Ενας από τους πιο σημαντικούς Ελληνες επιστήμονες, ο αστροφυσικός κ. Διονύσης Σιμόπουλος, έχει συνδέσει το όνομά του με το Ευγενίδειο Πλανητάριο, έχει γράψει δεκάδες βιβλία για ενήλικες, ενώ οι φανατικοί ακόμα θυμούνται τα άρθρα του στο ΓΕΩτρόπιο και το τηλεπαιχνίδι «Κόκκινοι Γίγαντες – Άσπροι Νάνοι» που προβαλόταν τη δεκαετία του 80 στην ΕΡΤ. Φέτος, παρουσίασε τη νέα σειρά βιβλίων γνώσεων που απευθύνονται σε παιδιά. Το «Πες μας παππού: Πώς πήγαμε στο φεγγάρι» κυκλοφόρησε τον Μάιο από τις εκδόσεις Μεταίχμιο σε εικονογράφηση Ουρανίας Λυμπεροπούλου, ενώ σύντομα θα ακολουθήσουν και οι επόμενοι τίτλοι. Με αφορμή το νέο του συγγραφικό εγχείρημα, μιλήσαμε με τον Επίτιμο Διευθυντή του Ευγενίδειου Πλανηταρίου για το πώς ειναι να γράφει κανείς για παιδιά, ποια είναι η πηγή της έμπνευσής του, αλλά και το πώς ξεκίνησε εκείνος την πορεία του ως αστροφυσικός.
Κύριε Σιμόπουλε, ο συγγραφικός κόσμος δεν σας είναι άγνωστος. Έχετε γράψει δεκάδες βιβλία για ενήλικες, όμως τώρα κάνετε το μεγάλο βήμα να απευθυνθείτε με την ιδιότητά σας ως αστροφυσικός σε μικρά παιδιά. Καταρχάς, θα θέλαμε να μας πείτε πώς προέκυψε η ιδέα για τη σειρά βιβλίων «Πες μας, παππού».
Όπως και καθετί ωραίο, ξεκίνησε πολύ απλά με τις εγγονές μου στις οποίες περιέγραφα διάφορες ιστορίες για τον ουρανό και το διάστημα αντί να τους λέω παραμύθια. Κι επειδή φαίνεται ότι τους άρεσαν πολύ, μου ζητούσαν να τις διηγηθώ ξανά και ξανά. Γι’ αυτό σκέφτηκα ότι ίσως αυτές οι ιστορίες να αρέσουν και σ’ άλλα παιδιά. Κι έτσι ξεκίνησα να γράφω, διαλέγοντας πρώτη απ’ όλες μια ιστορία που στο μεγαλύτερο μέρος της το έζησα κι εγώ προσωπικά. Ήμουν δηλαδή εκεί που οι αστροναύτες του προγράμματος «Απόλλων» εκπαιδεύτηκαν και προετοιμάστηκαν για να πάνε στον γειτονικό δορυφόρο της Γης μας, τη Σελήνη. Γι’ αυτό άλλωστε και ο τίτλος του πρώτου βιβλίου της σειράς είναι: «Πες μας, παππού… Πώς πήγαμε στο Φεγγάρι;»
Το παιδικό αναγνωστικό κοινό είναι εντελώς διαφορετικό από το ενήλικο και ίσως και πιο απαιτητικό. Ναι μεν διψάει για πληροφορίες –ειδικά για ό,τι έχει να κάνει με το διάστημα– από την άλλη όμως δεν μπορεί να επεξεργαστεί δυσνόητες επιστημονικές έννοιες. Με ποιον τρόπο προσεγγίσατε το κοινό σας;
Με τον ίδιο τρόπο που αντιμετωπίζω και τους μεγάλους. Ξεκινώντας από τις γνώσεις και εμπειρίες που έχουν στην ηλικία τους απευθύνομαι σ’ αυτά με έναν απλό και κατανοητό τρόπο, αλλά ποτέ απλοϊκά. Κι αυτό τα παιδιά το εκτιμούν ιδιαίτερα.
Το Πλανητάριο αποτελεί μέρος των πιο έντονων παιδικών αναμνήσεων πολλών ανθρώπων της γενιάς μου. Δεν υπήρξε σχολική χρονιά, από τη δεκαετία του ’80 και μετά, που να μην περιλαμβάνει έστω μια επίσκεψη, είτε με το σχολείο είτε με τους γονείς. Αποτελεί πόλο έλξης χιλιάδων μαθητών καθημερινά, αλλά και μεμονωμένων οικογενειών. Η εμπειρία σας ως διευθυντής στο Ευγενίδειο Πλανητάριο τι σας έχει διδάξει σε ό,τι αφορά τα παιδιά;
Εδώ και μισό αιώνα που ασχολούμαι με τη διάχυση της επιστήμης σε μικρούς και μεγάλους στο Πλανητάριο, διαπίστωσα ότι τα παιδιά θέλουν να τα αντιμετωπίζεις σαν να είναι μεγάλοι. Δεν τους αρέσει να τους μιλάς διαφορετικά. Κι ενώ διψάνε κυριολεκτικά να μάθουν για το διάστημα και τα άστρα με έναν κατανοητό τρόπο, δεν ανέχονται με τίποτα να τους μιλάς παιδιάστικα. Θα μπορούσε κάποιος να πει ότι το θεωρούν προσβλητικό!
Τι ενδιαφέρει τα παιδιά πιο πολύ, τι κεντρίζει το ενδιαφέρον τους, τι τα προβληματίζει σε ό,τι έχει να κάνει με το διάστημα ή και το μέλλον της Γης;
Δεν υπάρχει κάποιο συγκεκριμένο θέμα, γιατί απ’ ό,τι φαίνεται τους γοητεύει γενικότερα το άγνωστο που υπάρχει εκεί έξω. Θέματα όπως οι πλανήτες και οι δορυφόροι τους, η εξερεύνηση που αφορά τις ανθρώπινες δραστηριότητες στο Ηλιακό μας Σύστημα, αλλά και τα διάφορα όργανα με τα οποία μελετάμε το αστρικό σύμπαν είναι στα άμεσα ενδιαφέροντά τους. Τις τελευταίες δεκαετίες μάλιστα που τα διαστημικά μας τηλεσκόπια μάς χάρισαν καταπληκτικές φωτογραφίες, οι ερωτήσεις που κάνουν είναι ιδιαίτερα εντυπωσιακές. Και είναι επίσης ιδιαίτερα ενθαρρυντικό το γεγονός ότι όταν τους κεντρίσεις το ενδιαφέρον και σε θέματα που άπτονται της επίδρασης που έχει η ανθρώπινη παρέμβαση στο φυσικό περιβάλλον τα βλέπεις να είναι πολύ πιο ευαίσθητα σ’ αυτό απ’ ό,τι οι ενήλικες.
Υπήρξε κάτι κατά τη διάρκεια της συγγραφής των βιβλίων που να αποτέλεσε πρόκληση για εσάς;
Πρόκληση είναι οποτεδήποτε έχει να κάνει με θέματα σχετικά με την αντίληψη των παιδιών σ’ αυτά που ετοιμάζεις. Εγώ είμαι τυχερός, γιατί έχω άμεσους συνεργάτες τις εγγονές μου, οι οποίες είναι κατά κάποιον τρόπο και τα πειραματόζωά μου! Λόγω της μεγάλης γκάμας των ηλικιών τους με βοηθούν άμεσα στο τι είναι κατανοητό και για ποιες ηλικίες, οπότε μπορώ να προσαρμόζω τα κείμενα αναλόγως.
Εκτός από το «Πώς πήγαμε στο φεγγάρι» που ήδη κυκλοφορεί και το υπό έκδοση «Πώς γεννιούνται τ’ άστρα», για ποια άλλα θέματα θα μιλήσετε μέσα από τα βιβλία σας στα παιδιά στα επόμενα βιβλία της σειράς;
Με τον εκδότη του Μεταίχμιου Νώντα Παπαγεωργίου έχουμε σχεδιάσει 15 περίπου θεματικές ενότητες που αφορούν όλα τα σχετικά θέματα της σύγχρονης αστρονομίας. Από τους πλανήτες και τους δορυφόρους του Ηλιακού μας Συστήματος και την εξερεύνησή τους από τις ανθρώπινες διαστημοσυσκευές μέχρι την εξελικτική πορεία της ζωής των άστρων και των γαλαξιών. Η δρομολόγηση της έκδοσής τους θα εξαρτηθεί φυσικά από την ανταπόκριση που θα έχουν τα παιδιά στη θεματολογία αυτή.
Τα εικονογραφημένα βιβλία γνώσεων που απευθύνονται σε παιδιά είναι μια εξέλιξη των εγκυκλοπαιδειών, κατά μία έννοια. Τι πιστεύετε ότι προσφέρουν στους μικρούς σε ηλικία αναγνώστες;
Τους εξάπτουν τη φαντασία. Το βλέπω και από την αντίδρασή τους σ’ αυτό το πρώτο βιβλίο της σειράς. Φυσικά στην περίπτωση αυτή είχα την τύχη να έχω δύο εξαιρετικές συνεργάτιδες. Αφενός μεν τη Μαρία Γονιδάκη στην παιδαγωγική επιμέλεια των κειμένων και αφετέρου την Ουρανία Λυμπεροπούλου στην εικονογράφηση. Μπορώ να πω, χωρίς υπερβολή, πως οτιδήποτε καλό έχει αυτό το βιβλίο οφείλεται κατά το μεγαλύτερο μέρος του στην άψογη συνεργασία μας.
Μεγαλώνοντας τι ήταν αυτό που διαβάζατε εσείς περισσότερο;
Δυστυχώς στην εποχή μου τα βιβλία ήταν ακριβοθώρητα. Η πρώτη μου επαφή με τα μεγάλα έργα της παγκόσμιας λογοτεχνίας ήταν τα Κλασικά Εικονογραφημένα. Αργότερα μια Εγκυκλοπαίδεια του Ήλιου που είχαμε στο σπίτι είχε γίνει φύλλο φτερό από την πολλή χρήση, γιατί έπαιρνα τυχαία έναν τόμο, τον άνοιγα κι άρχιζα να διαβάζω το ένα λήμμα μετά το άλλο στη σειρά. Στην εφηβεία μου είχαμε την τύχη να έχουμε στην Πάτρα όπου μεγάλωσα την Αμερικανική Βιβλιοθήκη, η οποία διέθετε τα υπέροχα εκείνα εικονογραφημένα περιοδικά, όπως το Collier’s, το LIFE και το LOOK, αλλά και εξαιρετικά λογοτεχνικά βιβλία και βιβλία επιστημονικής φαντασίας. Εκεί διάβασα για πρώτη φορά το “Gone with the Wind” (Οσα παίρνει ο άνεμος) της Margaret Mitchell, το “The Catcher in the Rye” (Στη σίκαλη, στα στάχυα, ο πιάστης) του J. D. Salinger, αλλά και τα πιο πρόσφατα (για τότε) “Advice and Consent” του Allen Drury και το “To Kill a Mockingbird” (Οταν σκοτώνουν τα κοτσύφια) της Harper Lee. Το τελευταίο μάλιστα σαν ένα είδος εισαγωγής για το πολύ πιο δύσκολο (απ’ όλες τις απόψεις) “The Sound and the Fury” (Η βουή και η μανία) του William Faulkner. Ωραίες και αξέχαστες εποχές!
Απ’ όλα αυτά τι ήταν τελικά αυτό που σας παρακίνησε να ασχοληθείτε με τις επιστήμες;
Πρέπει να ήταν διάφορες επιρροές, αλλά σίγουρα μία απ’ αυτές ήταν χωρίς αμφιβολία το περιοδικό Collier’s, που σας ανέφερα προηγουμένως, το οποίο περιλάμβανε και ορισμένα εξαιρετικά εκλαϊκευτικά άρθρα των τελευταίων επιστημονικών και τεχνολογικών επιτευγμάτων. Αλλά εκείνο που κίνησε το μεγαλύτερο ενδιαφέρον στα εφηβικά μου μάτια ήταν μια σειρά άρθρων που βρήκα στους παλαιότερους τόμους του περιοδικού σχετικά με την εξερεύνηση του διαστήματος. Την εποχή εκείνη, σ’ έναν χώρο και χρόνο που ακόμα και τα αεροπορικά ταξίδια μάς φαίνονταν επιστημονική φαντασία, η σειρά εκείνη των άρθρων περιέγραφε με έγχρωμες εικονογραφημένες λεπτομέρειες τα βήματα που θα έπρεπε να ακολουθήσει ο άνθρωπος για τη μετοίκησή του στο διάστημα. Πολλά χρόνια αργότερα έμαθα ότι το σπέρμα εκείνης της σειράς είχε μπει σ’ ένα συμπόσιο για τα διαστημικά ταξίδια που είχε γίνει στο Πλανητάριο Χέιντεν της Νέας Υόρκης, τον Οκτώβριο του 1951. Το συμπόσιο εκείνο οδήγησε τους εκδότες του περιοδικού να συγκεντρώσουν μια σπουδαία ομάδα ειδικών, οι οποίοι χρησίμευσαν ως συγγραφείς και καθοδηγητές της σειράς, ανάμεσα στους οποίους ξεχώριζαν τα ονόματα των πρωτοπόρων της πυραυλικής Werner von Braun και Willy Ley και των καθηγητών αστρονομίας Fred Whipple από το Χάρβαρντ και Joseph Kaplan από το UCLA. Παρ’ όλα αυτά, την εποχή εκείνη δεν ήταν τα κείμενα που μου διέγειραν τη φαντασία τόσο, όσο οι καταπληκτικές, ακόμα και σήμερα, ζωγραφικές απεικονίσεις που πλαισίωναν τις επιστημονικές και τεχνολογικές προβλέψεις των αρθρογράφων και οι οποίες είχαν φιλοτεχνηθεί ως επί το πλείστον από τον πρωτοπόρο διαστημικό καλλιτέχνη Chesley Bonestell. Στις απεικονίσεις εκείνες αποτυπώνονταν με κάθε λεπτομέρεια οι πύραυλοι που θα οδηγούσαν τον άνθρωπο στο διάστημα, τα σεληνιακά διαστημόπλοια που θα οδηγούσαν δεκάδες αστροναύτες στην επιφάνεια του φυσικού μας δορυφόρου και οι κυλινδρικοί διαστημικοί σταθμοί που πολλά χρόνια αργότερα, το 1968, πρωταγωνίστησαν στην κλασική ταινία του Stanley Kubrick «2001: Οδύσσεια του Διαστήματος». Η σειρά εκείνη και τα τρία εικονογραφημένα βιβλία που προέκυψαν απ’ αυτήν, (“Across the Space Frontier”, “Conquest of the Moon” και “The Exploration of Mars”) εξέθρεψαν τη φαντασία και τα οράματα μιας ολόκληρης γενιάς νέων μηχανικών και επιστημόνων που στη δεκαετία του 1960 μετέτρεψαν τα όνειρα των αρθρογράφων και των συνεργαζόμενων καλλιτεχνών σε πραγματικότητα.
Τι θα συμβουλεύατε τους μελλοντικούς αστροφυσικούς που κρατάνε στα χέρια τους τα βιβλία σας;
Ότι όσο ταλαντούχοι κι αν είναι στις φυσικές επιστήμες πρέπει απαραιτήτως να αγαπάνε με πάθος αυτό που κάνουν και να δουλεύουν ακούραστα για την επίτευξή του.
Ο Διονύσης Σιμόπουλος είναι επίτιμος διευθυντής του Ευγενιδείου Πλανηταρίου, βραβευμένος για τη συνεισφορά του στην αστρονομική εκπαίδευση, με σημαντική συγγραφική και δημοσιογραφική δραστηριότητα στον Τύπο, την τηλεόραση και σε θεάματα πολυμέσων και ως σεναριογράφος σε ενημερωτικές εκπομπές.