Σπάζοντας το βιβλίο: Αυτό δεν είναι το καπέλο μου

Ο Jon Klassen είναι ένας από τους πιο σημαντικούς σύγχρονους συγγραφείς και εικονογράφους παιδικής λογοτεχνίας με πολλά βιβλία στο ενεργητικό του. Από αυτά μόνο λίγα δυστυχώς έχουν μεταφραστεί και κυκλοφορούν στην Ελλάδα, όλα από τις εκδόσεις Κόκκινο.

Η σημερινή ανάλυση θα επικεντρωθεί στο Αυτό δεν είναι το καπέλο μου* που πρωτοκυκλοφόρησε το 2012 και έκτοτε έχει μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες. Θα μείνω στο επίπεδο του κειμένου και της ιστορίας και δεν θα μπω σε ειδικά ζητήματα εικονογράφησης, μιας και δεν είναι ο τομέας μου.

Τι καινούργιο κομίζει λοιπόν ο Jon Klassen στη μυθοπλασία για παιδιά; Αρχικά διευρύνει τον ορίζοντα προσδοκιών του κοινού. Στο έργο του εισάγονται αφηγηματικά και μυθοπλαστικά εργαλεία όπως η ειρωνεία, ο αναξιόπιστος αφηγητής, το τυφλό σημείο του ήρωα, τα παράλληλα επίπεδα αφήγησης και το ανοιχτό τέλος.

Η ειρωνεία αποτελεί υφολογική κατάσταση που βλέπουμε συχνά σε (καλά) βιβλία ενηλίκων. Αλλά σπανιότερα στην παιδική λογοτεχνία. Μπορεί να εντοπιστεί σε ποικίλες παραμέτρους του κειμένου, στον λόγο, στην κατάσταση, στην πλοκή, στον χαρακτήρα. Στο βιβλίο του Klassen γίνεται εμφανής τόσο στην υποτυπώδη πλοκή που υπάρχει όσο και στον πρωταγωνιστικό χαρακτήρα. Το ψαράκι που έκλεψε το καπέλο έχει εντελώς στρεβλή εικόνα της πραγματικότητας και ξέρει πολύ λιγότερα από όσα ξέρουμε εμείς οι αναγνώστες. Αυτό το τοποθετεί σε χαμηλότερη εποπτική θέση από εμάς και το συνδέει με μια πολύ παλιά παράδοση της ειρωνείας ως αφηγηματικού εργαλείου: την τραγική ειρωνεία. Το ίδιο δεν παθαίνει και ο Οιδίποδας; Ξέρει πάντα λιγότερα από όσα το κοινό του. Και όταν μαθαίνει την αλήθεια και φτάνει στο ίδιο επίπεδο με τον θεατή/αναγνώστη, καταστρέφεται. Το ψαράκι μας, ως άλλος μικρός Οιδίποδας επίσης «καταστρέφεται» στο τέλος. Δεν ξέρουμε την τύχη του. Πάντως σίγουρα χάνει το καπέλο που έκλεψε.

Υπό την επίδραση αυτού του μηχανισμού δημιουργούνται αυτομάτως δύο επίπεδα αφήγησης. Ένα που μας λέει ο πρωτοπρόσωπος αφηγητής και πρωταγωνιστής και ένα που βλέπουμε εμείς μέσα από την εικονογράφηση. Ανάμεσά τους υπάρχει τεράστια απόκλιση. Άλλη ιστορία λέει ο ένας και εντελώς διαφορετική η άλλη. Δημιουργείται έτσι σπινθήρας. Μια αφηγηματική ένταση που πρωτίστως διασκεδάζει τον αναγνώστη και στη συνέχεια τον βάζει σε σκέψη. Αυτή η διχοτομία της αφήγησης δημιουργεί νοηματικό χώρο που μπορεί να καλυφθεί μόνο με ενεργητική ανάγνωση.

Η άγνοια που έχει ο πρωταγωνιστής για την αληθινή του κατάσταση προέρχεται από το λεγόμενο τυφλό του σημείο. Είναι ένα τέχνασμα που εμφανίζεται συχνά σε τρισδιάστατους χαρακτήρες. Υπάρχει λοιπόν μια ψυχική, συναισθηματική και πνευματική περιοχή μέσα του στην οποία ο ήρωας δεν έχει πρόσβαση. Δεν ξέρει τι είναι. Δεν μπορεί να τη δει. Αυτό που δεν βλέπει το ψαράκι μας είναι ότι κάνοντας μια ηθικά μεμπτή πράξη και βλάπτοντας ουσιαστικά ένα πολύ μεγαλύτερο ψάρι από το ίδιο, είναι πολύ πιθανό να τιμωρηθεί. Δεν βλέπει λοιπόν ότι είναι εντελώς αφελές. Ο Klassen δεν είναι καθόλου ηθικολόγος. Δεν προσπαθεί να μας διδάξει κάτι σε ηθικό επίπεδο με την ιστορία του. Ούτε φτιάχνει ένα «έγκλημα και τιμωρία» για νήπια. Δεν μας λέει «παιδιά, είναι κακό πράγμα να κλέβετε». Ούτε καν. Χρησιμοποιεί το τυφλό σημείο ως μηχανισμό για να προωθήσει την ιστορία του μπροστά και να ενισχύσει την ειρωνεία του βιβλίου.

Κάτι που μπορεί να κάνει τους υπέρμαχους της παιδαγωγικής ορθοδοξίας να ανατριχιάσουν: στο βιβλίο του Klassen όλα τα πρόσωπα που παρουσιάζονται είναι αρνητικοί χαρακτήρες, αντι-ήρωες κατά μία έννοια. Δεν υπάρχει ούτε ένα θετικό πρότυπο εκεί μέσα. Αυτό μειώνει ακόμα περισσότερο την όποια δυνητική προσπάθεια να ερμηνευτεί το βιβλίο μέσα από διδακτικό πρίσμα.

Όλα τα παραπάνω έρχονται και δένουν στο κόνσεπτ του αναξιόπιστου αφηγητή. Αυτή είναι μια έννοια που προέρχεται από τη θεωρία της λογοτεχνίας και σταθμίζει την απόσταση που υπάρχει ανάμεσα στον λόγο του αφηγητή και στο ιδεολογικό φάσμα που φέρει ο λεγόμενος υπονοούμενος συγγραφέας. Εκείνη η αόριστη ιδεολογική και αφηγηματική δύναμη δηλαδή που φτιάχνει τον κόσμο του κειμένου και βρίσκεται ανάμεσα στον αληθινό συγγραφέα, εν προκειμένω τον Jon Klassen, και τον αφηγητή του ως διαμεσολαβητική παρουσία.

Το Αυτό δεν είναι το καπέλο μου δεν μανιπιουλάρει το νόημα, δεν εξηγεί τίποτα. Δεν σου λέει τι πρέπει να καταλάβεις. Και έχει ως φυσική κατάληξη ένα ανοιχτό τέλος. Δεν είμαστε σίγουροι τι συνέβη πίσω από τα φύκια. Ο αναγνώστης χάνει την προνομιακή του θέση. Δεν έχει πλέον καλύτερη εποπτεία της αφηγηματικής κατάστασης από τους ήρωες. Εκείνοι ξέρουν περισσότερα από αυτόν. Η δραματική ειρωνεία αντιστρέφεται. Το μικρό ψάρι γλίτωσε λοιπόν ή το καταβρόχθισε ο διώκτης του; Μήπως κατάφερε να ξεφύγει έστω με κάποιες αμυχές; Πάντως από εκεί και πέρα σιωπά. Και η τάξη αποκαθίσταται. Το μεγάλο ψάρι παίρνει πίσω το καπέλο του. Αλλά τώρα, ίσως πρώτη φορά, παρατηρούμε ότι το συγκεκριμένο καπέλο του είναι πολύ μικρό. Μήπως και εκείνο το έκλεψε πιο πριν από κάποιο άλλο μικρότερο ψάρι;

*στα ελληνικά μεταφράστηκε από τον Γιώργο Κουραβέλο και κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Κόκκινο το 2013.

ΜΟΙΡΑΣΕ ΤΟ

Διαβάστε ακόμα