Πριν από κάποια χρόνια είχε πραγματοποιηθεί στο Μέγαρο Μουσικής μια δημόσια συζήτηση με θέμα πώς γράφεται ένα κακό βιβλίο. Οι συμμετέχοντες, πανεπιστημιακοί και άνθρωποι του παιδικού βιβλίου είχαν αναφερθεί σε ζητήματα όπως η κακή τυπογραφία, η κακή εικονογράφηση, ο διδακτισμός, οι αντιγραφές, η έλλειψη πρωτοτυπίας στα κείμενα, η παρουσία στερεοτύπων στην πλοκή, τους χαρακτήρες και την εικονογράφηση, αλλά και στην επιλογή των θεμάτων1.
Οκτώ χρόνια μετά από αυτή τη συζήτηση, και ενώ ο χρόνος έδειξε ότι το ελληνικό παιδικό βιβλίο άλλαξε και οι εκδότες, νέοι και παλαιότεροι, μάς πρόσφεραν αρκετές εξαιρετικές ελληνικές παραγωγές, κυρίως στο εικονογραφημένο βιβλίο, αλλά και στα άλλα είδη του, το αγκάθι πάντα μένει. Μόνο που δεν έχει να κάνει απαραίτητα με τον κακό διδακτισμό – που δυστυχώς ακόμα υπάρχει – την απουσία όμορφης και προσεγμένης τυπογραφίας ή την τεχνικά και αισθητικά άρτια εικονογράφηση, αλλά κυρίως με τον τρόπο που ακόμα και σήμερα τα κείμενα μιλούν για σοβαρά κοινωνικά θέματα και στην πλειονότητά τους μάλλον αποτυγχάνουν.
Τι βλέπουμε, λοιπόν; Βλεπουμε να κυκλοφορούν πολλά μέτρια βιβλία. Γιατί κακά δεν είναι. Άλλωστε, το υψηλό επίπεδο της εικονογράφησης μπορεί εν μέρει να καλύψει το «κενό» που δημιουργεί το κείμενο. Και παρότι οι συγγραφείς τολμούν πια να μιλήσουν για θέματα όπως οι μεικτές ή ομόφυλες οικογένειες, η ταυτότητα φύλου, η ορατή ή αόρατη αναπηρία, η ψυχική ασθένεια ή η διαφορετικότητα, το κάνουν με έναν τρόπο σεμνότυφο ή σαν να ακολουθούν μια συνταγή. Σαν να θέλουν μεν να μιλήσουν για το θέμα, χωρίς όμως να τολμούν να εμβαθύνουν. Υπάρχει βέβαια πάντα και η περίπτωση όπου οι συγγραφείς να θέλουν να τολμήσουν, αλλά ο εκδότης να προτάσσει τις πιθανές ανύπαρκτες πωλήσεις και τον αρνητικό αντίκτυπο που ίσως να έχει το βιβλίο στο αναγνωστικό κοινό.
Η ερώτηση όμως που προκύπτει στον τελικό αποδέκτη, δηλαδή τον αναγνώστη, είτε μιλάμε για τον ενδιάμεσο (γονέα, φροντιστή ή εκπαιδευτικό), είτε τον άμεσο, δηλαδή το ίδιο το παιδί, είναι η εξής απλή: μας αρκεί ένα βιβλίο που περιορίζεται μόνο στην καλή πρόθεση; Εξ ορισμού, ένα βιβλίο που μιλάει μέσες άκρες για ένα σοβαρό θέμα, αγγίζοντάς το επιδερμικά, δημιουργεί περισσότερα προβλήματα και ερωτήματα από όσα θέλει να θίξει ή λύσει. Αφήνει μετέωρες απορίες που δεν απαντώνται, δημιουργεί ίσως και μια σύγχυση.
Υπάρχει βέβαια και η άποψη ότι καλύτερα να υπάρχει ένα μέτριο βιβλίο που θίγει το θέμα, παρά να μην υπάρχει καθόλου. Γιατί αυτό το μέτριο βιβλίο θα το πάρει, για παράδειγμα, ο εκπαιδευτικός και θα μπορέσει να το δουλέψει μέσα στην τάξη, σε μια ομάδα ανομοιογενή, με διαφορετικές προσλαμβάνουσες από το σπίτι και την οικογένεια. Θα μπορέσει με αυτό το βιβλίο ο δάσκαλος να βάλει τον σπόρο της γνώσης και της αμφιβολίας και να ξεκινήσει μια συζήτηση. Και είναι δεκτό και κατανοητό αυτό, γιατί ας μην ξεχνάμε πως ως κοινωνία και κυρίως ως γονείς είμαστε συντηρητικοί, ειδικά όταν τα θέματα αυτά απευθύνονται στα παιδιά μας.
Τα λογοτεχνικά βιβλία όμως δεν φτιάχνονται πρωτίστως ως εκπαιδευτικά εργαλεία, αλλά ως μέσα ψυχαγωγίας για τον ίδιο τον αναγνώστη.
Μας αρκεί, λοιπόν, ένα μέτριο βιβλίο για να ξεκινήσει μια συζήτηση πάνω σε ένα σοβαρό θέμα; Γιατί θεωρούμε ως καλή λύση το βιβλίο που κρύβεται πίσω από το δάκτυλό του και όχι εκείνο που λέει τα πράγματα ως έχουν και αντιμετωπίζει το παιδί – αναγνώστη ως ισάξιό του; Φοβάται ο εκδότης να εκτεθεί ή ο δημιουργός ή μήπως όλοι φοβόμαστε την αλλαγή στον τρόπο σκέψης; Γιατί τα θέματα ήταν πάντα εκεί, απλώς εμείς επιλέγαμε να μην τα βλέπουμε. Και στην τελική, μήπως εμείς οι ενήλικες δεν αντέχουμε να μιλήσουμε στα παιδιά; Γιατί το μόνο σίγουρο είναι ότι τα παιδιά και αντέχουν και μπορούν να καταλάβουν. Αρκεί να βρεθεί κάποιος να ασχοληθεί σοβαρά μαζί τους.