Τι είναι άραγε η μοντεσσοριανή μέθοδος και γιατί ακόμα και στις μέρες μας είναι παρεξηγημένη από κάποιους; Η Ιταλίδα γιατρός και εκπαιδευτικός, που έχει συνδέσει το όνομά της με τη διαπαιδαγώγηση των μικρών σε ηλικία ανθρώπων, αλλά και των νεαρών ατόμων, ήταν μια επαναστάτρια της εποχής της που έμελλε να φέρει σημαντικές αλλαγές στον τρόπο που γονείς και εκπαιδευτικοί βλέπουμε και αντιμετωπίζουμε τα παιδιά σήμερα.
Το βιβλίο Μιλώντας για γονείς: έντεκα κείμενα της Μαρίας Μοντεσσόρι“, που μόλις κυκλοφορήσε στα ελληνικά από τις εκδόσεις Καλειδοσκόπιο, μας δίνει τη δυνατότητα να δούμε τον κόσμο των παιδιών μέσα από τα μάτια της και να κατανοήσουμε τους λόγους για τους οποίους αυτή η γυναίκα θεωρείται επαναστάτρια. Η βασική της αρχή ήταν πως αν πρέπει να αλλάξει κάτι, είναι εμείς οι ίδιοι, οι γονείς και οι εκπαιδευτικοί. Οι μεγάλοι, όχι τα παιδιά. Με την προϋπόθεση βέβαια πως σκοπός μας είναι να τα βοηθήσουμε με τον σωστό τρόπο κι όχι με την επιβολή, την τιμωρία και την ανταμοιβή. Η λέξη-κλειδί είναι σεβασμός και το ζητούμενο η κατανόηση του δικού τους κόσμου. Τα παιδιά – αναφέρει η Μοντεσσόρι – είναι εκείνα που πρέπει να διαμορφώσουν μόνα τους το καθένα ξεχωριστά τον εαυτό του και δείχνοντας σεβασμό στο άτομό τους, δίνοντάς τους χώρο, χρόνο και το κατάλληλο περιβάλλον, δημιουργούμε τις κατάλληλες συνθήκες για την αυτο-διαμόρφωσή τους.
Η μεγαλοφυία της Μοντεσσόρι – τονίζει στο εισαγωγικό της σημείωμα η μοντεσσοριανή δασκάλα και συγγραφέας Πόλα Πολκ Λίλλαρντ, ήταν αυτή που όχι μόνο ανακάλυψε τα χαρακτηριστικά κάθε ξεχωριστού σταδίου της ανθρώπινης ύπαρξης, αλλά και αναγνώρισε τις ιδιαίτερες εσωτερικές δυνάμεις που διαθέτει κάθε ανθρώπινο ον προκειμένου να εκπληρώσει την προσωπική του αυτο-διαμόρφωση.
Η μαγεία των κειμένων της Μαρίας Μοντεσσόρι που περιλαμβάνονται σε αυτό το βιβλίο δεν έγκειται μόνο στις παρατηρήσεις που κάνει για κάθε στάδιο ηλικίας των παιδιών, αλλά κυρίως στον τρόπο που τα γράφει. Με απλά λόγια, απόλυτα κατανοητά από τον καθένα, μιλάει για τις βασικές αρχές που συναντάμε σε ένα μοντεσσοριανό νηπιαγωγείο για παιδιά ηλικίας 3-6 ετών, τις αρχές που μπορούν να εφαρμοστούν στο σπίτι, για την ανάγκη των παιδιών να ζουν και να εργάζονται σε ένα περιβάλλον που να τα εξυπηρετεί, να έχουν έναν δικό τους χώρο μέσα στο σπίτι, να έχουν το δικαίωμα να κρατούν τα δικά τους μυστικά, να κάνουν δική τους δουλειά κ.α. Και μην σας παραξενεύει η λέξη “δουλειά“. Είναι κάτι ακόμα που η Μοντεσσόρι εξηγεί μέσα στο βιβλίο.
Το “Μιλώντας για γονείς: έντεκα κείμενα της Μαρίας Μοντεσσόρι” είχαμε την τύχη να το δούμε μεταφρασμένο στα ελληνικά, γιατί μια Ελληνίδα μοντεσσοριανή νηπιαγωγός, η Ελένη Παπαδοπούλου είχε διαβάσει την πρώτη έκδοση του βιβλίου στα αγγλικά και, ως γονιός και εκπαιδευτικός, αναγνώρισε την αξία των κειμένων αυτών. Η προσφορά της κ. Παπαδοπούλου στο συγκεκριμένο έργο αναφέρεται στον πρόλογο της ελληνικής έκδοσης, που έγραψε η κ. Ειρήνη Φαφαλιού, Διευθύντρια Σπουδών AMI (Association Montessori Internationale) στο Μοντεσσοριανό Εργαστήριο της Αθήνας. To βιβλίο αυτό έρχεται να προστεθεί σε αυτά που αποτελούν την Μοντεσσοριανή Βιβλιοθήκη.
Η κυκλοφορία του βιβλίου αυτού και η σημερινή Παγκόσμια Ημέρα της Γυναίκας, μας δίνει μια πολύ καλή αφορμή να μιλήσουμε για τη Μαρία Μοντεσσόρι, τη γυναίκα που αψήφισε τις νόρμες της εποχής της, σπάζοντας κατεστημένα αιώνων που ήθελαν τις γυναίκες λιγότερες, μικρότερες, αμελητέες ποσότητες, δεύτερης κατηγορίας ανθρώπους σε σχέση με τους άνδρες. Μέσα από την ίδια της τη ζωή, η Μοντεσσόρι έδειξε σε όλον τον κόσμο ότι επειδή είναι γυναίκα δεν σημαίνει πως δεν μπορεί.
Γιατρός, εκπαιδευτικός, υπέρμαχος των αγώνων των δικαιωμάτων των γυναικών και των παιδιών, γεννήθηκε στις 31 Αυγούστου του 1870 στην πόλη Chiaravalle της Ιταλίας. Φοίτησε στο Regio Instituto Tecnico Leonardo da Vinci, θέλοντας να αποκτήσει πτυχίο μηχανικού, ενώ μετά την απόκτηση του συγκεκριμένου τίτλου, έγινε δεκτή στην Ιατρική Σχολή. Ηταν μία από τις πρώτες γυναίκες στη χώρα της που διεκδίκησε το δικαίωμά της στην πανεπιστημιακή μόρφωση, χωρίς βέβαια αυτό να σημαίνει ότι δεν έγινε αποδέκτης πιέσεων, τόσο από το οικογενειακό της περιβάλλον, όσο και από τους καθηγητές και τους άνδρες συμφοιτητές της στην ιατρική σχολή, οι οποίοι ήταν αρνητικά προκατειλημμένοι απέναντί της λόγω του φύλου της κι όχι π.χ. των ικανοτήτων της. Θεωρήθηκε, για παράδειγμα ακατάλληλο, για την Μοντεσσόρι να παρακολουθεί μαθήματα ανατομίας μαζί με άνδρες φοιτητές και έτσι αναγκάστηκε να εκτελεί την ανατομία των γυμνών πτωμάτων μόνη της. Αποφοίτησε το 1896 κι έγινε έτσι η πρώτη γυναίκα στην Ιταλία με πτυχίο Ιατρικής και ειδικότητα στο βρογχικό άσθμα.
Την ίδια χρονιά, αυτή της αποφοίτησής της, έβγαλε λόγο στο πλαίσιο του Διεθνούς Συνεδρίου για τα Δικαιώματα των Γυναικών στο Βερολίνο, αναφέροντας αναλυτικά την πρότασή της για την κοινωνική μεταρρύθμιση που θα είχε ως αποτέλεσμα οι γυναίκες να πληρώνονται για την ίδια δουλειά όπως και οι άνδρες συνάδελφοί τους.
Την περιόδο εκείνη η Μοντεσσόρι αρχίζει να δουλεύει με παιδιά με νοητικά προβλήματα. Παράλληλα, ταξίδευε, μελετούσε και δημοσίευε σε εθνικό και σε διεθνές επίπεδο άρθρα και μελέτες πάνω στο έργο της, ενώ έγινε συν-διευθύντρια στο Scuola Magistrate Ortofrenica. Στις 31 Μαρτίου του 1898 γέννησε το μοναχοπαίδι της, τον Μάριο Μοντεσσόρι, πατέρας του οποίου ήταν ο γιατρός και συνάδελφός της Τζουζέπε Μοντεσάνο. Σύμφωνα με τις κοινωνικές προσταγές της εποχής, εάν η Μοντεσσόρι επέλεγε να παντρευτεί θα ήταν αναγκασμένη να σταματήσει να εργάζεται επαγγελματικά. Εκείνη όμως αποφάσισε να συνεχίσει τις σπουδές και τη δουλειά της και να κρατήσει κρυφή τη σχέση της με τον Μοντεσάνο, υπό την προϋπόθεση ότι κανένας τους δεν θα παντρευόταν άλλον. O Μοντεσάνο όμως αθέτησε την υπόσχεσή του. Ετσι η Montessori εγκατέλειψε τη διευθυντική της θέση το 1901.
Αντί όμως να βρει μια νέα δουλειά μετά την αποχώρησή της από το Scuola Magistrate Ortofrenica, η Μοντεσσόρι επέστρεψε στο πανεπιστήμιο ως φοιτήτρια, αυτή τη φορά επιλέγοντας για αντικείμενο των σπουδών της τη ψυχολογία και τη φιλοσοφία. Εκανε μαθήματα πάνω στην εκπαιδευτική φιλοσοφία, τη φυσική ανθρωπολογία και την πειραματική ψυχολογία. Οι σπουδές της στην ανθρωπολογία την οδήγησαν στον διορισμό της ως καθηγήτρια στο συγκεκριμέο τμήμα του Πανεπιστήμιου το 1904, ενώ την βοήθησαν πολύ στη συγγραφή του βιβλίου της Παιδαγωγική Ανθρωπολογία (1910). Στις 6 Ιανουαρίου 1907, η Μοντεσσόρι άνοιξε το δικό της σχολείο για τα φτωχά, «διανοητικά ελαττωματικά» παιδιά, το Casa dei Bambini (Το σπίτι των παιδιών”).
Η Μαρία Μοντεσσόρι προτάθηκε τρεις φορές για Βραβείο Νόμπελ (το 1949, το 1951 και 1952), αλλά δεν το πήρε καμία από τις τρεις χρονιές. Πέθανε στο Noordwijk, στην Ολλανδία, στις 6 Μαΐου του 1952, αφήνοντας πίσω της ένα τεράστιο έργο, το οποίο διατηρεί ζωντανό ο διεθνής οργανισμός που δημιούρησε το 1929, η Association Montessori International, που καθοδηγεί και εποπτεύει τα Μοντεσσοριανά Σχολεία σε όλο τον κόσμο.
Περισσότερα για τη ζωή και το έργο της εδώ.