Kαμία σχολή, κολέγιο ή πανεπιστήμιο δεν θα μπορούσε να μάθει στην 8χρονη Beatrice αυτό που η ίδια είχε ήδη κατακτήσει: τον κόσμο της ζωγραφικής. Ήταν όνειρό της να γίνει ζωγράφος και το πραγματοποίησε. Κατάφερε μόνη της να μάθει να μετουσιώνει τις πτυχές αυτού του κόσμου σε στιλπνές γραμμές από λαδοπαστέλ, λεπτές και ντελικάτες ξυλομπογιάς, με χρώματα μοναδικά, σε εικόνες και στη συνέχεια σε πανέμορφα παιδικά βιβλία.
Η Beatrice Alemagna γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Μπολόνια της Ιταλίας το 1973. Αγαπημένοι ήρωες της παιδικής της ηλικίας ήταν η Πίπη Φακιδομύτη, ο Marcovaldo* και η σειρά Karlsson on the roof της Astrid Lindgren. Με μπαμπά αρχιτέκτονα και μαμά ψυχολόγο, η Beatrice και η αδερφή της μυήθηκαν στο σχέδιο από νωρίς. Μάλιστα, ένας ενδοοικογενειακός διαγωνισμός σχεδίου που σκάρωνε ο μπαμπάς της συχνά πυκνά – όπου ποτέ δεν μπορούσε να κερδίσει την αδερφή της – λειτούργησε ως το εναρκτήριο λάκτισμα της μετέπειτα πορείας της.
Σπούδασε γραφιστική στην Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών (Istituto Superiore per le Industrie Artistiche – ISIA) στο Ουρμπίνο της Ιταλίας, ενώ παράλληλα μάθαινε πως να εικονογραφεί μόνη της. Πηγή έμπνευσής της ήταν τα γαλλικά βιβλία, τα οποία θεωρούσε πως συνδύαζαν την τελειότητα με την περιπέτεια. Δεν είναι τυχαίο πως το 1996 στην ηλικία των 23 ετών παίρνει μέρος στον διαγωνισμό σχεδίου που διοργάνωσε το Salon du Livre de la presse jeunesse στο Μοντρέιγ της Γαλλίας και κερδίζει το πρώτο βραβείο. Αποφασίζει να μετακομίσει στο Παρίσι και για τα επόμενα δέκα χρόνια βγάζει τα προς το ζην σχεδιάζοντας αφίσες για το Κέντρο Ζορζ Πομπιντού.
Ζει ακόμα στο Παρίσι – το οποίο αρέσκεται να λέει πως την υιοθέτησε – μαζί με τον σύντροφό της και τα δυο της κορίτσια, τη Μιμόζα 4 ετών και την Ολυμπία 9 ετών. Ονόμασε τη μεγάλη της κόρη από την Ολυμπία ντε Γκούζ, η οποία θεωρείται μια από τις πρωτοπόρους του γαλλικού φεμινισμού, ενώ τη μικρή από την αγάπη της για τα λουλούδια. Θεωρεί πως πρέπει να μιλάμε στα παιδιά για τα πάντα που συμβαίνουν γύρω μας αρκεί να διαλέξουμε τις κατάλληλες λέξεις. Αυτό επιλέγει και εφαρμόζει και στις κόρες της.
Θεωρεί πως η εικονογράφηση είναι μια δύσκολη διαδικασία που απαιτεί συναίσθημα, το οποίο μπορεί να μην είναι πάντα ευχάριστο, αλλά πάντα στο τέλος μετατρέπεται σε πηγαία χαρά. Πιστεύει πως ο κόσμος των παιδιών είναι άμεσα συνυφασμένος με την κοινωνία και τα προβλήματά της και γι’ αυτό δημιουργεί χαρακτήρες οι οποίοι, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, βρίσκονται στην επεξεργασία κάποιας ανάγκης.
H Βeatrice Alemagna έχει εικονογραφήσει μέχρι σήμερα πάνω από 40 βιβλία τα οποία έχουν ένα κοινό χαρακτηριστικό: κανένα δε μοιάζει με το άλλο! Η ίδια λέει πως κάθε φορά που ξεκινά ένα βιβλίο καρδιοχτυπά σαν να πρόκειται για την πρώτη φορά, ενώ δηλώνει πως μισεί την επανάληψη. Πράγματι, αν παρατηρήσει κανείς τα βιβλία της μπορεί να νιώσει αυτό το συναίσθημα, που κάθε φορά εκφράζεται είτε μέσα από ευφάνταστα κολάζ είτε προοπτικές πόλεων που σίγουρα ανήκουν σ’ έναν μαγικό κόσμο, είτε μέσα από χρωματικές παλέτες άλλοτε πολύχρωμες και άλλοτε γήινες. Αγαπά τις αντιθέσεις και όχι το γκρι και εδώ και καιρό αρέσκεται να ακροβατεί μεταξύ εικονογράφησης και ζωγραφικής, ενώ λατρέυει τα παράδοξα, επιλέγοντας για παράδειγμα μεγάλες διαστάσεις σε ένα βιβλίο το οποίο μιλά για πολύ μικρά πράγματα.
Μερικά από τα βιβλία της έχουν μεταφραστεί στα ελληνικά και έχουν εκδοθεί στη χώρα μας όπως τα: “Μια μεγάλη μέρα του τίποτα”, “Το γιγάντιο πραγματάκι”, “Τι θα πει παιδί;”, “Ένα λιοντάρι στο Παρίσι” (όλα από τις Εκδόσεις Κόκκινο). To τελευταίο είναι φόρος τιμής σε έναν από τους διαγωνισμούς σχεδίου που σκάρωνε ο μπαμπάς της και μια φορά περνώντας από το Παρίσι προκάλεσε τις κόρες του να σχεδιάσουν τον Πύργο του Άιφελ. Η Beatrice δεν κέρδισε και ορκίστηκε πως μια μέρα θα σχεδιάσει έναν μεγάλο και όμορφο πύργο σε κάποιο από τα βιβλία της.
Πολλά από τα βιβλία της έχουν κερδίσει πολυάριθμα βραβεία ανά τα χρόνια όπως: Best illustrator Prize της Rueil στη Γαλλία το 2006, το ιταλικό βραβείο Andersen Illustrator of the Year το 2010, νικήτρια του English Association Book Αward για το “On a Magical Do-Nothing Day” το 2018, νικήτρια του Le Prix des Sorcières για το “Les choses qui s’en vont” στη Γαλλία το 2020 και πολλά άλλα. Έχει εικονογραφήσει μεταξύ άλλων την αγαπημένη της Astrid Lindgren στη “Lotta” και τον επίσης αγαπημένο της Gianni Rodari στο “Α sbagliare le storie”.
Στο στούντιό της, ανάμεσα σε ζουληγμένες τέμπερες, σπασμένες ξυλομπογιές και ταλαιπωρημένα παστέλ, μπορεί κανείς να διακρίνει ένα mood-board, το οποίο περιλαμβάνει ποικίλες επιρροές και εμπνεύσεις από την αμερικάνικη παραδοσιακή ζωγραφική, Πολωνούς εικονογράφους, την ομάδα Ναμπί (Les Nabis), την Kiki Smith. Αγαπάει τη σκανδιναβική λογοτεχνία και τη δουλειά του Tomi Ungerer, αλλά και της Tove Jansson, δημιουργού των Moomins. Αγαπημένο της μότο “Il me semble Qu’il n’y a pas d’invention sans rupture”, που σημαίνει “θεωρώ πως χωρίς αναστάτωση δεν υπάρχει δημιουργία”.
H Beatrice ανεβαίνει την κυλινδρική σκάλα που οδηγεί στο στούντιο. Κάθεται αναπαυτικά μπροστά στον πάγκο της και κοιτά το άδειο χαρτί. Πριν πιάσει τα χρώματά της κλείνει τα μάτια και ονειρεύεται ένα κοριτσάκι 8 χρονών να σκαρφαλώνει πάνω στον τεράστιο Πύργο του Αιφελ και με τα μικρά της χέρια να ανακατεύει τον κόσμο για να φτιάξει νέες ιστορίες.
Για τους γαλλομαθείς, εδώ ένα εξαιρετικό πορτρέτο της Ιταλίδας δημιουργού από το περιοδικό Milk.
- Συλλογή διηγημάτων του Ίταλο Καλβίνο που πρωτοκυκλοφόρησε το με τον τίτλο Marcovaldo ovvero Le stagioni in città. Οι πρώτες ιστορίες γράφτηκαν στις αρχές της δεκαετίας του 50.
Τατιάνα Κοντούλη γεννήθηκε στην Αθήνα το 1975. Σπούδασε Γραφιστική, εργάστηκε σε εφημερίδες και περιοδικά και εξακολουθεί να δημιουργεί νιώθοντας τυχερή που ασχολείται με αυτό που τόσο αγαπάει. Ξεκίνησε να δημιουργεί μικρές ιστορίες σε κουτιά το 2010, λίγο μετά την εγκατάστασή της στην Αντίπαρο. Έμπνευση το ίδιο το νησί, η θάλασσα, η φύση, η αίσθηση της ελευθερίας, της γαλήνης και της ευγνωμοσύνης. Κλείνει το μάτι σε μικρούς και μεγάλους ταξιδεύοντάς τους σε εποχές αθωότητας, παιδικής ανεμελιάς και αγάπης για τέχνες περασμένες και παλιές μυρωδιές. Βρείτε την στο tatianakontouli.com.