Συνέντευξη: Λώρη Κέζα

Η Λώρη Κέζα είναι ένας από τους ανθρώπους που δεν χρειάζεται πολλές συστάσεις. Συντάκτρια για πολλά χρόνια στην εφημερίδα Το Βήμα και εκδότρια της λογοτεχνικής επιθεώρησης “να ένα μήλο” – μεταξύ άλλων – πρωτοεμφανίστηκε στον χώρο του παιδικού βιβλίου το 2010 με το βιβλίο της Της ζωής τα γυρίσματα (εικ. Άκης Μελάχρης, εκδ,. Αγκυρα). Από τότε το βιογραφικό εμπλουτίστηκε με τους τίτλους επτά ακόμα παιδικών βιβλίων, ενός μυθιστορήματος για ενήλικες (Ζουρ Φιξ, εκδόσεις Ποταμός, 2018), ενώ συμμετείχε με τον επίσης δημοσιογράφο Σάκη Δημητρακόπουλο στη συγγραφή τριών βιβλίων μουσικού περιεχομένου. Η Κόκκινη Αλεπού μίλησε μαζί της με αφορμή τη νέα έκδοση της ιστορίας της Ρόζας Δελλατόλα, “Υπόθεση LAURUS και άλλες ιστορίες” (εκδ. Ποταμός 2020) για τα παιδικά βιβλία, τη σχέση που έχουν με την πολιτική και φυσικά την Τήνο.

Κ. Κέζα, είστε δημοσιογράφος με μεγάλη εμπειρία στο πολιτικό ρεπορτάζ. Για ποιον λόγο αποφασίσατε να γράψετε παιδικά βιβλία; Από πού προήλθε αυτή η ανάγκη;
Τα βιβλία μου είναι πολιτικές αφηγήσεις, αναφέρονται σε όλα τα μεγάλα θέματα με τα οποία ήρθα αντιμέτωπη όσο ήμουν δημοσιογράφος. Στις ιστορίες με τη πρωταγωνίστρια τη Ρόζα Δελλατόλα υπάρχουν απατεώνες επενδυτές, εταιρεία που θέλει να φτιάξει εργοστάσιο ενέργειας στην Τήνο, ένας ύπουλος δήμαρχος που λέει ασταμάτητα ψέματα, ενώ από τις σελίδες περνούν ακόμα και ακροδεξιά στοιχεία που μισούν τους μετανάστες και θέλουν να τους διώξουν από το νησί. Στα βιβλία μου υπάρχουν όλα αυτά που λέω στις κόρες μου για τον κόσμο στον οποίο ζούμε, για τις ανισότητες, για τις μετακινήσεις των πληθυσμών, για τα συμφέροντα που δεν είναι ορατά, για τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν πολλές οικογένειες. Τα πάντα έχουν σχέση με την πολιτική, όχι όμως με γεγονότα και με την επικαιρότητα, αλλά με τις γενικές έννοιες.

Υπάρχει κάτι που να συνδέει την πολιτική δημοσιογραφία με τη συγγραφή παιδικών βιβλίων;
Έχω αποχωρήσει από τη δημοσιογραφία και ζω μόνιμα στο Μόντρεαλ όπου ασχολούμαι επαγγελματικά με την επικοινωνία. Δεν έχω ξεχάσει εντούτοις την τεχνική που χρησιμοποιούσα ως αρθρογράφος: συγκέντρωση πληροφοριών, μελέτη, διασταύρωση και σύνοψη σε ελάχιστες λέξεις. Τα θέματα που με ενδιέφεραν ως δημοσιογράφο είναι όσα με ενδιαφέρουν ως πολίτη, κατ’ επέκταση και ως συγγραφέα. Το ερώτημα για τους ήρωές μου είναι το ίδιο που έθετα πάντα στον εαυτό μου: μπορούμε να παραμένουμε ακέραιοι και ηθικοί σε έναν κόσμο όπου κυριαρχούν τα ανταλλάγματα, ο ατομισμός και η φιλαργυρία; Η ηθική είναι κάτι πολύ πιο μεγάλο, πολύ πιο ευρύ από τη συζυγική πίστη, τη νηστεία τη Μεγάλη Εβδομάδα ή τους χαζούς κανόνες του καθωσπρεπισμού. Θα ήθελα οι αναγνώστες μου να προβληματίζονται γύρω από αυτά τα θέματα και να αναρωτιούνται, τί είναι το σωστό και πόσο μπορούμε να συμβάλλουμε σε έναν καλύτερο κόσμο.

Ενα από τα πιο χαρακτηριστικά στοιχεία των κειμένων σας είναι αφενώς η απουσία μηνυμάτων ή ηθικού διδάγματος, αφετέρου το υπόγειο χιούμορ και το γεγονός ότι πολλές φορές γράφετε για πράγματα στενάχωρα αλλά με μια δόση πνευματώδους αστεϊσμού. Είναι το χιούμορ βασικό συστατικό για ένα επιτυχημένο παιδικό βιβλίο; Και τι θεωρείτε εσείς πως αποτελεί «επιτυχημένη» συνταγή;
Δεν μου αρέσει να κουνάω το δάχτυλα στα μούτρα ενός παιδιού. Προσπαθώ να το κατευθύνω σε συμπεριφορές, προτιμώ να δείχνω με τον τρόπο μου πιο είναι το σωστό. Για παράδειγμα, ουδέποτε είπα στις κόρες μου ότι όταν μπαίνουμε σε ένα μαγαζί καλημερίζουμε τους υπαλλήλους κοιτάζοντάς τους, ποτέ δεν τις υποχρέωσα να ζητούν αυτό που θέλουν λέγοντας πρώτα “σας παρακαλώ”. Απλά φέρομαι με τον τρόπο που θα ήθελα να φέρονται κι εκείνες. Το ίδιο ισχύει και στα βιβλία μου, δεν υποδεικνύω, δεν επιβάλλω, αλλά αφήνω να υφέρπει αυτό που θεωρώ σωστό. Για το χιούμορ, χαίρομαι που το λέτε, πάντα φοβάμαι ότι αυτά που γράφω θα είναι κρυάδες. Με τον πατέρα της Ρόζας, που ανοίγει γραφείο τελετών την Τήνο αλλά δεν έχει πουλήσει ούτε ένα φέρετρο, υπάρχουν πολλά που δικαιολογούν την επιλογή. Μου αρέσει το χιούμορ για τον θάνατο και η αντίληψη ότι οι πεθαμένοι είναι παντοτινό κομμάτι της ζωής μας. Στο συγκεκριμένο βιβλίο είχα τη δυνατότητα να μιλήσω για τα ταφικά έθιμα της Τήνου. Ακολουθούνται ακόμη τα πρωτοχριστιανικά έθιμα και οι νεκροί θάβονται με σάβανο, όχι με φέρετρο. Όλα αυτά στο βιβλίο ενσωματώνονται ως αστείες καταστάσεις.

Να πω επίσης ότι όλο αυτά σχετικά με τους νεκροθάφτες και τις κηδείες είναι η ετεροχρονισμένη απάντησή μου σε κάποια κυρία, υπεύθυνη εκδοτικού οίκου που είχα στείλει τα πρώτα μου χειρόγραφα. Ως μεγάλος Μανιτού κατεδάφισε όσες ιστορίες είχα στείλει και πολύ αυστηρά είπε ότι τα παιδικά βιβλία έχουν κανόνες, και ποτέ μα ποτέ δεν βάζουμε ένα φέρετρο στην αφήγηση. Φεύγοντας σκεφτόμουν ότι δεν έχει διαβάσει ούτε τη Χιονάτη. Είμαι τυχερή που στην πορεία βρήκα ένα εκδοτικό σπίτι για τα βιβλία μου και εκδότες με τους οποίους έχουμε κοινή αντίληψη του χιούμορ. Στις εκδόσεις Ποταμός δεν χρειάζεται να εξηγώ τα αστεία μου…

Διαβάζετε παιδική και εφηβική λογοτεχνία, ελληνική και ξένη, και αν ναι, πώς την κρίνετε; Υπάρχουν διαφορές και αν ναι, ποιες θεωρείτε ότι είναι αυτές;
Μπαίνω στα βιβλιοπωλεία του Μόντρεαλ και διαβάζω τα οπισθόφυλλα, ξεφυλλίζω, κοιτάω τα βιβλία ως αντικείμενα αλλά όχι, δεν διαβάζω νεανική λογοτεχνία. Νιώθω αποστροφή για αρκετά από αυτά που πιάνω στα χέρια μου, όπως για παράδειγμα όσα αναφέρονται στους κινδύνους του ίντερνετ και άλλα θέματα που αντιμετωπίζονται φοβικά. Δεν μου αρέσουν καθόλου αυτά, προδίδουν τη συνταγή «έλα να γράψουμε κάτι ευκολοχώνευτο» και είναι σαν σειρά από λεζάντες, με μικρές φράσεις, ιδανικές για μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Την ελληνική παραγωγή δεν την παρακολουθώ, είμαι γεωγραφικά και συναισθηματικά μακριά από αυτήν την αγορά.

Πριν δύο χρόνια είχατε γράψει ένα γκανγκστερικό μυθιστόρημα για παιδιά, το «Πέφτει η νύχτα στο Παλέρμο» (εκδ. Ποταμός). Φοβηθήκατε πως ένα βίβλιο με ένα τόσο προχωρημένο για τα ελληνικά δεδομένα θέμα θα ξένιζε το αναγνωστικό κοινό;
Είχα τα πρώτα δείγματα αντιδράσεων ήδη από το χειρόγραφο, πριν ξεκινήσει η συνεργασία μου με τις εκδόσεις Ποταμός. Φαινόταν αδιανόητο ένα παιδικό βιβλίο για τη μαφία με ήρωα κάποιον βαρόνο, τον βαρόνο της κοκαΐνης. Δεν έβλεπαν ότι εκείνος που εμπορεύεται τα ναρκωτικά έχει ως μότο “μόνο πουλάμε, δεν τα δοκιμάζουμε ποτέ”. Στις εκδόσεις Ποταμός διάβασαν ανάμεσα από τις γραμμές, είδαν ότι πρόκειται για βιβλίο που έχει θέμα το οικογενειακό χρέος και θέτει ερωτήματα για τον υποχρεωτικό σεβασμό στους προγόνους μας. Άλλα θέματα που διατρέχουν την αφήγηση είναι οι φήμες που δημιουργούνται γύρω από ένα πρόσωπο, η απόσταση των εντυπώσεων από τα γεγονότα και η αξία της φιλίας. Δεν μου αρέσει να γίνονται όλα τέλεια, οπότε όταν ο μικρός ήρωας ερωτεύεται μια βλαμμένη, καταλαβαίνει ότι είναι βλαμμένη και σταματά να ασχολείται μαζί της.

Το τελευταίο σας βιβλίο, το «Υπόθεση LAURUS και άλλες ιστορίες» είναι επανέκδοση του βιβλίου που είχε κυκλοφορήσει το 2013 από τις εκδόσεις Διόπτρα. Στην παρούσα έκδοση από τον Ποταμό συμπληρώνεται από επτά σύντομες ιστορίες που μπορούν να διαβαστούν και αυτόνομα. Γιατί αποφασίσατε να συμπληρώσετε την ιστορία της Ρόζας με αυτές τις έξτρα ιστορίες;
Το υλικό και οι ιστορίες μου για την Τήνο είναι ατελείωτες. Έχω φέρει μαζί μου στον Καναδά κάποιες σπάνιες εκδόσεις με την ιστορία του νησιού, βιβλία εκτός εμπορίου και θα ακολουθήσει τόμος με ένα ακόμη μυθιστόρημα με ηρωίδα τη Ρόζα Δελλατόλα. Υπάρχουν πάρα πολλά θέματα που θέλω να αναπτύξω οπότε χρησιμοποιώ το ίδιο φόντο και τα ίδια πρόσωπα, είναι η πιο κλασική συνταγή αφήγησης, από τον Όμηρο ως το Netflix.

Μιλήστε μας για την Ρόζα Δελλατόλα και τις περιπέτειές της.
Η αρχική ιδέα για τη σειρά των βιβλίων ξεκίνησε όταν έκανα διδακτορικό για το Polar du Sud, τα αστυνομικά μυθιστορήματα από συγγραφείς της Μεσογείου όπου ο τόπος έχει κυρίαρχο ρόλο: η Μασσαλία του Ζαν Κλοντ Ιζζό, η Βαρκελώνη του Μανουέλ Βάθκεθ Μονταλμπάν. Η Τήνος είναι «πατρίδα επιλογής», είναι το μέρος όπου ένιωσα ότι ανήκω από την πρώτη στιγμή που πάτησα το πόδι μου. Με συνάρπαζαν πάντα οι ορατές επιστρώσεις των ιστορικών φάσεων. Φαντάζομαι το Ιερό του Ποσειδώνα και της Αμφιτρίτης ως αντίστοιχο προσκύνημα με αυτό της Παναγίας. Έχω δει κολώνες να χρησιμοποιούνται ως οικοδομικά υλικά σε παρακείμενες κατοικίες και προσπαθώ να μπω στη λογική του τόπου: όπως έπαιρναν την πέτρα από το διπλανό χωράφι για να χτίσουν τις κατοικίες, έτσι πήραν και τις κολώνες. Δεν το βλέπω ως ασέβεια αλλά ως πρακτικό πνεύμα μιας άλλης εποχής. 

Άφησα το διδακτορικό για να αρχίζω να γράφω την Υπόθεση Laurus, ήταν πολύ πιο δημιουργικό. Μου έδινε μια αίσθηση ελευθερίας το λογοτεχνικό γράψιμο, ήταν εντελώς διαφορετικό από την πειθαρχία της δημοσιογραφίας ή μιας διατριβής. Είχα ήδη γράψει εικονογραφημένα παραμύθια και είχα τη Ρόζα Δελλατόλα στο μυαλό μου ως έναν θηλυκό Τομ Σόγιερ ή μια Πίπη Φακιδομίτη. Επιπλέον με ενθουσίαζε η ιδέα να γράψω για τη Μονή των Ουρσουλινών. Βλέπω τις καλόγριες σαν τη γιαγιά μου, η οποία είχε κλειστεί σε μοναστήρι του Κεμπέκ, αλλά ευτυχώς έπαθε υπερκόπωση πριν δώσει τον τελευταίο όρκο, αναγκάστηκε να επιστρέψει στην οικογένεια για να αναρρώσει και στο διάστημα της μικρής απόδρασης, ερωτεύτηκε τον παππού μου.

Αυτό που κάνει εντύπωση στην «Υπόθεση LAURUS και άλλες ιστορίες» είναι η πληθώρα πληροφοριών για την Τήνο, τα χωριά, τους κατοίκους, την ιστορία της και τα έθιμά της. Τι σας γοητεύει στην Τήνο και τοποθετείτε την πλοκή των ιστοριών σας στο νησί αυτό;
Η Τήνος είχε κάποτε έναν μητροπολιτικό ρόλο, κατέφευγαν εκεί άτομα σε αναζήτηση ελευθερίας, εξου και τα επίθετα που δείχνουν καταγωγή. Πέρα από τα προφανή, Κρητικός, Σαντοριναίος, είναι και πολλά ακόμη που δείχνουν τόπο καταγωγής, Δεσύπρης από την Κύπρο, Δεκάριστος από την Κάρυστο. Είχε ένα ιδιότυπο φεουδαρχικό σύστημα διαχείρισης της γης, ένα απίστευτο δίκτυο μετακινήσεων που ένωνε όλα τα χωριά με το κάστρο και ήταν αυτόνομη οικονομικά. Κάποτε φτιάχνονταν μεταξωτά γάντια στην Οξωμεριά, γι’ αυτό και υπήρχαν μουριές, για να τρώνε οι μεταξοσκώληκες. Λένε ότι οι φεγγίτες σε κάποια κατώγια είχαν φτιαχτεί με τρόπο ώστε να διευκολύνεται η σηροτροφία.

Κάθε πόρτα, κάθε μονοπάτι, οδηγεί σε μια ιστορία, όλα συνδέονται, όλα διατηρούνται στα βάθη των αιώνων. Όποιος ενδιαφέρεται για την ιστορία του νησιού, έχει στη διάθεσή του δεκάδες τόμους, για κάθε αιώνα, για κάθε χωριό, με κάθε δυνατό τρόπο αφήγησης, ιστορικές μελέτες, προσωπικές αφηγήσεις. Όσο περισσότερο βυθίζεται κάποιος σε αυτήν την περιπέτεια εκμάθησης, τόσο περισσότερα ανακαλύπτει. Είναι ανεξάντλητη η Τήνος».

Εχετε άλλες ιστορίες στα σκαριά; Τι να περιμένουμε από εσάς στο μέλλον;
Θέλω να ολοκληρώσω ένα ακόμη μυθιστόρημα με ηρωίδα τη Ρόζα. Είχα μιλήσει με συγχωριανούς μου στα Δυο Χωριά και θα υπάρχουν κεφάλαια για την Κατοχή και μια σύγκριση με την Ενωμένη Ευρώπη. Πάντα με ενδιαφέρει το πως βλέπουμε τους ξένους, ποιοι θεωρούνται ξένοι, πως ενσωματώνονται. Θέλω επίσης να αναφερθώ στις δεκαετίες μετά τον πόλεμο. Είναι πολύ κοντά μας τα χρόνια χωρίς ρεύμα, χωρίς ασφαλτοστρωμένο δρόμο, χωρίς ανέσεις μέσα στα σπίτια».

ΜΟΙΡΑΣΕ ΤΟ

ΜοΜΑ: Curtis Scott

Ο Curtis Scott (αριστερά), υπεύθυνος του εκδοτικού του Μουσείου Μοντέρνας Τέχνης της Νέας Υόρκης (MoMA), βρέθηκε τον Οκτώβριο στην Αθήνα και στο πλαίσιο των επισκέψεών του σε σχολεία μίλησε με τη Ζωή Κοσκινίδου για τα βιβλία Τέχνης που απευθύνονται σε παιδιά.

Anna Wilson

Η Anna Wilson γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Αυστραλία, σπούδασε και ακολούθησε ακαδημαϊκό δρόμο, ταξίδεψε πολύ και γνώρισε πολλά μέρη. Όμως πάντα αγαπούσε να ζωγραφίζει. Ένα συμβάν στη ζωή της έπαιξε καταλυτικό ρόλο, ώστε να παρατήσει την ακαδημαϊκή της ενασχόληση και να αφιερωθεί σε αυτό που πάντα αγαπούσε αλλά φοβόταν να τολμήσει: να ζωγραφίζει. Κάπως έτσι ξεκίνησε να εικονογραφεί παιδικά βιβλία. Κάπως έτσι συνεργάστηκε με τη συγγραφέα Holly Hughes και μαζί δημιούργησαν αυτό το συγκινητικό και πολύ ατμοσφαιρικό βιβλίο που μιλάει για τη φιλία, τη σημασία της προσφοράς και τη μαγεία του χειμώνα… Με αφορμή την κυκλοφορία στα ελληνικά του βιβλίου “Το αγόρι που έφερε το χιόνι” (εκδ. Μάρτης) η Ζωή Κοσκινίδου μίλησε με την εικονο-γράφο.