Μεγαλόφωνη ανάγνωση στην τάξη: Τα βιβλία τα σωστά

Φωτογραφία Mari Potter/Unsplash

Η πιο συχνή ερώτηση όσων διαβάζουν βιβλία με παιδιά είναι «ποια είναι τα “σωστά, τα καλά βιβλία». Το πιο συχνό αίτημα των δασκάλων που έρχονταν σε επαφή μαζί μου τα πρώτα χρόνια της λειτουργίας του Βιβλιοδρομίου ήταν «μία λίστα με προτεινόμενα βιβλία για την τάξη τους».

Στην αρχή έφτιαχνα λίστες κι έστελνα σε όποιους και όποιες μου το ζήτούσαν. Πλέον, εδώ και καιρό, έχω συνειδητοποιήσει πως οι λίστες είναι μια πολύ προσωπική υπόθεση για να δοθούν ως έτοιμη συνταγή. Κάθε τάξη έχει άλλες ανάγκες και προτιμήσεις, κάθε δάσκαλος και δασκάλα επίσης.  Σε κάθε περίπτωση υπάρχουν εξαιρετικοί ιστότοποι και άνθρωποι, πιο κατάλληλοι από εμένα, που κρίνουν και προτείνουν βιβλία και τους οποίους ακολουθώ και συμβουλεύομαι κι εγώ.  Άλλωστε, η μισή χαρά για κάθε αναγνώστη και αναγνώστρια είναι η επίσκεψη στο βιβλιοπωλείο ή στη βιβλιοθήκη, που τόσο μας έλειψαν στη διάρκεια της, όχι και τόσο μακρινής, καραντίνας.

Ο καθένας και η καθεμιά φτιάχνουμε την προσωπική μας λίστα ανάλογα με τα ενδιαφέροντα και τις προτιμήσεις μας ή τις ανάγκες που δημιουργούνται από την τρέχουσα επικαιρότητα. Στις λίστες αυτές κάποια βιβλία δεν μπαίνουν ποτέ. Είτε από άγνοια, είτε εξαιτίας στερεότυπων, όλοι έχουμε αποκλείσει κάποια βιβλία κατά καιρούς από τις προσωπικές μας λίστες. Κάποιοι, για παράδειγμα, φοβούνται τα βιβλία γνώσεων που συνήθως είναι και πιο ακριβά, άλλοι αποφεύγουν τα κόμικς θεωρώντας τα υποδεέστερα των λογοτεχνικών βιβλίων. Κάπως έτσι είχα βάλει στην άκρη κι εγώ τον «Καπετάν Βράκα», καθώς ο τίτλος του μου φαινόταν άκομψος τόσο στα αγγλικά όσο και στην ελληνική μετάφραση. Χρειάστηκε να διαβάσω την ιστορία του Ντέιβ Πίλκι για να δω και να διαβάσω το βιβλίο αλλιώς, αλλά κυρίως να δω τον ενθουσιασμό των παιδιών όταν το πρώτο αντίτυπο εμφανίστηκε στα ράφια της βιβλιοθήκης.

Ακόμη και στη γοητεία του «Χάρυ Πότερ» άργησα να υποκύψω κινούμενη από την προκατάληψη πως, ό,τι κάνει τόσο θόρυβο, συνήθως σκάει κι εξαφανίζεται σαν πυροτέχνημα.  Μου πήρε καιρό πριν βάλω σε ειδικό ράφι της Βιβλιοθήκης όλα τα τεύχη της σειράς, που με πολύ πόνο αποχωρίστηκα, για να τα χαρίσω  στη Βιβλιοθήκη του σχολείου. Καμιά φορά περνώ και χαϊδεύω τις ράχες τους.

Χάρη στην καλή Νεράιδα της βιβλιοθήκης, τη νοσηλεύτρια του σχολείου μας, την κυρία Μαρία, που αδειάζει τη βιβλιοθήκη των παιδιών της για να γεμίζει τη δική μας, «Το ημερολόγιο μιας ξενέρωτης» ήρθε στο Βιβλιοδρόμιο για να μείνει. Ο ενθουσιασμός ήταν διάχυτος κυρίως ανάμεσα στις αναγνώστριες. Πριν ακόμη καταγραφούν και πάρουν αριθμό τα βιβλία, οι κρατήσεις έδιναν κι έπαιρναν. Τις περισσότερες κρατήσεις τις είχε το τεύχος με το λεοπάρ εξώφυλλο!

Ομολογώ πως κι αυτή τη φορά πιάστηκα αδιάβαστη. Στις ερωτήσεις μου απαντούσαν όλες μαζί και κάτω από την έμπειρη φιλαναγνωστική μου μύτη στήθηκε μια μικρή αυτοσχέδια λέσχη, η «Λέσχη των Ξενέρωτων» με την οποία συναντιόμαστε σε κάθε διάλειμμα και ανταλλάσσουμε απόψεις για όσα διαβάζουμε. Ποια στερεότυπα προβάλλονται, πώς παρουσιάζονται τα αγόρια και τα κορίτσια, πώς είναι οι σχέσεις ανάμεσα στους ήρωες του βιβλίου, πώς είναι οι σχέσεις τους με τους ενήλικες; Πόσο ταυτιζόμαστε με τους ήρωες; Διαβάζουμε και μιλάμε μα πάνω απ’ όλα γελάμε μαζί!

Καθώς αναθεωρώ και διαβάζω πια κι εγώ το βιβλίο, όχι πως μου άφησαν άλλη επιλογή,  θυμάμαι τα λόγια της καθηγήτριάς μου στην Παιδική Λογοτεχνία, της κ. Αλεξάνδρας Ζερβού. «Ένα παιδί που έχει μάθει να διαβάζει κακά βιβλία, κατά τη δική μας κρίση, έχει πολύ περισσότερες πιθανότητες να γίνει αφοσιωμένος αναγνώστης, από ένα παιδί που δεν έμαθε ποτέ να διαβάζει».

ΜΟΙΡΑΣΕ ΤΟ