
Σενάριο/Σχέδιο: Πέιτζ Μπράντοκ
Μετάφραση: Μάρω Ταυρή
Εκδόσεις: Μεταίχμιο
Ηλικία: 7+
Η αγαπημένη σειρά επιστρέφει με ένα φουλ χριστουγεννιάτικο βιβλίο. Κατακόκκινο. Από αυτά που τα βλέπεις στο ράφι και λες «οκ, αυτό είναι για Δεκέμβρη». Τα λατρεμένα κατοικίδια Σνουπι, Μάφιν, και Κούκι επιστρέφουν με τα πουλόβερ τους και με εκείνη την ανυπομονησία για τις γιορτές που, ας μη γελιόμαστε, όλοι οι γονείς νιώθουμε στο πετσί μας αυτές τις μέρες. Λίγο ενθουσιασμός, λίγο χάος, λίγο “πότε θα τελειώσουμε επιτέλους;”.
Μόνο που αυτή τη φορά ένας νέος επισκέπτης εισβάλλει στο σπίτι. Και πιο συγκεκριμένα στο χριστουγεννιάτικο δέντρο. Ένας σκίουρος που ξεπαγιάζει μπαίνει μέσα, κρύβει παντού τα βελανίδια του και θρονιάζεται κανονικά ανάμεσα στα στολίδια. Μέχρι που τα κατοικίδια θα τον ανακαλύψουν και θα ξεκινήσει το κυνηγητό. Όλα αυτά, φυσικά, πριν γυρίσει ο άνθρωπος από τη δουλειά.
Και επειδή είναι Χριστούγεννα, όλοι χρειάζονται ζεστασιά. Και τελικά, ποιον πειράζει το σκιουράκι, στο κάτω κάτω; Έτσι, αποφασίζουν να αφήσουν το Βέλο να μείνει και να ζήσει τις γιορτές μαζί τους. Αγάπη, αποδοχή, ένα σπίτι που χωράει έναν ακόμα. Όλα σωστά, όλα γλυκά.
Η υπόθεση του βιβλίου αυτού θυμίζει πολύ έντονα την ιστορία της θρυλικής μικρού μήκους ταινίας Pluto’s Christmas Tree του 1952. Με τον Πλούτο να κυνηγάει τον Τσιπ και τον Ντέιλ. Και εδώ, συγγνώμη κιόλας, αλλά δεν υπάρχει σύγκριση. Η ταινία είναι αριστούργημα. Ξεκαρδιστική. Ο Πλούτο προσπαθεί απεγνωσμένα να κάνει το σωστό, αλλά έχει μπλέξει άσχημα με δύο πανέξυπνα, σκανταλιάρικα σκουράκια που δεν έχουν καμία πρόθεση να συνεργαστούν. Τον κοροϊδεύουν, τον παγιδεύουν, τον οδηγούν στα όριά του. Το σπίτι γίνεται πεδίο μάχης, το δέντρο διαλύεται, τίποτα δεν είναι υπό έλεγχο. Και αυτό είναι το κλειδί. Στον Πλούτο δεν χαρίζεται κανείς. Δεν υπάρχει εύκολη συναισθηματική λύση, δεν υπάρχει “ας καθίσουμε να το συζητήσουμε”. Υπάρχει σύγκρουση, χάος, σωματικό χιούμορ, αποτυχία. Ο Πλούτο πέφτει, γλιστράει, εξευτελίζεται. Τα σκίουρα δεν είναι “παρεξηγημένα”. Είναι πονηρά, σατανικά, απολαυστικά ενοχλητικά. Και το παιδί γελάει με την καρδιά του.
Στο βιβλίο της Πέιτζ Μπραντοκ, αντίθετα, η σύγκρουση υπάρχει μόνο όσο χρειάζεται για να λυθεί. Ο σκίουρος έχει λόγο που μπήκε στο σπίτι, ξεπαγιάζει ο καημένος. Τα κατοικίδια μπορεί να κυνηγούν, αλλά όχι πραγματικά. Δεν υπάρχει αληθινός κίνδυνος, ούτε αληθινή απώλεια ελέγχου. Όλα οδηγούν γρήγορα σε μια ζεστή, καθησυχαστική συνύπαρξη.
Και εδώ, νομίζω, φαίνεται καθαρά η βασική διαφορά στο πώς απευθύνονταν κάποτε οι δημιουργοί στα παιδιά και στο πώς τους μιλάμε σήμερα. Τότε, τα παιδιά θεωρούνταν θεατές που αντέχουν την ένταση. Που μπορούν να γελάσουν με το χάος, με την αποτυχία, με το γεγονός ότι κανείς δεν έχει απόλυτο δίκιο. Ο Πλούτο δεν μαθαίνει κάποιο μεγάλο μάθημα. Απλώς επιβιώνει από μια καταστροφή.
Σήμερα, τα παιδιά αντιμετωπίζονται περισσότερο ως αναγνώστες που χρειάζονται συναισθηματική ασφάλεια. Όλα πρέπει να εξηγηθούν, να ισορροπήσουν, να κλείσουν όμορφα. Κανείς δεν είναι πραγματικά κακός, κανείς δεν μένει εκτός. Το μήνυμα προηγείται του γέλιου. Δεν λέω ότι αυτό είναι λάθος. Αλλά είναι διαφορετικό. Όμως κάπου μέσα σε αυτή τη διαφορά χάνεται εκείνη η άγρια, αναρχική χαρά που έκανε τις παλιές ιστορίες αξέχαστες. Γιατί, αν με ρωτάτε, τα παιδιά τότε γελούσαν με το χάος. Και μια υποψία έχω ότι και τα σημερινά θα άντεχαν λίγο παραπάνω απ’ όσο νομίζουμε.
Και μη νομίζετε ότι δεν υπάρχει και παλιότερα καλό τέλος. Όταν ο Μίκυ βάζει τα πράγματα στη θέση τους, όλοι μαζί, Πλούτο, Τσιπ, Ντέιλ και Μίκυ απολαμβάνουν τα κάλαντα. Γιατί καλό το χάος αλλά τα Χριστούγεννα είναι πώς να το κάνουμε, γιορτή της αγάπης.


