Ο Ματ Χέιγκ, στο βιβλίο του «Μεσάνυχτα στη Βιβλιοθήκη» (εκδ. Ψυχογιός), περιγράφει την ώρα που η ηρωίδα περνά διαβάζοντας στην κόρη της ως έναν «εύθραυστο δεσμό». Όποιος είχε την τύχη να μεγαλώσει με ιστορίες, όποιος έχει μοιραστεί με ένα παιδί τη ρουτίνα της βραδινής μεγαλόφωνης ανάγνωσης αντιλαμβάνεται ακριβώς τι εννοεί ο Ματ Χέιγκ.
Στην τάξη ή στη σχολική βιβλιοθήκη η μαγεία αυτή πολλαπλασιάζεται και μοιράζεται ταυτόχρονα δημιουργώντας ένα μικροκλίμα, για όλους όσοι μετέχουν σ’ αυτήν, εντελώς ανεξάρτητο από τον σχολικό χωροχρόνο. Δέκα με δεκαπέντε λεπτά αρκούν, αν όχι κάθε μέρα, κάποιες φορές την εβδομάδα.
Κι επειδή η μαγεία έχει τα δικά της ξόρκια και τα δικά της τελετουργικά, δε φτάνει απλά να ξεκινήσουμε να διαβάζουμε το βιβλίο μας. Αφού επιλέξουμε το κατάλληλο βιβλίο για την ομάδα μας, πρέπει να «φτιάξουμε ατμόσφαιρα». Να κλείσουμε τις κουρτίνες, να ανάψουμε ένα πορτατίφ, να βρούμε μια δική μας ρουτίνα χαλάρωσης κι ύστερα να περάσουμε τη μαγική πύλη. Η μεγαλόφωνη ανάγνωση είναι δώρο και είναι κρίμα να χάσουμε τη χαρά να το ξετυλίξουμε. Τα θρανία καλύτερα να είναι άδεια αλλά τα παιδιά να μπορούν να καθίσουν όπως τα βολεύει. Κάποια επιλέγουν να ακούν με κλειστά τα μάτια για να «ζωγραφίζουν τις εικόνες στο μυαλό τους όπως στον κινηματογράφο», άλλα προτιμούν να βλέπουν τις εκφράσεις της δασκάλας ή του δασκάλου. Μερικά φτιάχνουν το μπουφάν τους μαξιλάρι ή κρατούν το αγαπημένο τους αρκουδάκι, αν είναι μικρότερα.
Οι πρώτες στιγμές για κάποιον/α που δεν το έχει δοκιμάσει ξανά ίσως να είναι αμήχανες. Όσο περνάει η ώρα όμως οι ρυθμοί επιβραδύνονται, οι ανάσες συντονίζονται και ο χωροχρόνος του σχολείου καταλαμβάνεται από εκείνον του βιβλίου. Τότε ακριβώς είναι που αρχίζουν να γίνονται τα θαύματα, θαύματα όπως εκείνα που έκαναν με τη λύρα τους ο Ορφέας και ο Αρίωνας.
Είναι η ώρα που καινούριες λέξεις αποθηκεύονται στη φαρέτρα του καθενός. Τα παιδιά είναι εξαιρετικοί συλλέκτες λέξεων. Λατρεύουν μάλιστα τις δύσκολες λέξεις όσο κι αν εμείς πιστεύουμε το αντίθετο. Είναι ο τόπος που το κάθε παιδί χωριστά φτιάχνει στο μυαλό του τις δικές του εικόνες κι έρχεται σε επαφή με τον δικό του τρόπο με τους ήρωες. Ακριβώς όπως γίνεται κάθε φορά που βλέπουμε ένα έργο τέχνης κι ο καθένας από εμάς βλέπει κάτι άλλο ανάλογα με τις εμπειρίες, τις γνώσεις, την ψυχική ή την φυσική του κατάσταση. Όταν όμως μοιραστούμε ό,τι βλέπουμε, τότε ανοίγεται μπροστά μας ένα πολύχρωμο καλειδοσκόπιο. Είναι η ζώνη ελευθερίας που κάθε παιδί μπορεί να απολαμβάνει ανεξάρτητα από τις ικανότητες ή τις δυνατότητές του χωρίς να κρίνεται ή να αξιολογείται. Είναι η πιο απελευθερωτική ώρα για τον δάσκαλο ή τη δασκάλα που μπορούν να εστιάσουν μόνο στη σχέση τους με τα παιδιά, που μπορούν να τα αγκαλιάσουν με τη φωνή και τις εκφράσεις τους, να απευθυνθούν ταυτόχρονα σε καθένα από αυτά αλλά και σε όλα μαζί.
Για εμένα, τις ώρες της ανάγνωσης, η αίθουσα του σχολείου μετατρέπεται σε μια ασφαλή μήτρα κι ένας ομφάλιος λώρος με συνδέει με κάθε παιδί μου χωριστά. Ακόμη κι όταν έχει η ώρα αυτός να κοπεί, όλα όσα μοιραζόμαστε θα είναι εκεί, μέσα του. Θα τον έχουν κάνει τον άνθρωπο που θα έχει γίνει και ίσως να τα σκέφτεται κάθε φορά που θα βλέπει το σημάδι…