
Δημιουργός: Mariajo Ilustrajo
Μετάφραση: Μαριάννα Ψύχαλου
Εκδόσεις: Μικρή Σελήνη
Χρονιά έκδοσης: 2025
Ηλικίες: 5+, 7+
Στο εξώφυλλο του βιβλίου βλέπουμε ένα κορίτσι να περπατά ανάμεσα σε πεταμένα βιβλία και να πετά περιφρονητικά άλλο ένα πίσω της, πάνω από τον ώμο της. Αδιαφορία για το διάβασμα. Κι όμως, ο τίτλος μάς ξαφνιάζει: το «Μισώ» είναι σβησμένο με ένα μεγάλο Χ και δίπλα, με το ίδιο πορτοκαλί χρώμα, αναγράφεται το «Λατρεύω». Αυτά τα δύο σημεία -το Χ και το ρήμα «λατρεύω»- είναι τα μοναδικά ανάγλυφα στοιχεία του εξωφύλλου, σαν να μας καλούν να τα αγγίξουμε.
Η υλικότητα του βιβλίου εδώ γίνεται μέρος της αφήγησης. Η αφή προμηνύει τη μεταμόρφωση πριν καν ανοίξουμε τις σελίδες. Στο οπισθόφυλλο, η αλλαγή έχει ολοκληρωθεί: το κορίτσι τρέχει χαρούμενο, ακολουθώντας μια χαριτωμένη αλεπού φενέκ με πορτοκαλί μάσκα, με τα ρούχα και τα αξεσουάρ της -πανωφόρι, γαλότσες, γυαλιά, κορδέλα- να έχουν πια βαφτεί στο χρώμα του «λατρεύω».
Ανάμεσα στα δύο εξώφυλλα, βρίσκονται δύο «βουβές» ταπετσαρίες που αφηγούνται τη δική τους ιστορία. Η πρώτη δείχνει το κορίτσι απομονωμένο, χαμένο μπροστά στις οθόνες, η τελευταία, το παρουσιάζει να διαβάζει και να μοιράζεται ιστορίες μαζί με φίλους, γελώντας και παίζοντας. Από τη μοναξιά στο μοίρασμα, από την οθόνη στο βιβλίο, από τη σιωπή στη φωνή -μια ολόκληρη μεταμόρφωση χωρίς λόγια, σαν προανάκρουσμα για όσα θα ειπωθούν.
Η ιστορία ξεκινά στην τάξη, όπου ο δάσκαλος ή η δασκάλα -μια φιγούρα γεμάτη χιούμορ και φαντασία, με μακρύ πουκάμισο γεμάτο δεινοσαυράκια- υπενθυμίζει στα παιδιά να μην ξεχάσουν να διαβάσουν ένα βιβλίο το καλοκαίρι. Πίσω του, η σχολική βιβλιοθήκη είναι γεμάτη τίτλους, ανάμεσα στους οποίους και το «Χάθηκα», το προηγούμενο έργο της ίδιας δημιουργού, παιχνιδιάρικη υπενθύμιση ότι κάθε βιβλίο κουβαλά μέσα του τα ίχνη των προηγούμενων.
Η πρόταση για καλοκαιρινή ανάγνωση, όμως, δεν ενθουσιάζει όλους. Στην επόμενη εικόνα το κορίτσι εμφανίζεται σε απόγνωση, σχεδόν να κραυγάζει: «Ένα ολόκληρο βιβλίο; Μα εγώ ΜΙΣΩ τα βιβλία!». Μια φράση που δεν είναι απλώς δήλωση, αλλά κραυγή ταυτότητας. Είναι σαν να προσπαθεί να πείσει πρώτα τον εαυτό της πως πράγματι τα μισεί, να επιβεβαιώσει τον ρόλο (ταμπέλα, καλύτερα) που της έχει δοθεί: το παιδί που δεν διαβάζει. Η φωνή της γίνεται καθρέφτης πολλών παιδιών που μεγαλώνουν ακούγοντας από τους μεγάλους ότι «δεν αγαπούν τα βιβλία», ότι προτιμούν τις οθόνες – από ενήλικες όμως που συχνά δεν γίνονται οι ίδιοι παράδειγμα ανάγνωσης.
Η μητέρα την οδηγεί στη βιβλιοθήκη. Το κορίτσι περιφέρεται βαριεστημένα, με τα ακουστικά στ’ αυτιά, με μια στάση άρνησης. Η ίδια όμως, γυναίκα που αγαπά την ανάγνωση, διαλέγει ένα βιβλίο που είχε αγαπήσει παιδί, αυτό που την έκανε αναγνώστρια. Της το προσφέρει με τη σιγουριά εκείνων που ξέρουν πως ένα μόνο βιβλίο αρκεί για να αλλάξει τα πάντα.
Στην αρχή, το βιβλίο μοιάζει βαρύ, ξένο. Όμως, μόλις αρχίζει να διαβάζει, η φαντασία ξεδιπλώνεται: μι μικρόσωμη αλεπού με φουντωτή ουρά και πορτοκαλί μάσκα την καλεί σε περιπέτειες απρόσμενες. Η ανάγνωση γίνεται ταξίδι, το ενδιαφέρον της πυροδοτείται και ξαφνικά κάθε καθημερινή υποχρέωση -φαγητό, μπάνιο, δόντια- γίνεται εμπόδιο για να ξαναμπεί πιο γρήγορα στις σελίδες. Η ρουτίνα αποκτά παλμό, ζωή. Στο τέλος της περιπέτειας, η αλεπού φενέκ τη ρωτά: «Νιώθεις διαφορετική;» Εκείνη απαντά θετικά. Έχει γίνει, όπως λέει, «δεινή κυνηγός ιστοριών». Η μεταμόρφωση έχει πλέον ολοκληρωθεί.
Κείμενο και εικόνες αλληλοσυμπληρώνονται, κάτι που δεν είναι τυχαίο, αφού συγγραφέας και εικονογράφος είναι το ίδιο πρόσωπο. Οι πρώτες σελίδες, σχεδιασμένες με αισθητική κόμικ, ασπρόμαυρες, αποτυπώνουν τη ρουτίνα και τη στασιμότητα. Όσο όμως το κορίτσι βυθίζεται στο βιβλίο, οι εικόνες μεγαλώνουν, τα χρώματα πληθαίνουν και ο αναγνώστης μαζί με το κορίτσι μεταφέρεται -σχεδόν κινηματογραφικά- μέσα στην ιστορία.
Όταν το κορίτσι επιστρέφει στη βιβλιοθήκη, μεταμορφωμένο πια, ήρωες των βιβλίων ξεπηδούν από τα ράφια -η Πίπη Φακιδομύτη, η Μαίρη Πόπινς, ο Αλαντίν και τόσοι άλλοι. Ήταν εκεί και την πρώτη φορά, αλλά τότε δεν μπορούσε να τους «δει». Τώρα, η ματιά της έχει αλλάξει.
Το πορτοκαλί χρώμα που από την αρχή υπήρχε στις κάλτσες της -το μόνο σημείο που συνδεόταν με το «λατρεύω»- συνδέει την ηρωίδα και με τη συμμαθήτριά της, εκείνη που εξαρχής αγαπούσε το διάβασμα ενώ παρασύρει και τον φίλο της, εκείνον που επίσης «μισούσε» τα βιβλία. Διαβάζουν όλοι μαζί μεγαλόφωνα και η ανάγνωση γίνεται κοινή εμπειρία, παιχνίδι, φωνή.
Η μητέρα εμφανίζεται στο τέλος με τη μάσκα της αλεπούς. Από το βιβλίο της ξεπηδά το μαγικό ξόρκι και το μικρόσωμο ζώο γλιστρά παιχνιδιάρικα στο κεφάλι της. Ένα αναπάντεχο παιχνίδι ανάμεσα στην φαντασία και την πραγματικότητα, η «μυστική φωνή» μέσα στο κορίτσι που το οδήγησε στο μαγικό ξόρκι των ιστοριών.
Πίσω από το προφανές, το βιβλίο είναι ένας ύμνος σε όσους ανάβουν τη σπίθα της ανάγνωσης: στον δάσκαλο με τα «δεινοσαυράκια» που εμπνέει χωρίς να επιβάλλει, στη μητέρα που δείχνει τον δρόμο με το παράδειγμά της, στις βιβλιοθήκες που ανοίγουν τις πόρτες τους σε κάθε παιδί να βρει το βιβλίο που θα του αλλάξει τη ζωή. Και ένα μήνυμα προς τους συγγραφείς: τα παιδιά διψούν για ιστορίες που τα συναρπάζουν, που τα συγκινούν και τα κάνουν να γελούν. Θέλουν ήρωες που να τους μοιάζουν, γλώσσα που να καταλαβαίνουν, κόσμους που να τα χωρούν. Και τότε, χωρίς να το καταλάβουν, γίνονται αναγνώστες.
Το κορίτσι με τις πορτοκαλί κάλτσες που κάποτε μισούσε τα βιβλία μέσα στις σελίδες ανακάλυψε κάτι πολύ πιο σπουδαίο: τον εαυτό της. Και αυτό είναι το μεγαλύτερο δώρο που χαρίζει η ανάγνωση.


