Βιβλιοθήκες: Μαρία Παπαευθυμίου

Πριν από περίπου τρεις μήνες φιλοξενήθηκε στην Εθνική Βιβλιοθήκη της Ελλάδος που στεγάζεται στο Πολιτιστικό Κέντρο του Ιδρύματος Σταύρος Νιάρχος μια σειρά εργαστηρίων που απευθυνόντας κυρίως σε βιβλιοθηκονόμους. Το The Nordic Paradigm ήταν μια προσπάθεια να έρθουν σε επαφή οι Ελληνες επαγγελματίες του χώρου με ανθρώπους των βιβλιοθηκών των Βορείων Χωρών. Εκείνη τη βροχερή και πολύ κρύα Παρασκευή του Δεκέμβρη, πέντε άνθρωποι από τη Δανία, την Ισλανδία, τη Φινλανδία, τη Νορβηγία και τη Σουηδία βρέθηκαν στην Αθήνα και μίλησαν ο καθένας για τη δική του χώρα και τον τρόπο με τον οποίο λειτουργούν τις βιβλιοθήκες τους. Δεν αναφέρθηκαν μόνο στα πρακτικά ζητήματα, αλλά και ατο πώς οι βιβλιοθήκες είναι για τους λαούς αυτούς πολλά περισσότερα από δωμάτια γεμάτα με βιβλία. Είναι κέντρα ανταλλαγής απόψεων, είναι αίθουσες γεμάτες γνώση και πληροφορία, αποτελούν όμως και πυρήνα της κοινότητας στην οποία ζουν και εργάζονται καθημερινά. Είναι το καταφύγιό τους, είναι η πόρτα τους στο άγνωστο ή το διαφορετικό. Ο πρέσβης της Δανίας, Klavs A. Holm, που άνοιξε την ημέρα εκείνη τις εργασίες των εργαστηρίων, τόνισε πως αν δεν ήταν η βιβλιοθήκη της γειτονίας του, δεν θα ήταν ο άνθρωπος που είναι τώρα, ενώ αναφέρθηκε και στην τεράστια αλλαγή στην εικόνα και λειτουργία των βιβλιοθηκών στη χώρα του, αλλά και σε όλες τις βόρειες χώρες.

Αυτή η σειρά εργαστηρίων που πραγματοποιήθηκε τον περασμένο Δεκέμβριο μας έδωσε την ιδέα να ασχοληθούμε περισσότερο με τις βιβλιοθήκες και το τι συμβαίνει στην Ελλάδα. Γιατί για παράδειγμα, ενώ στη Δανία οι βιβλιοθήκες αποτελούν αναπόσπαστο μέρος της ζωής των Δανών ακόμα και στο πιο απομακρυσμένο χωριό, στην Ελλάδα δεν έχουμε τέτοιο δέσιμο με τις βιβλιοθήκες μας; Πώς αντιλαμβανόμαστε την έννοια της βιβλιοθήκης και τελικά ποια είναι η σχέση μας μαζί τους; Τις απαντήσεις στα ερωτήματά μας τις βρήκαμε μιλώντας με βιβλιοθηκονόμους, με ανθρώπους που ζουν και εργάζονται μέσα στις βιβλιοθήκες, που είναι εκεί για να μας καλωσορίσουν και να μας βοηθήσουν να διαλέξουμε τα βιβλία που θα μας ανοίξουν τα μάτια και τα μυαλά.

Πρώτη μας απάντησε η κ. Μαρία Παπαευθυμίου, βιβλιοθηκονόμος στη Δημοτική Βιβλιοθήκη Ηρακλείου Αττικής. Καταρχάς, πρέπει να ξεκαθαρίσουμε τι κάνει ένας βιβλιοθηκονόμος, ποια είναι η δουλειά του; «Ένας βιβλιοθηκονόμος παλιά είχε μια πολύ πολύ σημαντική δουλειά. Να φυλάει τα πολύτιμα βιβλία από το να χαθούν, να κλαπούν, να καταστραφούν. Από αυτό το μακρινό παρελθόν, μας έρχονται οι εικόνες με τις σκοτεινές, σκονισμένες, καλοκλειδωμένες βιβλιοθήκες που έχουν βγει μέσα από τις σελίδες μεσαιωνικού μυθιστορήματος. Ευτυχώς, στις μέρες μας η δουλειά του βιβλιοθηκονόμου είναι πολύ πιο ενδιαφέρουσα και – αν του επιτραπεί – μπορεί να γίνει ακόμα και μαγευτική, τόσο για τον ίδιο, όσο και για τους αναγνώστες. Η βασική δουλειά και αποστολή του είναι να ενημερώνεται για όποιο νέο υλικό ενδιαφέρει τη βιβλιοθήκη (βιβλία, dvd, παιχνίδια κ.ά.), να βρίσκει τρόπο να το προσθέτει στη συλλογή της και να κάνει ό,τι είναι απαραίτητο για να διατεθεί όσο πιο γρήγορα γίνεται στο κοινό. Αυτό λέει η θεωρία. Στην πράξη όμως ένας αποτελεσματικός βιβλιοθηκονόμος είναι ένα καλό μείγμα φανατικού βιβλιόφιλου, διορατικού ψυχολόγου, ικανού manager πολιτιστικού χώρου και έμπειρου διοικητικού υπαλλήλου. Γιατί χρειάζονται όλα αυτά για να φυλάς ένα δωμάτιο με ράφια, θα αναρωτηθούν πολλοί. Μα γιατί πρέπει τα ράφια αυτά να έχουν καλά βιβλία και αυτό μόνο ένας άνθρωπος που αγαπά τα βιβλία το ξέρει. Ο ίδιος άνθρωπος πρέπει να έχει την υπομονή και την οξυδέρκεια να ψυχολογεί τους αναγνώστες του και τις ανάγκες τους και να σπεύδει να καλύπτει και αυτές, ανεξάρτητα από τις προσωπικές του προτιμήσεις. Ο ίδιος (πάντα) άνθρωπος, αφού συγκεντρώσει όλα αυτά τα καλά ή/και δημοφιλή βιβλία στο περίφημο δωμάτιο, θα πρέπει να επικοινωνήσει σωστά το επίτευγμά του, ώστε να το μάθει ο κόσμος. Αν είναι καλός στην επικοινωνία, ίσως πείσει να του δοθεί παραπάνω χώρος από ένα δωμάτιο και καταφέρει να φτιάξει μια… βιβλιοθήκη. Αν είναι όντως ικανός δε, θα το κοινοποιήσει με τέτοια επιτυχία που ο κόσμος πράγματι θα έρθει στη βιβλιοθήκη. Και ίσως τελικά να είναι τόσο καλός που θα βρει και κάποια έξτρα χρηματοδότηση. Τελευταίο, αλλά εξίσου σημαντικό, όλα αυτά, θα πρέπει ο ίδιος άνθρωπος να τα κάνει διεκπεραιώνοντας στην εντέλεια κάθε απαραίτητη διοικητική εργασία, ακολουθώντας πιστά διαδικασίες, νόμους και πρωτόκολλα. Δηλαδή, εν τέλει, ο βιβλιοθηκονόμος θα πρέπει να είναι ένα είδος ζογκλέρ. Ακούγεται παράξενο και υπερβολικό όλο αυτό; Κι όμως, οι βιβλιοθήκες είναι τις περισσότερες φορές τόσο υποστελεχωμένες, που οι υπάλληλοί τις πρέπει να κάνουν όλα αυτά και ακόμα παραπάνω”.

Στην πράξη ένας αποτελεσματικός βιβλιοθηκονόμος είναι ένα καλό μείγμα φανατικού βιβλιόφιλου, διορατικού ψυχολόγου, ικανού manager πολιτιστικού χώρου και έμπειρου διοικητικού υπαλλήλου

“Αν πάντως θέλει κάποιος να μάθει για τις αυστηρά βιβλιοθηκονομικές εργασίες ενός υπαλλήλου βιβλιοθήκης, να πούμε ότι αν είναι αρκετά τυχερός και του έχει ήδη δοθεί ένας αξιοπρεπής χώρος με ράφια (αυτονόητο, ε;) και ένας κάποιος έστω προϋπολογισμός για να αγοράσει βιβλία, τότε έχει την πολυτέλεια να ασχοληθεί με αυτά που λέγαμε πιο πάνω, δηλαδή την απόκτηση νέων βιβλίων (από παραγγελίες ή δωρεές), την ταξινόμηση και την καταλογογράφησή τους (να ορίσει ποια θεματική κατηγορία καλύπτουν, σε ποιο κοινό απευθύνονται, να περιγράψει το βιβλίο σύμφωνα με διεθνή πρότυπα για να είναι προσβάσιμο στους αναγνώστες κλπ.), πριν βρεθεί στην απόλυτα ευτυχή θέση να βάλει τα βιβλία φρέσκα και τακτοποιημένα στα ράφια τους και να τα παραδώσει στο κοινό του προς δανεισμό ή μελέτη. Άλλες δουλειές που κάνει παράλληλα είναι να προτείνει βιβλιογραφίες σε διαφορετικές ομάδες, να προτείνει νέα πεδία δράσης και συνεργασίες για τη βιβλιοθήκη, να οργανώνει λέσχες ανάγνωσης και εκδηλώσεις λογοτεχνικού ενδιαφέροντος που φιλοξενούνται στη βιβλιοθήκη, να συντονίζει αναγνώσεις ή να αφηγείται ο ίδιος ιστορίες, να προβάλλει τη βιβλιοθήκη στα social media, να επισκευάζει φθορές στα βιβλία αν χρειαστεί και να παρέχει τεχνική βοήθεια σε κοινό που την έχει ανάγκη”.

Με την κ. Παπαευθυμίου μιλήσαμε και για τη σημασία μιας βιβλιοθήκης στην τοπική κοινότητα, θέμα το οποίο συζητήθηκε πολλές φορές σε εκείνο το περίφημο εργαστήριο στην ΕΒΕ. «Σε άλλες χώρες είναι αυτονόητη, στην Ελλάδα η σημασία μιας βιβλιοθήκης είναι ένας αγώνας που κερδίζεται (ή και χάνεται) σε καθημερινή βάση. Μια βιβλιοθήκη μπορεί να έχει τόσο πολλούς διαφορετικούς ρόλους που να μας εκπλήξει. Από το να παρέχει ένα καταφύγιο για τον άνθρωπο που δυσκολεύεται με τους ανθρώπους, ως το να λειτουργεί σαν χώρος συνάντησης για την ακριβώς αντίθετη κατηγορία ανθρώπων. Μπορεί να είναι τόπος χαλάρωσης ή μελέτης, μπορεί να γίνει εργαλείο για την εύρεση εργασίας, βοηθός στην έρευνα, κέντρο πληροφόρησης ή χώρος επαφής με την παλιά και νέα εκδοτική παραγωγή. Και το πιο σημαντικό όλων είναι ότι αυτές οι υπηρεσίες προσφέρονται στην κοινότητα εντελώς δωρεάν. Κι όμως ο περισσότερος κόσμος εξακολουθεί να αγνοεί την ύπαρξη των βιβλιοθηκών όπου υπάρχουν”.

Καλά όλα αυτά, και σωστά και ωραία και πολλά από αυτά πολύ θα θέλαμε να είναι και πραγματικά, αλλά το βασικό μας ερώτημα είναι το εξής: Πώς μπορούμε να γοητεύσουμε ένα παιδί για να μπει σε μια βιβλιοθήκη, να τη γνωρίσει και να θέλει να επιστρέφει εκεί; «Πριν ακόμα γοητεύσουμε ένα παιδί, καλό θα είναι να σταματήσει να μας φοβάται, να φοβάται δηλαδή όσα κουβαλάει η έννοια ‘βιβλιοθήκη’. Ένα παιδί, ακόμα και το πιο μικρό, ξέρει ότι η βιβλιοθήκη είναι ένα μέρος που κάνουμε ησυχία, δεν τρώμε, δεν πίνουμε, δεν τρέχουμε και που, στην καλύτερη περίπτωση, μας πάει η μαμά για να διαβάσουμε. Το στοίχημα είναι να ξεπεράσουμε με τον καλύτερο τρόπο όλους αυτούς τους περιορισμούς, να θυμηθούμε τον φόβο που ίσως έχουμε νιώσει και εμείς οι ίδιοι μπαίνοντας σε μια βιβλιοθήκη, πόσο απόλυτα τρομακτική μας φάνηκε εκείνη η κυρία στο γκισέ που ρωτούσε επίμονα ‘Τι θέλετε; Πείτε μου τι ψάχνετε να σας βοηθήσω!’, να καταλάβουμε πόσο πιο ωραίο και λειτουργικό είναι να υποδεχτούμε κάποιον ευγενικά, να του δώσουμε δυο κατευθυντήριες οδηγίες και χρόνο να περιεργαστεί το χώρο και μετά, στο τέλος, να του υποδείξουμε τους κανόνες που πρέπει να τηρούνται στον δανεισμό και στη χρήση της βιβλιοθήκης. Και αν όλα αυτά πρέπει να εφαρμόζονται στους ενήλικες, πόσο πιο μαλακά θα πρέπει να υποδεχτούμε ένα παιδί; Αν καταφέρουμε, λοιπόν, το παιδί να μπει με κάποιο τρόπο στη βιβλιοθήκη, θα το γοητεύσουμε με τα βιβλία που θα του δείξουμε, με τις αναγνώσεις που έχουμε οργανώσει για την ηλικία του και τις γωνιές που έχουμε ετοιμάσει για να κάτσει, να διαβάσει ένα βιβλίο, να παίξει ένα επιτραπέζιο με το φιλαράκι του. Η βιβλιοθήκη, η ήσυχη και αποστειρωμένη, έχει προ πολλού ξεπεραστεί στο εξωτερικό – και σε πολλές περιπτώσεις και εδώ. Θα πρέπει το παιδί να τη νιώσει δική του, να είναι επέκταση του οικείου του χώρου και η διαρρύθμιση και το προσωπικό να είναι φιλικά προς τον μικρό χρήστη. Γιατί αν υπάρχουν βιβλία με ιστορίες και ένα χαμογελαστό πρόσωπο να του τα δώσει, δεν υπάρχει κανένα παιδί που θα αντισταθεί”.

“Από τη μεριά των γονιών τώρα, τι πιο εύκολο από το να πει κανείς στο παιδί του ότι θα το πάει σε ένα μαγικό μέρος που έχει τόσα πολλά βιβλία που δεν θα τελειώσουν ποτέ; Ένα μέρος από όπου μπορεί να πάρει όσα παραμύθια θέλει για να τα διαβάσει σπίτι του, χωρίς να πληρώσει τίποτα; Ένα μέρος όπου έρχονται κατά καιρούς κάποιοι για να του διαβάσουν ιστορίες ή να παίξουν κάποιο παιχνίδι μαζί με άλλα παιδιά;”

Οι βιβλιοθήκες είναι απαραίτητα εργαλεία για τα παιδιά που πηγαίνουν στο σχολείο. Οταν δεν υπάρχει μία εντός του σχολικού περιβάλλοντος, πώς μπορεί μια δημοτική βιβλιοθήκη να συνεργαστεί με τα σχολεία της περιοχής; Τι έχει να προσφέρει στους μαθητές; «Εκτός από τα προφανή που έχει μια βιβλιοθήκη να προσφέρει στους μαθητές της περιοχής, δηλαδή ένα ήσυχο περιβάλλον μελέτης, σύνδεση στο Διαδίκτυο και δωρεάν πρόσβαση σε πάρα πολλά βιβλία χρήσιμα για το σχολείο (από εγκυκλοπαίδειες και λεξικά ως επιστημονικά για κάθε τομέα γνώσης), θα έλεγα το εξής ανατρεπτικό: ίσως το πιο σημαντικό που έχει μια βιβλιοθήκη να προσφέρει στους μαθητές είναι μια στιγμή ανάπαυλας από το σχολείο, ένας χώρος πειραματισμού με την ανάγνωση και τη γνώση, μια διέξοδος προς ένα βιβλίο που δεν σημαίνει μελέτη αλλά χαρίζει γέλιο, ευχαρίστηση, συγκίνηση. Ή προς ένα βιβλίο που ένα παιδί δεν θα το έβρισκε εύκολα αλλού και όμως το θέμα του το ενδιαφέρει. Προς αυτή την κατεύθυνση θα ήταν χρήσιμο να συνεργαστούμε με τα σχολεία και όχι να επαναλάβουμε μια «συνεργασία» που θα σημαίνει απαραίτητα «εργασία» για τους μαθητές. Ναι και στη συνεργασία με τα σχολεία, αν αυτό σημαίνει ενημέρωση των γονιών με ενημερωτικά έντυπα ή email που θα προωθήσει το σχολείο. Αν υπάρχει δε στη βιβλιοθήκη διαθέσιμο και ορεξάτο προσωπικό, θα ήταν καλό να πάει στα σχολεία και να παρουσιάσει με θελκτικό τρόπο την ύπαρξη και τις υπηρεσίες της βιβλιοθήκης της περιοχής στα παιδιά. Ναι σε μια ουσιαστική συν-εργασία με το σχολείο, σε μια συμ-πόρευση προς ένα κοινό στόχο, σε μια κοινή δράση μεταξύ σχολείου και βιβλιοθήκης που θα έχει αντίκτυπο στην τοπική κοινωνία. Κάτι πρωτότυπο ίσως που θα φέρει τα παιδιά σε επαφή με τη βιβλιοθήκη, χωρίς να είναι για να πάρουν καλό βαθμό, αλλά πχ. να διαβάσουν ιστορίες σε μικρότερα παιδιά, να βοηθήσουν σε κάποιο μάθημα μικρότερους μαθητές, να παρουσιάσουν ένα πείραμά τους, να δραματοποιήσουν ένα αγαπημένο τους βιβλίο κά. Δεν θέλουμε άλλη ‘συνεργασία’ που καταλήγει σε ‘καταναγκαστική εργασία’ αγχωμένων παιδιών που έρχονται στη βιβλιοθήκη σταλμένα από καθηγητές και, για το καλό όλων, γονείς σταματήστε επιτέλους να έρχεστε στις Βιβλιοθήκες να κάνετε τις εργασίες των παιδιών σας!”.

ΜΟΙΡΑΣΕ ΤΟ

ΜοΜΑ: Curtis Scott

Ο Curtis Scott (αριστερά), υπεύθυνος του εκδοτικού του Μουσείου Μοντέρνας Τέχνης της Νέας Υόρκης (MoMA), βρέθηκε τον Οκτώβριο στην Αθήνα και στο πλαίσιο των επισκέψεών του σε σχολεία μίλησε με τη Ζωή Κοσκινίδου για τα βιβλία Τέχνης που απευθύνονται σε παιδιά.

Anna Wilson

Η Anna Wilson γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Αυστραλία, σπούδασε και ακολούθησε ακαδημαϊκό δρόμο, ταξίδεψε πολύ και γνώρισε πολλά μέρη. Όμως πάντα αγαπούσε να ζωγραφίζει. Ένα συμβάν στη ζωή της έπαιξε καταλυτικό ρόλο, ώστε να παρατήσει την ακαδημαϊκή της ενασχόληση και να αφιερωθεί σε αυτό που πάντα αγαπούσε αλλά φοβόταν να τολμήσει: να ζωγραφίζει. Κάπως έτσι ξεκίνησε να εικονογραφεί παιδικά βιβλία. Κάπως έτσι συνεργάστηκε με τη συγγραφέα Holly Hughes και μαζί δημιούργησαν αυτό το συγκινητικό και πολύ ατμοσφαιρικό βιβλίο που μιλάει για τη φιλία, τη σημασία της προσφοράς και τη μαγεία του χειμώνα… Με αφορμή την κυκλοφορία στα ελληνικά του βιβλίου “Το αγόρι που έφερε το χιόνι” (εκδ. Μάρτης) η Ζωή Κοσκινίδου μίλησε με την εικονο-γράφο.