βλέπουν ήδη.

Ένα βιβλίο γεμάτο ανατροπές και πηγαίο χιούμορ, αυθεντικά και όχι μεταμφιεσμένα παιδικό. Η αναγνωστική περιπέτεια αρχίζει από το εξώφυλλο με τον τίτλο να αποτελεί ουσιαστικά την πρώτη σελίδα του βιβλίου και την «κανονική» πρώτη σελίδα να συνεχίζει το εξώφυλλο: «Πρέπει να μάθουμε στα παιδιά πώς να μετράνε μέχρι το 10. Είστε έτοιμοι;». Ο υπότιτλος περνάει απαρατήρητος σαν ένα ακόμα χιουμοριστικό στοιχείο. Στην αρχή, μόνο. Γιατί στο τέλος της ανάγνωσης και αυτό ανατρέπεται όπως όλα τα υπόλοιπα.

Δεδομένου ότι το βιβλίο απευθύνεται σε ηλικίες 3 ετών και πάνω, κάτι που καθιστά την παρουσία του ενήλικα απαραίτητη, τα ζώα αρχίζουν να παίζουν αρχικά μαζί του. Ο ενήλικας πιστεύει ότι διαβάζει ένα ακόμα ευφάνταστο και χιουμοριστικό εργαλείο αριθμητικής το οποίο θα τον βοηθήσει να μάθει στα παιδιά να μετράνε. Όπως έχει μάθει από τα δικά του παιδικά χρόνια αυτή είναι η σημαντικότερη ίσως γνώση για τα παιδιά που θα τους γίνει χρήσιμη δεξιότητα αργότερα. Η μαθηματική σκέψη γενικότερα. Από τον αριθμό 1 κιόλας αρχίζει μια σουρεαλιστική ξεκαρδιστική παρωδία με πρωταγωνιστές δέκα διαφορετικά άγρια ζώα που έχουν αναλάβει να βοηθήσουν τη συγγραφέα/εικονογράφο (ή τον αναγνώστη) να μάθει τα παιδιά να μη μετράνε μέχρι το 10. Ανακοινώνεται το πρώτο ζώο που δεν έχει φτάσει ακόμα επειδή κάνει ντους -αν και ήξερε ότι έπρεπε να είναι εκεί- και αρχίζει το χαρούμενο χάος! Κάποιο έχει χαθεί στον δρόμο και το ταίρι του το ψάχνει σε άλλους αριθμούς, άλλο πάλι εμφανίζεται σε λάθος σημείο ή καλωσορίζει λάθος ζώα, άλλα μπερδεύτηκαν μεταξύ τους και μέχρι το τέλος δεν έχουν καταφέρει να ξεμπερδευτούν. Όσο διαρκεί αυτή η απίθανη παρέλαση, τα ζώα μπαινοβγαίνουν στις σελίδες σαν να αλλάζουν δωμάτια ψάχνοντας το ένα το άλλο καθώς ετοιμάζονται για την πρεμιέρα, που βέβαια δε θυμίζει ούτε πρόβα τζενεράλε!

Το βιβλίο μας κλείνει το μάτι, μας λέει ότι σε μία ομάδα δεν είναι όλοι ίδιοι και αυτό είναι το τέλειο και το επιθυμητό. Όπως και σε μία τάξη, αν και όλα τα παιδιά είναι στην ίδια ηλικία, καθένα έχει διαφορετικές αφετηρίες, ανάγκες ή ιδιαιτερότητες και μαθαίνει με διαφορετικό τρόπο. Έτσι κι εδώ, άλλο ζώο φαίνεται να έχει διάσπαση προσοχής, άλλο συναισθηματική ανασφάλεια, άλλο αδυναμία προσανατολισμού, άλλο πάλι δεν ξέρει να μετράει, ένα άλλο είναι ανυπόμονο, κάποια είναι ακόμα μπερδεμένα, άλλο προσπαθεί να πείσει ότι ξέρει… Όμως, το νοιάξιμο για τον άλλον και ο σεβασμός στη διαφορετικότητά του είναι έννοιες αυτονόητες εδώ, η συμπερίληψη είναι πράξη και όχι ένα ακόμα μάθημα σε εργαστήριο δεξιοτήτων. Πίσω από τα φώτα της σκηνής, η Μυρτώ Δεληβοριά σκηνοθετεί ένα έργο μοντέρνο στο οποίο η διαδικασία της ανάγνωσης/θέασης είναι ανοιχτή και μέχρι το τέλος κάθε ανατροπή είναι πιθανή. Σαν θέατρο του παραλόγου.

Η ουσία του βιβλίου, πιστεύω, κρύβεται σε μια μικρή λέξη στην αρχή που σχεδόν περνάει απαρατήρητη. Στο «πώς» (πρέπει να μάθουμε τα παιδιά να μετράνε). Πώς η μάθηση θα γίνει παιχνίδι με χιούμορ και φαντασία αφήνοντας ανοιχτό περιθώριο για ανατροπές και λάθη και αυτοσαρκασμό. Πώς θα αλλάξουμε οπτική στην καθημερινότητά μας, πώς θα αρχίσουμε, τελικά, να μετράμε και τα σημαντικά πράγματα στη ζωή: τις στιγμές, τους φίλους, τα βιβλία που μας άλλαξαν, τα τραγούδια που μας ταξίδεψαν, τις ταινίες ή τα έργα τέχνης που μας συγκλόνισαν, τις αποτυχίες ή επιτυχίες, τα λάθη, τους νέους στόχους, τα όνειρα…

Ο αναγνώστης διαπιστώνει ότι οι αριθμοί μοιάζουν με τους ανθρώπους. Κανένας μεγάλος αριθμός δεν θα ήταν μεγάλος αν δεν υπήρχαν οι μικρότεροί του. Τα ζώα το γνωρίζουν και μπαινοβγαίνουν με άνεση στις σελίδες για να το θυμίζουν διακριτικά και στον αναγνώστη. Πώς θα μάθει κανείς να μετράει αν δε γυρίσει στους μικρότερους αριθμούς, αν δεν σταματήσει σε σταθμούς (δεκάδες) όταν κουραστεί μέχρι να συνεχίσει; Αν δεν πιάσει πάτο (μηδέν); Αντίστοιχα και ο άνθρωπος, ως κοινωνικό ον, έχει ανάγκη τους άλλους. Μία οικογένεια, μία τάξη, μία ομάδα είναι ένα οικοσύστημα, κάθε μέλος του οποίου έχει ανάγκη το άλλο για να εξελιχθεί- ακόμα και το πιο μικρό. Κανείς δεν περισσεύει. Η παρουσία όλων έχει την ίδια βαρύτητα στην ομάδα.

Και αυτό το πώς είναι το ζητούμενο: να αναπτυχθεί πολύπλευρα ένα παιδί μέσα από τη σχέση του με τους άλλους, να προσθέσει και να αφαιρέσει, να δώσει και να πάρει, να εξελιχθεί ως άτομο μέσα σε έναν κόσμο συνεργασίας, αλληλεγγύης, ενσυναίσθησης και αγάπης. Και ας μην ξέρει να μετράει και πολύ καλά! Θα τον βοηθήσουν οι άλλοι.

«Αν φύγουμε όλοι ποιος αριθμός θα είναι;» ρωτάει στο τέλος ένα μικράκι ελεφαντάκι. «Κανένας;» «0» «Μηδέν!» απαντούν τα αδέλφια του.

Ακόμα και το μηδέν όμως ανατρέπεται. Το ψάχνει ο αναγνώστης και τελικά ανακαλύπτει ότι έχει γίνει κορνίζα και μέσα του βρίσκεται η Μυρτώ που ακόμα προσπαθεί να μη μάθει να μετράει.

Έχω διαβάσει το βιβλίο σε τάξεις νηπιαγωγείου και σε μία ομάδα παιδιών 3 ετών. Αυτό που έχω να καταθέσω είναι τρελά γέλια, αστείες χορογραφίες, αριθμούς να παρελαύνουν και να συζητάνε μεταξύ τους, ζωντάνια και πολύ παιχνίδι, ενήλικες να γίνονται παιδιά και τα παιδιά να απολαμβάνουν την ανάγνωση τόσο που προσπαθούν να το διαβάσουν μόνα τους μετά. Ιδανικό για μεγαλόφωνη ανάγνωση, για θεατρική, εικαστική ή μουσικοκινητική απόδοση, για γιορτή τέλους ή αρχής, για γνωριμία με τα ζώα, ή απλώς για πρόκληση γέλιου που τόσο χρειαζόμαστε. Αν μαθαίνουν τα παιδιά να μετράνε; Αυτό πρέπει να το ανακαλύψετε μόνοι σας!

Υ.Γ. Πάντα θεωρώ ότι τα αξιόλογα εικονοβιβλία για τέτοιες ηλικίες (2 ή 3+), μέσα στην φαινομενική απλότητά τους, κρύβουν φιλοσοφικές προεκτάσεις που όμως απευθύνονται στον ενήλικα αναγνώστη που διαβάζει το βιβλίο στο παιδί. Είναι ένα κλείσιμο ματιού από ενήλικα (δημιουργό) σε ενήλικα (αναγνώστη), ένα μυστικό σημείο επικοινωνίας με τον ίδιο, τον εαυτό του και το παιδί. Ο ενήλικας που παρατηρεί αυτό το κλείσιμο του ματιού οφείλει να μοιραστεί τις σκέψεις του με το παιδί που του διαβάζει, διότι μόνο έτσι θα του καλλιεργήσει μια ματιά πιο διεισδυτική, την αλλαγή οπτικής και την αναζήτηση της ουσίας και της αλήθειας, για την αναζήτηση της οποίας οφείλουμε να εκπαιδεύουμε τα παιδιά από τη νηπιακή ηλικία. Εσωτερικεύεται με τον καιρό, γίνεται ανάγκη. Ακόμα, την αίσθηση ότι η -μεγαλόφωνη- ανάγνωση είναι μοίρασμα εμπειριών, σκέψεων, συναισθημάτων. Και κάπως έτσι ο κόσμος θα αλλάξει όταν αυτά τα παιδιά θα έχουν γίνει ενήλικες… 

Συγγραφέας/εικονογράφος: Μυρτώ Δεληβοριά
Εκδόσεις: Παπαδόπουλος
Χρονιά έκδοσης: 2024
Ηλικίες: 3+

ΜΟΙΡΑΣΕ ΤΟ

Διαβάστε ακόμα

Το κορίτσι και η καρδιά του ρομπότ

Πού πάνε τα χριστουγεννιάτικα βιβλία όταν τελειώνουν οι γιορτές; Η Γαρυφαλιά Τεριζάκη καταπιάνεται στη στήλη της “Απρόσμενες συναντήσεις με βιβλία”

Η τρομερή Μιράντα

“Ένα βιβλίο με ιδιαίτερο χιούμορ και σασπένς (δεν είναι και συνηθισμένος αφηγητής ένας φόβος που φοβάται, κρυφακούει και κρυφοκοιτάζει) που