Αθανάσιος Αλεξανδρίδης

Βιβλία για γονείς υπάρχουν πολλά στην αγορά. Άλλα μας ενδιαφέρουν κι άλλα όχι, με άλλα συμφωνούμε, με άλλα όχι. Ομως εδώ έχουμε ένα διαφορετικό παράδειγμα: μια συλλογή βιβλίων, τρία τον αριθμό μέχρι στιγμής, όπου ο κάθε γονιός μπορεί να καθρεφτιστεί και να βρεί κάπου μέσα στις αράδες τους τον εαυτό του και τον τρόπο που συμπεριφέρεται ή αποδέχεται συμπεριφορές, πάντα σε ό,τι έχει να κάνει με τα παιδιά του. Ο κορμός των βιβλίων αυτών είναι πραγματικοί διάλογοι ανάμεσα σε γονείς και έναν ειδικό. Στα βιβλία αυτά δεν θα βρεις τη λύση στο πρόβλημά σου, όμως θα δεις ότι και άλλοι άνθρωποι ίσως αντιμετωπίζουν τα ίδια θέματα με σένα σε ό,τι έχει να κάνει με τη γονεϊκότητα. Ο κ. Αθανάσιος Αλεξανδρίδης, Ψυχίατρος, Παιδοψυχίατρος, διδάσκων Ψυχαναλυτής της Association Psychanalytique de France και της Ελληνικής Ψυχαναλυτικής Εταιρείας και διδάκτωρ Ιατρικής και Φιλοσοφικής, ξεκίνησε πριν από μια δεκαετία συνεργασία με ένα μικρό ιδιωτικό σχολείο της Αθήνας, προσπαθώντας να ανοίξει έναν δίαυλο επικοινωνίας με τους γονείς των παιδιών που φοιτούσαν εκεί. Το αποτέλεσμα αυτών των συναντήσεων – ομαδικών συζητήσεων ήταν η “Σχολή Ανήσυχων Γονεών“, η οποία λίγο καιρό αργότερα έγινε τρία βιβλία που μιλούν για θέματα που απασχολούν τους σύγχρονους γονείς. Με αφορμή την κυκλοφορία του τρίτου μέρους της σειράς, με τίτλο “Χτίζοντας ταυτότητα“, η Κόκκινη Αλεπού συνομίλησε με τον κ. Αλεξανδρίδη για τα βιβλία του, την επαφή του με τους γονείς και το δύσκολο έργο των “χτιστών“.

Ο κ. Αθανάσιος Αλεξανδρίδης

Θα θέλαμε να μας μιλήσετε αρχικά για τη σειρά «Σχολή ανήσυχων γονέων»: πώς προέκυψε η ανάγκη για να καταγραφούν και να γίνουν βιβλία οι συζητήσεις που κάνετε με τους γονείς μαθητών των εκπαιδευτηρίων Αργύρη-Λαιμού;
Η ανάγκη των γονέων να διερευνήσουν με έναν ειδικό της ψυχικής υγείας θέματα που αφορούν στην ανάπτυξη των παιδιών τους και τη λειτουργία της οικογένειας και η πεποίθηση του σχολείου ότι μια τέτοια διαδικασία θα βοηθούσε ουσιαστικά τα παιδιά, τους γονείς αλλά και το ίδιο το σχολείο που συνεχώς αλληλοεπιδρούσε μαζί τους, οδήγησε στην οργάνωση αυτών των μηνιαίων νυχτερινών διαλόγων πριν από δέκα χρόνια. Μετά από τα δύο πρώτα χρόνια αντιλήφθηκα ότι οι διάλογοι μάλλον είχαν γενικότερο ενδιαφέρον, άρχισα να τους μαγνητοφωνώ, να επεξεργάζομαι ελαφρά το απομαγνητοφωνημένο κείμενο που ως προφορικό είχε επαναλήψεις ή κενά που δηλώνονταν με τις εξωλεκτικές, αλλά απούσες από το κείμενο, χειρονομίες και να το οργανώνω σε θεματικές. Έτσι προέκυψαν οι μέχρι τώρα τόμοι, Παιδικοί έρωτες, Παιδικοί φόβοι, Χτίζοντας ταυτότητα.

Τι προσφέρουν αυτές οι συζητήσεις στους γονείς όταν γίνονται πρόσωπο με πρόσωπο και πώς μπορεί να βοηθηθεί κάποιος διαβάζοντας τα βιβλία της σειράς «Σχολή ανήσυχων γονέων»;
Η συζήτηση ξεκινά συνήθως με ερωτήματα ή προβλήματα που εκθέτουν οι γονείς σχετικά με το προαποφασισμένο θέμα της βραδιάς. Και μόνο η έκθεση «ενώπιον των ομοίων» που αμέσως βρίσκει συνήχηση στους άλλους γονείς τους ανακουφίζει και τους κάνει να νιώθουν λιγότερο μόνοι και λιγότερο ανίκανοι αφού το πρόβλημά τους είναι συνήθως κοινό. Υπάρχει δηλαδή ένα στοιχείο «εξομολόγησης» σε έναν υποστηρικτικό κύκλο «ομοιοπαθούντων». Από την διαλεκτική συζήτηση που επιχειρώ να αναπτυχθεί, προσφέροντας στοιχεία από την ψυχαναλυτική προσέγγιση των θεμάτων αλλά και ρωτώντας «μαιευτικά», δημιουργείται ένα κλίμα συλλογικής σκέψης και δημιουργίας που δίνει και ηθική απόλαυση, επειδή προσπαθούμε για το «καλό», και πνευματική, γιατί μάλλον κάτι «σωστό» κάθε φορά βρίσκουμε. Ο αναγνώστης μπορεί να κερδίσει πολύ αν νοερά μεταφερθεί στη βραδιά και γίνει και αυτός μέλος της ομάδας. Το «σκηνικό» αυτό νομίζω θα τον βοηθήσει πολύ στο να ταυτισθεί με αυτούς που μιλούν μέσα στο βιβλίο και θα τον σπρώξει στο να πάρει και αυτός τον λόγο που θα απευθύνει στον εαυτό του και σε εμάς, τους φανταστικούς του συντρόφους.

Ποιες είναι οι αντιδράσεις των γονέων όταν αντιλαμβάνονται ότι οι δικές τους πράξεις, των ενηλίκων, είναι αυτές που προκαλούν τις αντιδράσεις των παιδιών τους; Πώς το διαχειρίζονται;
Ακόμη και αν προκύπτει κάτι που να δείχνει τη συμμετοχή των γονέων σε ένα πρόβλημα προσπαθώ να αποφευχθεί η ενοχοποίηση, επιχειρώντας πάντα να δείξω ότι είμαστε άτομα που λειτουργούμε μέσα σε ομάδες που οι δυναμικές τους μας καθορίζουν σημαντικά και ότι όλοι φέρουμε την ιστορία μας και την ιστορία, τουλάχιστον, των γονέων μας που μας ορίζουν σε μεγάλο βαθμό. Επίσης, φροντίζω πάντοτε να γίνεται η διάκριση ανάμεσα στην ανάληψη ευθύνης και στην ενοχή. Η πρώτη θα μας στηρίξει στη διόρθωση της στάσης μας προς μια θετική κινητοποίηση, η δεύτερη μπορεί να μας ακινητοποιήσει. Εννοείται ότι δεν επιτρέπω ποτέ κρίσεις υποτιμητικές μεταξύ των συμμετεχόντων και η «σωκρατική», αν μπορώ να την αποκαλέσω έτσι, «ειρωνεία» μου αφορά κυρίως τον εαυτό μου και το «σινάφι» μου.

Το να μεγαλώνεις ένα παιδί αποτελεί μια πρόκληση δημιουργίας κάτι καλύτερου από αυτό που είσαι, μια ευκαιρία επανόρθωσης ελλειμμάτων σου και τραυμάτων σου.

Πόσο δεκτικοί είμαστε στο να μιλάμε και κυρίως στο να ακούμε όταν κάτι έχει να κάνει με τα παιδιά μας;
Το να μεγαλώνεις ένα παιδί αποτελεί μια πρόκληση δημιουργίας κάτι καλύτερου από αυτό που είσαι, μια ευκαιρία επανόρθωσης ελλειμμάτων σου και τραυμάτων σου, μια ιδιότυπη προσφορά αγάπης σε έναν «γνωστό άγνωστο». Γιατί αυτό είναι το παιδί μας, αυτό υπήρξαμε εμείς για τους γονείς μας και ευτυχώς! Γιατί μέσα στο «άγνωστο» διαφυλάσσεται η δυνατότητα ελευθερίας, αυτοδημιουργίας και αυτονομίας του ατόμου. Έτσι λοιπόν, στη συναναστροφή μας με το παιδί τα προβλήματα αναφύονται από τη συνάντηση με αυτό το «άγνωστο» που υπάρχει μέσα στο παιδί μας αλλά και μέσα στη δική μας προσωπικότητα. Αν δεν μας τρομάξει, αν δεν επιχειρήσουμε αμέσως «να του βουλώσουμε το στόμα», τότε υπάρχει μεγάλη πιθανότητα να αρχίσουμε να ακούμε και το παιδί αλλά και τους εαυτούς μας. Τη διαθεσιμότητα για μια τέτοια «ακρόαση» επιχειρούν να καλλιεργήσουν οι νυχτερινές μας συναντήσεις και η εμπειρία, επειδή μερικοί γονείς συμμετέχουν σ’ αυτές αρκετά χρόνια, δείχνει ότι οι «ανήσυχοι» γονείς τα καταφέρνουν αρκετά καλά.

Ξεκινήσατε με τους Παιδικούς Έρωτες, το δεύτερο βιβλίο αφορούσε στους Παιδικούς Φόβους κι ερχόμαστε τώρα στο Χτίζοντας Ταυτότητα, το οποίο το αφιερώνετε στους «χτίστες». Τι σημαίνει «χτίζω ταυτότητα» και πόσο εύκολη ή δύσκολη διαδικασία είναι για έναν γονιό να βοηθήσει το παιδί του να δημιουργήσει τη δική του προσωπικότητα ανεξάρτητα από τα δικά του θέλω;
Συνεχίζοντας στο πνεύμα της προηγούμενης απάντησης, θα έλεγα ότι με τους Παιδικούς έρωτες προσπάθησα να δείξω το γνωστό και άγνωστο της παιδικής σεξουαλικότητας όπως αυτή αλληλεπιδρά με τη σεξουαλικότητα των ενηλίκων και με τους Παιδικούς φόβους το γνωστό και άγνωστο της υποκειμενικής και της αντικειμενικής καταστροφικότητας και της διαπλοκής τους. Νομίζω ότι αυτά τα δύο βιβλία δημιούργησαν την υποδομή για το τρίτο βιβλίο Χτίζοντας ταυτότητα που δείχνει πώς η αλληλοεπίδραση των παιδικών ερώτων και των παιδικών φόβων, αμφότεροι προς άτομα και καταστάσεις, σε συνδυασμό με τις δημιουργικές ικανότητες του παιδιού και των περιβαλλόντων που το στηρίζουν και το διαμορφώνουν, όπως η οικογένεια, το σχολείο και η κοινότητα, «χτίζουν» την ταυτότητά του. Το βιβλίο αφιερώνεται στους «χτίστες» που είναι οι γονείς και οι δάσκαλοι επειδή η «δουλειά» αυτή είναι δύσκολη και δυστυχώς συχνά δεν αναγνωρίζεται η μεγάλη της προσφορά από τους λαμβάνοντες, δηλαδή τα παιδιά.

Τα βιβλία πρέπει να διαβάζονται με τη σειρά της έκδοσής τους; Υπάρχουν «οδηγίες χρήσης» των βιβλίων; Τι θα ακολουθήσει στη σειρά «Σχολή Ανήσυχων Γονέων»;
Δεν θα ήταν μια κακή ιδέα κανείς να τα διαβάσει με τη σειρά έκδοσης. Όμως, όχι αρχικά. Δεν πρόκειται για ακαδημαϊκά εγχειρίδια. Κάθε βιβλίο έχει την αυτοτέλειά του και θα μπορούσα να πω ότι αυτό ισχύει και για το κάθε κεφάλαιο. Έτσι, το καλύτερο είναι κανείς να ξεκινήσει να διαβάζει από ένα θέμα που τον ενδιαφέρει και να περιπλανηθεί μέσα στα βιβλία ακολουθώντας τις απορίες του και τους συνειρμούς του. Ίσως στη συνέχεια, να τα διαβάσει και εν σειρά. Αυτό άλλωστε μου έχουν πει ότι κάνουν πολλοί αναγνώστες. Επανέρχονται με πολλαπλές αναγνώσεις γιατί το θέμα δεν είναι τι λένε τα βιβλία αλλά τι τους κάνουν τους ίδιους να σκεφθούν. Το επόμενο βιβλίο θα έχει ως θέμα το σχολείο.

Διαβάστε εδώ για τα δύο πρώτα βιβλία της σειράς “Σχολή Ανήσυχων Γονέων”, που κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Ίκαρος.

ΜΟΙΡΑΣΕ ΤΟ

ΜοΜΑ: Curtis Scott

Ο Curtis Scott (αριστερά), υπεύθυνος του εκδοτικού του Μουσείου Μοντέρνας Τέχνης της Νέας Υόρκης (MoMA), βρέθηκε τον Οκτώβριο στην Αθήνα και στο πλαίσιο των επισκέψεών του σε σχολεία μίλησε με τη Ζωή Κοσκινίδου για τα βιβλία Τέχνης που απευθύνονται σε παιδιά.

Anna Wilson

Η Anna Wilson γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Αυστραλία, σπούδασε και ακολούθησε ακαδημαϊκό δρόμο, ταξίδεψε πολύ και γνώρισε πολλά μέρη. Όμως πάντα αγαπούσε να ζωγραφίζει. Ένα συμβάν στη ζωή της έπαιξε καταλυτικό ρόλο, ώστε να παρατήσει την ακαδημαϊκή της ενασχόληση και να αφιερωθεί σε αυτό που πάντα αγαπούσε αλλά φοβόταν να τολμήσει: να ζωγραφίζει. Κάπως έτσι ξεκίνησε να εικονογραφεί παιδικά βιβλία. Κάπως έτσι συνεργάστηκε με τη συγγραφέα Holly Hughes και μαζί δημιούργησαν αυτό το συγκινητικό και πολύ ατμοσφαιρικό βιβλίο που μιλάει για τη φιλία, τη σημασία της προσφοράς και τη μαγεία του χειμώνα… Με αφορμή την κυκλοφορία στα ελληνικά του βιβλίου “Το αγόρι που έφερε το χιόνι” (εκδ. Μάρτης) η Ζωή Κοσκινίδου μίλησε με την εικονο-γράφο.