
Μια λαϊκή αγορά γίνεται σημείο συνάντησης λέξεων και εικόνων, πραγματικότητας και ποίησης. Η συγγραφέας Αργυρώ Πιπίνη και ο εικονογράφος Αχιλλέας Ραζής συναντιούνται ξανά, αυτή τη φορά πάνω από τον εμβληματικό πίνακα του Παναγιώτη Τέτση Η Λαϊκή Αγορά που εκτίθεται στην Εθνική Πινακοθήκη, δημιουργούν το βιβλίο “Κινητή Γιορτή: ένας περίπατος στη λαϊκή αγορά του Τέτση” και μιλούν για τη συνεργασία τους, τα αυτοβιογραφικά τους ίχνη πάνω στο νέο τους έργο και τη μαγεία της συνάντησης παιδιών και Τέχνης.
Συναντηθήκατε τυχαία στη Λαϊκή Αγορά ή είχατε δώσει… ραντεβού; Ποιος άξονας λειτούργησε ως θεμέλιο για την αφήγησή σας (η κοινωνική ζωή της αγοράς, η αισθητηριακή εμπειρία, η καλλιτεχνική της απεικόνιση, κάποιος άλλος) και πώς συνομιλήσατε μεταξύ σας, ώστε η «Κινητή Γιορτή» να γίνει ένα ενιαίο έργο όπου οι εικόνες και οι λέξεις συνδιαμορφώνουν έναν κοινό κόσμο;
Α.Π. Ήταν… ραντεβού στα τυφλά. Αγαπώ πολύ τη Λαϊκή Αγορά του Τέτση. Από παλιά. Έχω αποκόμματα περιοδικών που γράφουν την ιστορία του πίνακα, εισιτήρια της Πινακοθήκης που τον απεικονίζουν. Για κάποιους είναι παράξενο αλλά για μένα απόλυτα κανονικό ― έτσι γράφω. Βλέπω, ακούω, διαβάζω, νιώθω κάτι κι αυτό δουλεύει μέσα μου για καιρό, βλασταίνει και το γράφω. Έτσι κι εδώ. Με τον Αχιλλέα είμαστε συγγενείς, έχουμε συγγένεια αισθητική, ανήκει στην οικογένειά μου. Μιλάμε αλλά συνεννοούμαστε και χωρίς λόγια.
Α.Ρ. Δεν συναντηθήκαμε στη λαϊκή αγορά, αλλά κάπως έτσι θα μπορούσε να έχει γίνει. Με την Αργυρώ έχουμε μια συνεργασία που κρατά χρόνια, από το Μελάκ μόνος (Καλειδοσκόπιο) μέχρι το Καλοκαίρι στο κουτί (Παπαδόπουλος). Έχουμε πια αναπτύξει έναν δικό μας ρυθμό, μια σιωπηλή γλώσσα. Ο πίνακας του Τέτση λειτούργησε σαν κοινό σημείο εκκίνησης, αλλά πολύ γρήγορα η αφήγηση άρχισε να παίρνει τον δικό της δρόμο. Δεν σκεφτήκαμε να “δέσουμε” τις λέξεις με τις εικόνες· απλώς τις αφήσαμε να μιλήσουν η μία στην άλλη. Έτσι γεννήθηκε η Κινητή Γιορτή
Πώς επιλέξατε να είναι ο Σπύρος ο αφηγητής και όχι κάποιος άλλος; Ποιοι χαρακτήρες γεννήθηκαν (στο κείμενο και στην εικονογράφηση) απευθείας από την παρατήρηση του πίνακα και ποιοι αποτελούν καθαρή μυθοπλασία και από πού πήραν τα ονόματά τους;
Α.Π. Κάθε Τετάρτη πηγαίνω στη λαϊκή της Νέας Σμύρνης. Σπύρο λένε ένα παιδί που μου δίνει πορτοκάλια. Το έργο του Τέτση είναι γεμάτο ιστορίες. Διάλεξα να πω μια δική μου που θα μπορούσε όμως να είναι και δική του. Από το παράθυρό του ο ζωγράφος έβλεπε τη Λαϊκή στην Ξενοκράτους στο Κολωνάκι. Το κορίτσι με το κίτρινο φόρεμα, η Αγνή, είναι από τον πίνακα του Τέτση. Το όνομα της το έδωσα εγώ.
Α.Ρ. Ο Σπύρος ήταν για μένα η φυσική φωνή αυτής της ιστορίας. Έχει την αθωότητα του παιδιού, αλλά και τη ματιά του παρατηρητή. Οι χαρακτήρες ξεπήδησαν μέσα από τις φιγούρες του πίνακα, όμως στη ζωγραφική, όπως και στη γραφή, τίποτα δεν μένει πιστό στην αρχική εικόνα. Ένα πρόσωπο αρχίζει να κινείται, να αλλάζει, να σου ζητάει ιστορία. Κάποιοι γεννήθηκαν από τη μνήμη, άλλοι από καθαρή φαντασία. Τα ονόματα απλώς ακολούθησαν.

Υπάρχει κάποιο αυτοβιογραφικό ίχνος που συνδέθηκε με το υλικό του βιβλίου;
Α.Π. Ω, ναι, υπάρχει. Κάπου κρύβεται. Όχι μόνο ως λεπτομέρεια εικόνας του Αχιλλέα, αλλά και ως κειμενική αναφορά.
Α.Ρ. Υπάρχει πάντα ένα αυτοβιογραφικό ίχνος, ίσως, ακόμη κι αν δεν το επιδιώκεις. Δεν μεγάλωσα βέβαια μέσα σε λαϊκές αγορές, ούτε απαραίτητα σε δρόμους γεμάτους ήχους και χρώματα, αλλά με ενδιέφεραν και τα παρατηρούσα. Με συγκινούν γιατί τα αναγνωρίζω.
Στο βιβλίο σας, η λαϊκή αγορά αναδεικνύεται σε «γιορτή». Πώς γεφυρώνεται το καθημερινό με το ποιητικό τόσο στο κείμενο όσο και στην εικονογράφηση;
Α.Π. Αυτή την επίδραση έχει σε μένα η λαϊκή, είναι γιορτή. Μου φτιάχνει το κέφι όταν πηγαίνω, αν και τα τελευταία αρκετά χρόνια με τσακίζουν οι εικόνες ανθρώπων που μαζεύουν φρούτα και λαχανικά πεταμένα γιατί δεν μπορούν να τα αγοράσουν. Η καθημερινότητα έτσι όπως την απεικονίζει ο ζωγράφος ή όπως τη ζούμε εμείς, τις καλές μέρες, έχει ποιητικότητα.
Α.Ρ. Το καθημερινό και το ποιητικό δεν τα ξεχωρίζω ποτέ. Για μένα, η ζωγραφική είναι τρόπος να τα ενώσω. Ένα τραπέζι, ένα φορτηγό, μια φέτα καρπούζι μπορούν να μεταμορφωθούν σε εικόνα που έχει ποίηση μέσα της. Δεν χρειάζεται να εξωραΐσεις τίποτα, αρκεί να δεις με προσοχή.
Όταν άνοιξα το βιβλίο για πρώτη φορά είχα την αίσθηση ότι άκουγα μελωδίες του Σαββόπουλου. Ποια είναι η μουσική που εσείς έχετε «κρύψει» στις λέξεις και τις εικόνες;
Α.Π. Δεν είμαι παιδί της μουσικής αλλά, βλέποντας τον πίνακα του Τέτση, ακούω πνευστά και τύμπανα και είμαι έτοιμη να χορέψω. Και σε κάποιο από τα σαλόνια του βιβλίου ο Αχιλλέας μας έχει κρύψει κι εμάς τους δυο αλλά και τον Σαββόπουλο.
Α.Ρ. Η μουσική του βιβλίου είναι αυτή της μέρας. Οι φωνές των μικροπωλητών, το βουητό του πλήθους. Αν κάτι θυμίζει Σαββόπουλο, ίσως είναι αυτός ο ρυθμός του δρόμου, το χάος που τελικά γίνεται τραγούδι:
“Τόσος κόσμος πλάι του πέρασε και τον προσπέρασε
Τι να ζητάει;
επαρχιώτης στην Ομόνοια μες το ψιλόβροχο αρχές του Μάη
Ψυχές πολύβουες κι ούτε ένα πρόσωπο τι καρτεράει;
κλαρίνα παίζουν
Κόσμος γλεντάει τί ώρα πάει τί ώρα πάει;”
Ο Σαββόπουλος είναι ένας καλλιτέχνης που αγαπώ ιδιαίτερα· η μουσική του έχει χαράξει ανεξίτηλα τη ζωή μου. Με συντροφεύει από τα εφηβικά μου χρόνια, κι ίσως χωρίς να το καταλαβαίνω, επηρεάζει και τον τρόπο που βλέπω το φως, το χρώμα, την ανθρώπινη παρουσία μέσα στην πόλη.

«Κινητή» ή «αληθινή» η γιορτή τελικά, και γιατί δε διατηρήσατε τον τίτλο του έργου στο βιβλίο; Δε σας προβλημάτισε το ενδεχόμενο ένα παιδί (ή και ενήλικας, ακόμα) να ταυτίσει το συγκεκριμένο έργο του Τέτση με τον τίτλο του βιβλίου σας;
Α.Π. Μα υπάρχει τίτλος και υπότιτλος στο βιβλίο που λέει πως κάνουμε, ―και κάνετε κι εσείς με τη σειρά σας―, Έναν περίπατο στη Λαϊκή αγορά του Τέτση, έναν περίπατο, αληθινή γιορτή, κινητή γιορτή.
Α.Ρ. Επιλέξαμε τον τίτλο Κινητή Γιορτή γιατί περιγράφει κάτι ζωντανό, κάτι που ταξιδεύει. Δεν θέλαμε να περιορίσουμε το βιβλίο στο πλαίσιο του πίνακα του Τέτση, αλλά να το ανοίξουμε προς τη δική μας εποχή. Αν κάποιο παιδί μπερδέψει τον τίτλο και θελήσει να ψάξει ποιος είναι ο Τέτσης, τότε το βιβλίο έχει ήδη κάνει τη δουλειά του.
Με ποιον τρόπο θεωρείτε ότι το εικονογραφημένο βιβλίο μπορεί να λειτουργήσει ως πρόσκληση των παιδιών προς την τέχνη και την παρατήρηση του κόσμου;
Α.Π. Είμαστε στην εποχή των εικόνων ― οι λέξεις ακολουθούν πολλές φορές. Οι εικόνες αποτελούν ακόμα και για μας που είμαστε ενήλικες, έναν λόγο για να διαβάσουμε κάτι, να δούμε κάτι. Πιστεύω ότι το εικονογραφημένο βιβλίο, όταν πληρεί τα κριτήρια ενός καλού βιβλίου, μπορεί να εξάψει την περιέργεια, να ενημερώσει, να διασκεδάσει, να μαγέψει. Η δύναμη των εικόνων είναι μεγάλη, όπως και η δύναμη των λέξεων, άλλωστε.
Α.Ρ. Πιστεύω βαθιά ότι τα εικονογραφημένα βιβλία είναι ένας φυσικός τρόπος για να πλησιάσουν τα παιδιά την τέχνη. Δεν χρειάζεται να τους εξηγήσεις, μόνο να τους δείξεις έναν δρόμο παρατήρησης. Η εικόνα τα προκαλεί να σταθούν, να κοιτάξουν, να ρωτήσουν. Αυτή είναι η αρχή κάθε καλλιτεχνικής εμπειρίας
Γιατί γράψατε μια ιστορία με αφορμή ένα έργο τέχνης, κ. Πιπίνη; Θελήσατε να συστήσετε στους μικρούς αναγνώστες τη ζωγραφική του Τέτση ή η ιστορία που γράψατε πηγάζει από δική σας εσωτερική ανάγκη; Πιστεύετε ότι ένα βιβλίο που αναφέρεται σε ένα έργο τέχνης βοηθάει τα παιδιά να συνδεθούν πιο εύκολα μαζί του;
Και τα δύο. Αγαπώ τη ζωγραφική, μέσα στις εικόνες ηρεμώ, και το βιβλίο για τη Λαϊκή Αγορά αποτελεί το ξεκίνημα για μια σειρά ιστοριών που σκέφτομαι/σκεφτόμαστε να μοιραστούμε. Και, βέβαια, όλα ξεκινούν από εσωτερική ανάγκη ― έτσι γράφω. Τα παιδιά έχουν την ικανότητα να συνδέονται με την τέχνη ― δεν τα απασχολεί η εποχή του έργου τέχνης ούτε η τεχνοτροπία, αλλά βυθίζονται μέσα σ’ αυτό και τα σχόλια τους είναι πάντα διορατικά και ουσιαστικά.

Κύριε Ραζή, πώς προσεγγίσατε την πρόκληση να διαλεχθείτε με έναν τόσο εμβληματικό πίνακα χωρίς να υποπέσετε σε απλή εικονογραφική «αναπαραγωγή» αλλά να δώσετε τη δική σας ματιά και πώς μεταφράζονται η έντονη κίνηση και ο θόρυβος στη δική σας εικονιστική αφήγηση;
Ο πίνακας του Τέτση έχει ενέργεια, ρυθμό, φως που πάλλεται. Δεν μπορείς να τον αντιγράψεις· μπορείς μόνο να συνομιλήσεις μαζί του. Προσπάθησα να κρατήσω τον παλμό του χωρίς να εγκλωβιστώ στη φόρμα.
Σε ποιον θα λέγατε «ευχαριστώ» γι’ αυτό ταξίδι;
Α.Π. Στην Ελένη Γερουλάνου, στην οποία και είναι αφιερωμένο το βιβλίο, στην Αλίκη Αρναούτη, στη Χριστίνα Παπαδοπούλου, στη Σταυρούλα Τζιορτζιώτη και τη Χαρά Χριστοδουλάκη, αλλά και στον κληρονόμο του ζωγράφου, κ. Αλέξη Τέτση.
Α.Ρ. Ευχαριστώ την Αργυρώ για τη γενναιοδωρία και τη χαρά της συνεργασίας μας όλα αυτά τα χρόνια. Είναι σπάνιο να δουλεύεις με κάποιον που εμπιστεύεσαι απόλυτα. Ευχαριστώ και τις Εκδόσεις Παπαδόπουλος, που στηρίζουν βιβλία με τόση φροντίδα. Και, φυσικά, τον Τέτση — γιατί χάρη σ’ εκείνον ξανακοίταξα την αγορά με μάτια παιδιού.


