Συνέντευξη: Αγγελική Δαρλάση

“Μια μεγαλόφωνη ανάγνωση δημιουργεί το δικό της «μαγικό κύκλο», το δικό της χωροχρόνο και φέρει, σαν συλλογική μνήμη, κάτι από την ποιότητα που είχαν οι πρώτες αφηγήσεις όταν ακόμη οι άνθρωποι προσπαθούσαν να βρουν στους μύθους την παρηγοριά για όσα τους τρόμαζαν και τις απαντήσεις για όσα τους παραξένευαν κι ήθελαν να κατανοήσουν“. Αυτό αναφέρει, μεταξύ άλλων, στη συνέντευξη που παραχώρησε στην Κόκκινη Αλεπού η πολυβραβευμένη συγγραφέας Αγγελική Δαρλάση, την οποία θα έχουμε την χαρά να ακούσουμε να μας διαβάζει δυνατά το νέο της βιβλίο “Το μόνο της ζωής του ταξίδι” στην πρώτη μεγάλη εκδήλωση του περιοδικού για την προώθηση της εκστρατείας ενθάρρυνσης των μεγαλόφωνων αναγνώσεων “Διαβάζω Δυνατα“. Με αφορμή την αυριανή μας συνάντηση στον Πολυχώρο Μεταίχμιο (Ιπποκράτους 118, στις 12.30 μ.μ.), αλλά και την κυκλοφορία του “Το μόνο της ζωής του ταξίδι” (εκδ. Μεταίχμιο), μιλήσαμε μαζί της για τον Γεώργιο Βιζυηνό, τη μαγεία των κειμένων του, τις διασκευές και φυσικά τις μεγαλόφωνες αναγνώσεις.

Δεν είναι η πρώτη φορά που μπαίνετε στη διαδικασία της μεταφοράς ενός μεγάλου και σημαντικού έργου σε μικρότερη φόρμα (Αλίκη στη χώρα των θαυμάτων, Ονειρο καλοκαιρινής νύχτας). Τι ήταν αυτό που σας γοήτευσε στο κείμενο του Βιζυηνού και θελήσατε να το διασκευάσετε ώστε να μπορεί να διαβαστεί από πιο μικρούς σε ηλικία αναγνώστες;
Κρατάω το ρήμα «γοήτευσε». Πάντα επιζητούσα να γοητεύομαι, κι όσο μεγαλώνω τόσο περισσότερο αναζητώ τη γητειά. Ο Βιζυηνός, όπως και οι άλλοι συγγραφείς που αναφέρατε, ανέκαθεν με γοήτευε. Ίσως επειδή μπορούσε να είναι παραμυθάς, αλλά ταυτόχρονα βαθύς γνώστης της ανθρώπινης ψυχολογίας και διανοητής. Συνδυάζει στο ύφος του τη σχεδόν υπαρξιακή μελαγχολία ενός βαθιά σκεπτόμενου ενήλικα με το γεμάτο αθωότητα κι ειλικρινή περιέργεια βλέμμα ενός παιδιού. Κι είναι κι αυτή η λεπτή του ειρωνεία, το χιούμορ κι, ενίοτε, ο, σχεδόν αυτοσαρκασμός. Κι όλα αυτά μέσα σε συναρπαστικές ιστορίες με μια τόσο όμορφη γλώσσα ειπωμένες – να κρέμεσαι από τις λέξεις του. Θα ήταν τόσο ωραίο λοιπόν αν από μικρή ηλικία γνώριζαν τα παιδιά την ύπαρξη ενός τόσο δεινού λογοτέχνη – ο οποίος άλλωστε έγραψε και ιστορίες για παιδιά. Κι αν μπορούσα να συνεισφέρω, έστω στο ελάχιστο, για να τον μάθουν θα το έκανα. Και το έκανα.  

Γιατί επιλέξατε το «Μόνον της ζωής του ταξίδειον»;
Μα γιατί είναι τόσο όμορφη, τρυφερή και παραμυθένια ιστορία. Είναι μια ιστορία για τα παραμύθια και την ανάγκη μας να τα διηγούμαστε και να τα ακούμε και πολλές φορές να τα πιστεύουμε, επειδή κάνουν πιο γλυκιά τη ζωή μας. Είναι μια ιστορία για την ανάγκη του νου να ταξιδεύει και για τη ζωή που φέρνει τα δικά της ταξίδια μέσα από τις σχέσεις των ανθρώπων. Και ταυτόχρονα είναι μια από τις πιο ουσιαστικές και τρυφερές ιστορίες για την μοναδικότητα της σχέσης, του δεσμού που μπορεί να υπάρχει ανάμεσα σε ένα εγγόνι και τον παππού του.  Κι επειδή εντέλει, είναι ένα διαμαντάκι της λογοτεχνίας μας που κάθε φορά που το διαβάζεις δεν μπορεί παρά να σε συγκινεί, να σε γοητεύει… Και κάθε φορά να θαυμάζεις σαν να είναι η πρώτη.

Ποια ήταν η μεγαλύτερη πρόκληση σε αυτή τη συγγραφική σας δουλειά;
Όπως κάθε φορά, τα να διατηρήσω έστω και κάτι από την ατμόσφαιρα, το ήθος, το ύφος, το ρυθμό του αρχικού κειμένου. Το να το… προδώσω όσο το δυνατόν λιγότερο. Ή να το πω αλλιώς: να μεταφέρω έστω και λίγο από το άρωμα του αρχικού κειμένου στον μικρό αναγνώστη/αναγνώστρια έτσι ώστε, όταν αργότερα, μεγαλύτερος/η πια, πέσει στα χέρια του/της το συγκεκριμένο διήγημα, να νιώσει τη… μυρωδιά οικεία και να θελήσει να το διαβάσει και να το απολαύσει στην πληρότητά του. 

Κείμενα του Βιζυηνού μελετούν συνήθως οι μαθητές των τελευταίων τάξεων του Λυκείου. Τι είναι αυτό που θεωρείτε εσείς ότι θα συγκινήσει τους μαθητές των πρώτων τάξεων του Δημοτικού στους οποίους και απευθύνεται αυτή η σειρά βιβλίων;
Τα μεγάλα και σπουδαία κείμενα νομίζω πως θεωρούνται ως τέτοια όχι μόνο επειδή αντέχουν διαχρονικά στο πέρασμα του χρόνου αλλά και στο δικό μας, προσωπικό μεγάλωμα. Με διαφορετικό τρόπο προσεγγίζουμε κι αξιολογούμε τα πράγματα στα έξι μας, στα δεκάξι, στα τριάντα-έξι μας και πάει λέγοντας. Σε κάθε ηλικία υπάρχει κάτι που μπορεί να βρεις να σε συγκινήσει. Στη συγκεκριμένη περίπτωση νομίζω πως τα παιδιά θα γοητευτούν από την παραμυθένια ατμόσφαιρα και την αφηγηματική δύναμη του συγκεκριμένου διηγήματος και από το γεγονός πως ο αφηγητής είναι παιδί και πως στην ουσία μιλάει και για τη σχέση με τον αγαπημένο του παππού, μια σχέση που πολλά παιδιά βιώνουν έντονα σ’ αυτή την ηλικία.    

Πολλές διασκευές κλασικών έργων που γίνονται βιβλία για παιδιά πρωτοσχολικής ηλικίας έχουν κατηγορηθεί ότι απογυμνώνουν το πρωτότυπο από την ομορφιά και την ουσία του. Ποια είναι η αποψή σας για το θέμα; Μπορεί ένα παιδί να κατανοήσει και να απολαύσει την ομορφιά των κειμένων π.χ. του Σέξπιρ ή του Βιζυηνού;
Θεωρητικά μιλώντας, σε κάθε διασκευή, μεταγραφή κειμένου χάνεις κάτι, αν όχι πολλά, από το αρχικό κείμενο. Στη συγκεκριμένη περίπτωση ήδη έχουμε χάσει σημαντικό κομμάτι της ομορφιάς του κειμένου από τη στιγμή που η διασκευή δεν γράφεται στη γλώσσα του Βιζυηνού – που  συνδυάζει μια απλή, κομψή καθαρεύουσα με δημοτική. Άρα ήδη έχουμε χάσει πολλά. Από την άλλη πλευρά η τόσο όμορφη γλώσσα του Βιζυηνού είναι μια γλώσσα που αν τη διαβάζαμε σ’ ένα μικρό παιδί σήμερα, φοβάμαι ότι δε θα μπορούσε να το γοητεύσει, δεν θα την καταλάβαινε. Άρα…

Με τις διασκευές αυτές προσωπικά προσδοκώ ότι κάνω απλώς μια έντιμη προσέγγιση, δίνω μια πρώτη εικόνα του αρχικού κειμένου.  Όμως αν καταφέρω στη διασκευή μου να διασώσω κάτι και από την αλήθεια του κειμένου – όπως εγώ φυσικά, ως διασκευάστρια, την προσλαμβάνω και με αγγίζει –    είναι σαν να ανοίγω ένα παράθυρο για να κοιτάξει το πιτσιρίκι μέσα στο σπίτι. Και μετά από χρόνια περνώντας απ’ έξω να του φανεί γνώριμο, οικείο κι έτσι να θελήσει ν’ ανοίξει την πόρτα να μπει μέσα και να … ζήσει σ’ αυτό το σπίτι. Το πότε, σε ποια ηλικία θα του/της συμβεί αυτό εξαρτάται από πολλούς και διαφορετικούς παράγοντες.

Το Σάββατο θα συναντηθούμε στον Πολυχώρο Μεταίχμιο για να διαβάσουμε δυνατά το νέο σας βιβλίο, τη διασκευή στον Βιζυηνό, και να μιλήσουμε για τη σημασία των μεγαλόφωνων αναγνώσεων, με αφορμή την εκστρατεία ενθάρρυνσης των μεγαλόφωνων αναγνώσεων της Κόκκινης Αλεπούς. Ποια είναι η γνώμη σας για την πρακτική αυτή;

Θα σας πω μια πεποίθησή μου: σε μια κοινωνία που θέλει διαρκώς και ταχύρυθμα να καταναλώνει, έχοντας ξεχάσει τη χαρά της ήρεμης, αργής απόλαυσης, έχουμε ξεχάσει ταυτόχρονα και να ακούμε. Νομίζω ότι δεν ακούμε πραγματικά. Τα παιδιά πλέον, ήδη από τη βρεφική ηλικία, μεγαλώνουν γνωρίζοντας αποκλειστικά σχεδόν και μόνο τη δυναμική και τη δύναμη της εικόνας. Κι αυτό έχει τελικά δυσάρεστες επιπτώσεις και σε ικανότητες αλλά και σε κοινωνικές δεξιότητες παιδιών που ως γενιές είναι πιο προικισμένες από τις παλιότερες. Το λέω με κάθε αφορμή, σε κάθε μου μάθημα σε κάθε συνάντηση με νέους φοιτητές, δασκάλους, ηθοποιούς κλπ. Μια μεγαλόφωνη ανάγνωση δημιουργεί το δικό της «μαγικό κύκλο», το δικό της χωροχρόνο και φέρει, σαν συλλογική μνήμη, κάτι από την ποιότητα που είχαν οι πρώτες αφηγήσεις όταν ακόμη οι άνθρωποι προσπαθούσαν να βρουν στους μύθους την παρηγοριά για όσα τους τρόμαζαν και τις απαντήσεις για όσα τους παραξένευαν κι ήθελαν να κατανοήσουν. Δημιουργεί ταυτόχρονα μια γοητευτική σχέση σε όσους συμμετέχουν και καλλιεργεί, φορά τη φορά, την ικανότητά μας να ακούμε και να φανταζόμαστε χωρίς την «παρεμβολή» της εικόνας. Το να ακούμε ο ένας τον άλλον μοιάζει να είναι μια ικανότητα που πρέπει να… ανακαλύψουμε – μαζί και τη γοητεία του «ακούειν». Ας αρχίσουμε, λοιπόν, και με το να διαβάζουμε δυνατά… δυνατές ιστορίες.

Περισσότερες πληροφορίες για την εκδήλωση στον Πολυχώρο Μεταίχμιο εδώ

H Αγγελική Δαρλάση σπούδασε Θεατρολογία, Παραστατικές Τέχνες και δημιουργική γραφή, έχει σκηνοθετήσει θεατρικές και μουσικές παραστάσεις, performances, devised και promenade παραστάσεις κι έχει δουλέψει στον κινηματογράφο και την τηλεόραση. Το 2004 κυκλοφόρησε το πρώτο της βιβλίο για παιδιά και ακολούθησαν άλλα βιβλία (Τότε που κρύψαμε έναν άγγελο, Το δέντρο που είχε φτερά, Το παλιόπαιδο, Όταν έφυγαν τ’ αγάλματα, Το αγόρι στο θεωρείο, κ.ά.) και θεατρικά έργα, τα οποία διακρίθηκαν και βραβεύτηκαν. Το 2019 η κ. Δαρλάση τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Θεατρικού Εργου για παιδιά για το “Ράϊαν και Νουρ ή… Νουρ και Ράϊαν”.

ΜΟΙΡΑΣΕ ΤΟ

ΜοΜΑ: Curtis Scott

Ο Curtis Scott (αριστερά), υπεύθυνος του εκδοτικού του Μουσείου Μοντέρνας Τέχνης της Νέας Υόρκης (MoMA), βρέθηκε τον Οκτώβριο στην Αθήνα και στο πλαίσιο των επισκέψεών του σε σχολεία μίλησε με τη Ζωή Κοσκινίδου για τα βιβλία Τέχνης που απευθύνονται σε παιδιά.

Anna Wilson

Η Anna Wilson γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Αυστραλία, σπούδασε και ακολούθησε ακαδημαϊκό δρόμο, ταξίδεψε πολύ και γνώρισε πολλά μέρη. Όμως πάντα αγαπούσε να ζωγραφίζει. Ένα συμβάν στη ζωή της έπαιξε καταλυτικό ρόλο, ώστε να παρατήσει την ακαδημαϊκή της ενασχόληση και να αφιερωθεί σε αυτό που πάντα αγαπούσε αλλά φοβόταν να τολμήσει: να ζωγραφίζει. Κάπως έτσι ξεκίνησε να εικονογραφεί παιδικά βιβλία. Κάπως έτσι συνεργάστηκε με τη συγγραφέα Holly Hughes και μαζί δημιούργησαν αυτό το συγκινητικό και πολύ ατμοσφαιρικό βιβλίο που μιλάει για τη φιλία, τη σημασία της προσφοράς και τη μαγεία του χειμώνα… Με αφορμή την κυκλοφορία στα ελληνικά του βιβλίου “Το αγόρι που έφερε το χιόνι” (εκδ. Μάρτης) η Ζωή Κοσκινίδου μίλησε με την εικονο-γράφο.