Συνέντευξη: Νάντια Δρακούλα

Τη γνωρίσαμε μέσα από το πρώτο της βιβλίο για παιδιά, το “Κάμπινγκ” (Πατάκης, 2017), αν και ήδη είχε δώσει δείγματα γραφής από το 2015 και το έργο της “Σχοινάκι”, που παρουσιάστηκε από το Εθνικό Θέατρο στη Νέα Σκηνή “Νίκος Κούρκουλος” τον Μάιο του 2017, αλλά και δύο ακόμα έργα που έγιναν θεατρικές παραστάσεις. Η Νάντια Δρακούλα σπούδασε νομικά, διεθνές οικονομικό δίκαιο και δημοσιογραφία στην Αθήνα και στο Μάντσεστερ. Πήρε μαθήματα θεάτρου και συγγραφής θεατρικού έργου – σεναρίου στο Εθνικό Θέατρο και στη σχολή του David Mamet στη Νέα Υόρκη. Έχει εργασθεί ως δικηγόρος και ως δημοσιογράφος στην τηλεόραση και στον Τύπο, ως ερευνήτρια και σεναριογράφος σε ντοκιμαντέρ και ως ραδιοφωνική παραγωγός στον Best 92.6. Είναι και συγγραφέας παιδικών βιβλίων, του Κάμπινγκ και της Σούπερ Γκρανόλα, που κυκλοφόρησε πέρυσι από τις εκδόσεις Ποταμός. Τα δύο αυτά βιβλία έχουν έναν συνδετικό κρίκο. Έχουν κι ένα άλλο κοινό χαρακτηριστικό: είναι απολαυστικά στην ανάγνωση, στοιχείο που – δυστυχώς – λείπει πολλές φορές από τα βιβλία που απευθύνονται σε παιδιά. Η Σούπερ Γκρανόλα της είναι από αυτά τα βιβλία που χαίρεσαι να διαβάζεις. Με αφορμή το καλοκαιρινό αφιέρωμα της Κόκκινης Αλεπούς όλο τον Ιούλιο στην παιδική λογοτεχνία, μιλήσαμε με τη δημιουργό όχι μόνο για τις Γκρανόλες, αλλά και για τις δυσκολίες της έκδοσης, τις περίεργες πρωταγωνίστριές της και φυσικά τα μελλοντικά της σχέδια.

Καταρχάς, πες μας δυο λόγια για το τελευταίο σου παιδικό βιβλίο, τη Σούπερ Γκρανόλα. Πού διαδραματίζεται, ποιες συναντάμε, σε τι περιπέτειες μπλέκουν;
Είναι μια απίθανη και πιθανή ιστορία. Μυστήριο και υπέρβαση μαζί. Ξεκινάει από τις ζούγκλες της Κόστα Ρίκα, για να καταλήξει στις αθηναϊκές γειτονιές του κέντρου, στους πρόποδες του Λυκαβηττού. Πιάνει τη λαϊκή αγορά της Ξενοκράτους στο Κολωνάκι και κατηφορίζει στη λαϊκή της Καλλιδρομίου στα Εξάρχεια. Είναι του σαλονιού και του αλωνιού η Σούπερ Γκρανόλα. Είναι μία, γίνονται τρεις, έρχεται κι άλλη μια εξ ουρανού – και από το νησί – και γίνονται τέσσερις. Οι Γκρανόλες μας, κολλητές πιτσιρίκες, συμμορίτισσες γιαγιάδες. Αριστοκράτισσες, αστές και αναρχικές μαζί. Βρίσκουν τη μαγική συνταγή που φτιάχνει τους υπερ-ήρωες. Τον χαρακτήρα όμως δεν τον φτιάχνει. Οπότε σηκώνουν την Αθήνα στο πόδι…

Πώς προέκυψε η ιδέα να γράψεις ένα βιβλίο για παιδιά όπου όλες οι πρωταγωνίστριες ειναι μεγάλες σε ηλικία γυναίκες;  
Έζησα κάποια πολύ όμορφα χρόνια της ζωής μου στον Λυκαβηττό. Καθημερινά, καθισμένη στο μπαλκόνι μου, παρατηρούσα τις Αθηναίες μεγάλες κυρίες της γειτονιάς μου να ανεβοκατεβαίνουν τα σκαλάκια του δρόμου μας, φιγούρες απίθανες. Γυναίκες καθεμία με τη δική τους ιστορία, με όμορφα ρούχα, με χιούμορ και τσαγανό, με νεότητα που ξεπερνούσε κάθε ρυτίδα και σωματική δυσκολία. Με μυαλό ξυράφι και καρδιά τρυφερή. Έτσι που τις παρατηρούσα, λοιπόν, στην καθημερινότητά μου, να τα βγάζουν πέρα με μια πόλη όχι και τόσο φιλική απέναντι στους πιο αδύναμους και μόνους άρχισα να επεξεργάζομαι το σχέδιο εκτόξευσής τους…

Θεωρείς πως υπάρχει κάτι που να συνδέει τα παιδιά με τις Γκρανόλες και γενικά τους ανθρώπους που ανήκουν πλέον στην τρίτη ηλικία;
Φυσικά. Η αθωότητα, η άγνοια, η περιέργεια, η αυθόρμητη σκέψη και η διατύπωση της, η αυθάδεια, η αναρχία, η ανάγκη των άλλων, η αίσθηση της δικαιοσύνης…

Σχεδιασμός εξωφύλλου: Ντανιέλα Σταματιάδη

Υπάρχει κι ένας συνδετικός κρίκος ανάμεσα στο Κάμπινγκ, του πρώτου σου παιδικού βιβλίου, με τη Σούπερ Γκρανόλα. Θες να μας πεις περισσότερα;
Η Ουρανία της Τήνου. Αυτός είναι ο συνδετικός κρίκος με το βιβλίο και με το αγαπημένο μου νησί. Στο Κάμπινγκ η Ουρανία είναι η γιαγιά των παιδιών, ένας μυστηριώδης χαρακτήρας που ποτέ δεν αποκαλύπτει όλα τα χαρτιά του και συνεχίζει στο ίδιο μοτίβο στη Σούπερ Γκρανόλα, όταν έρχεται στην Αθήνα για να γίνει το τέταρτο μέλος της συμμορίας. Επειδή κάπως νιώθω τα βιβλία και τους ήρωες μου σα μικρές μου οικογένειες που συνδέονται μεταξύ τους και χαίρομαι πολύ όταν αναγνώστες μου βρίσκουν ήρωες από προηγούμενο βιβλίο μου που διάβασαν. Έτσι συνδέομαι και μαζί τους περισσότερο με ένα πιο αλλόκοτο τρόπο που με διασκεδάζει πολύ.

Πέρα από την περιπέτεια των τεσσάρων φιλενάδων, ο αναγνώστης κάνει κι ένα νοητό οδοιπορικό στις γειτονιές της Αθήνας. Είναι το βιβλίο σου ένας φόρος τιμής στο κέντρο της πρωτεύουσας;
Ω, ναι! Ξεκάθαρα είναι. Αγαπάω όσο καμία πόλη την Αθήνα. Με πονάει και με τυραννάει σαν καρμικός εραστής, σα δίδυμη φλόγα που λένε (γέλια). Είναι γραμμένο για να αναγνωρίζεις σε κάθε της σελίδα ένα παγκάκι, μια γωνία, μια μυρωδιά γνώριμη σε εσένα.

Αυτό που κεντρίζει περισσότερο το ενδιαφέρον του αναγνωστη είναι η χρήση του φανταστικού, εκεί που οι τέσσερις γιαγιάδες αποκτούν υπερδυνάμεις. Τι ήθελες να δείξεις με αυτό; Για ποιον λόγο – πέρα από το προφανές, ότι έχει πλάκα – χρησιμοποίσες τις υπερδυνάμεις σαν βασικό χαρακτηριστικό τους;
Η υπερδύναμη για μένα είναι η φαντασίωση και το όνειρο του κάθε ανθρώπου. Ποιος δεν έχει φαντασιωθεί τον εαυτό του να γίνεται αόρατος; Ποιος δεν έχει πετάξει πάνω από βουνά και ποτάμια; Ποιος δεν έχει σκαρφαλώσει στο ταβάνι; Η υπέρβαση όπως το λέει και η λέξη, το ξεπέρασμα των ανεκτών ορίων είναι στόχος ή πρέπει να είναι στόχος. Δεν είναι καθόλου τυχαίο πόσο σημαντικά είναι τα παραμύθια και τα κόμικς με υπερήρωες στις ζωές των παιδιών και στο πως τις επηρεάζουν στη διαμόρφωση του χαρακτήρα τους.

Συνάντησες προκλήσεις κατά τη διαδικασία έκδοσή του κι αν ναι, γιατί θεωρείς ότι συνέβη αυτό;
Κοίτα να δεις, η υπόθεση να εκδόσεις ένα βιβλίο, και μιλάω για τους συγγραφείς της γενιάς μου τουλάχιστον, δεν είναι κάτι απλό. Αφού τελειώσεις με το βουνό που λέγεται έρευνα και συγγραφή, ακολουθεί ένα μεγαλύτερο και πιο απάνθρωπο βουνό, αυτό του να βρεις εκδότη και να ακούσεις πολύ σκληρή κριτική, άλλοτε δίκαιη και με επιχειρήματα, άλλοτε άδικη και ό,τι να ‘ναι. Εκεί διατρέχεις το ρίσκο απλά να φας τα μούτρα σου. Να σου πουν δεν αξίζει, βάλτο στο συρτάρι, μαζί και τα δυο χρόνια από τη ζωή σου. Έτσι πάει. Ειδικά στην αρχή, όταν δε σε γνωρίζουν. Εγώ μπορώ να πω ότι στάθηκα τυχερή, γιατί και τα τέσσερα προηγούμενα βιβλία μου έχουν βγει σύντομα το ένα από το άλλο, έχουν εκδοθεί σε μεγάλους εκδοτικούς και κάποια έγιναν και θεατρικές παραστάσεις. Αυτό βέβαια σε μεγάλο βαθμό έχει να κάνει με τη δική μου επιμονή και πίστη ότι έχω γράψει κάτι καλό. Η Γκρανόλα αλήθεια είναι ότι προβλημάτισε τόσο εμένα, όσο και τους εκδότες που τη διάβασαν. Εκείνοι δεν μπορούσαν να την κατατάξουν κάπου. Είναι παιδικό βιβλίο; Δεν είναι παιδικό βιβλίο; Εγώ προβληματίστηκα με εμένα που δεν μου αρέσει να κατατάσσω τίποτα και κανέναν με ταμπέλα και σε ράφι, με τη σκέψη ότι, όταν εγώ ήμουν παιδί, διάβαζα μυθιστορήματα «μεγάλων» και όταν μεγάλωσα άρχισα να διαβάζω παιδικά βιβλία… Οπότε στενοχωρήθηκα και απογοητεύτηκα. Κάποια στιγμή το βιβλίο βρέθηκε στις εκδόσεις «Ποταμός» και με ενθουσιασμό διαπιστώσαμε και οι δύο πλευρές ότι ταιριάζαμε. Είναι ένας εκδοτικός οίκος με μεγάλη ιστορία στο καλό βιβλίο και στην αισθητική του ματιά, κάτι που αμέσως μας έδεσε, όπως φυσικά και το χιούμορ, ένα δαιμόνιο χιούμορ, κοινό σε παιδιά και μεγάλους μεγάλους…

Με αφορμή την έναρξη της καλοκαιρινής περιόδου, του τέλους των σχολείων – μιας πολύ δύσκολης χρονιάς για όλα τα παιδιά – θα ήθελες να μοιραστείς μαζί μας την πιο αγαπημένη σου ανάμνηση που να συνδέει το καλοκαίρι με το διάβασμα;
Κάμπινγκ. Ξυπολυσιά, μέσα σε κίτρινη σκηνή μαζί με την αδελφή μου, μεσημέρι, τα φύλλα από τον πλάτανο σχηματίζουν σκιές στο πανί της σκηνής και τα μυρμήγκια τρέχουν να προλάβουν κάτι. Από μακριά ακούγεται ένα τζετ σκι στη θάλασσα. Διαβάζω Ιούλιο Βερν, τη Μυστηριώδη Νήσο και υπογραμμίζω τις φράσεις που μου αρέσουν. Είμαι εννιά χρονών και έχω παραδοθεί στις σελίδες, είμαι εκεί στο νησί, μαζί τους.

Η υπόθεση να εκδόσεις βιβλίο, και μιλάω για τους συγγραφείς της γενιάς μου τουλάχιστον, δεν είναι κάτι απλό. Αφού τελειώσεις με το βουνό που λέγεται έρευνα και συγγραφή, ακολουθεί ένα μεγαλύτερο και πιο απάνθρωπο βουνό, αυτό του να βρεις εκδότη.

Νάντια Δρακούλα

Γράφεις αυτήν την περίοδο; Υπάρχει κάτι που ετοιμάζεις;
Γράφω το πρώτο μου μυθιστόρημα για ενήλικες – ενήλικες χωρίς πρόθεση να μπερδέψω ηλικιακά κάποιον. Είναι μια ιστορία μυστηρίου, θα την έλεγε και κάποιος ερωτικό θρίλερ, στην Τήνο και αφορά στην εξαφάνιση μιας νεαρής κοπέλας στο νησάκι «Πλανήτης». Ένα σημαντικό κομμάτι της μυθοπλασίας αναφέρεται στις αρχές του εικοστού αιώνα και στη ζωή των κοριτσιών που φοιτούσαν στο μοναστήρι των Ουρσουλίνων. Στο βιβλίο εμπλέκονται πολλά στοιχεία λαογραφικά και εθιμικά του νησιού, οπότε έχει προηγηθεί και μια μεγάλη έρευνα και συνεντεύξεις με πολλούς ντόπιους. Το βιβλίο μου έχει τίτλο «Πλανήτης Τήνος- Καλαθοπλέκτες στη Σελήνη».

Η Σούπερ Γκρανόλα κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Ποταμός.









ΜΟΙΡΑΣΕ ΤΟ

ΜοΜΑ: Curtis Scott

Ο Curtis Scott (αριστερά), υπεύθυνος του εκδοτικού του Μουσείου Μοντέρνας Τέχνης της Νέας Υόρκης (MoMA), βρέθηκε τον Οκτώβριο στην Αθήνα και στο πλαίσιο των επισκέψεών του σε σχολεία μίλησε με τη Ζωή Κοσκινίδου για τα βιβλία Τέχνης που απευθύνονται σε παιδιά.

Anna Wilson

Η Anna Wilson γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Αυστραλία, σπούδασε και ακολούθησε ακαδημαϊκό δρόμο, ταξίδεψε πολύ και γνώρισε πολλά μέρη. Όμως πάντα αγαπούσε να ζωγραφίζει. Ένα συμβάν στη ζωή της έπαιξε καταλυτικό ρόλο, ώστε να παρατήσει την ακαδημαϊκή της ενασχόληση και να αφιερωθεί σε αυτό που πάντα αγαπούσε αλλά φοβόταν να τολμήσει: να ζωγραφίζει. Κάπως έτσι ξεκίνησε να εικονογραφεί παιδικά βιβλία. Κάπως έτσι συνεργάστηκε με τη συγγραφέα Holly Hughes και μαζί δημιούργησαν αυτό το συγκινητικό και πολύ ατμοσφαιρικό βιβλίο που μιλάει για τη φιλία, τη σημασία της προσφοράς και τη μαγεία του χειμώνα… Με αφορμή την κυκλοφορία στα ελληνικά του βιβλίου “Το αγόρι που έφερε το χιόνι” (εκδ. Μάρτης) η Ζωή Κοσκινίδου μίλησε με την εικονο-γράφο.