Δεν είναι λίγες οι λίστες που έχουν ήδη δημοσιευτεί και δημοσιεύονται αυτοτο διάστημα με τα καλύτερα βιβλία για να διαβάσει κανείς το καλοκαίρι και σίγουρα δεν είναι καθόλου λίγοι και οι γονείς που σπεύδουν να αγοράσουν στα παιδιά τους βιβλία, με την ελπίδα πως αυτά θα διαβαστούν μέσα στους επόμενους μήνες και πριν ανοίξουν και πάλι τα σχολεία.
Η ανάγνωση είναι άμεσα συνδεδεμένη με τις καλοκαιρινές διακοπές και ειδικά σε όλους όσοι περάσαμε τα καλοκαίρια των παιδικών και εφηβικών μας χρόνων αγκαλιά με βιβλία, επειδή μας άρεσε, επειδή το βλέπαμε ως ένα ακόμα είδος ψυχαγωγίας ή έστω ως αντίδοτο στη βαρεμάρα του μεσημεριού και του υποχρωτικού εκγκεισμού ή ύπνου. Όμως τι γίνεται με τα παιδιά αυτής της γενιάς και γιατί πληθαίνουν τα απεγνωσμένα μηνύματα γονιών ότι τα παιδιά τους δε διαβάζουν, ζητώντας συμβουλές τι να κάνουν για να αντιστραφεί μια κατάσταση που φαίνεται να εδραιώνεται; Και όσο πιο μεγάλος και θερμός αναγνώστης είναι ο γονιός, τόσο πολλαπλασιάζεται η απογοήτευση ότι κάτι δεν έγινε καλά.
Ξεχνάμε όμως έναν πολύ σημαντικό παράγοντα, που πολλές φορές αποτελεί εμπόδιο στην καλοκαιρινή (ή ανεξαρτήτως εποχής) ανάγνωση βιβλίων για ψυχαγωγία. Τα σημερινά παιδιά, ακόμα και αυτά του Δημοτικού, είναι πιεσμένα από μαθήματα και δραστηριότητες όλο τον χρόνο και όσο το διάβασμα είναι συνδεδεμένο με το σχολείο, θα έχει πάντα αρνητικό πρόσημο για αυτά. Ποιο παιδί που έχει περάσει μια ολόκληρη χρονιά να διαβάζει για να περάσει τις εξετάσεις πχ. για τα πρότυπα ή άλλα σχολεία, που έχει σκιστεί να πάει καλά στις ενδοσχολικές εξετάσεις και τώρα “χτυπιέται” σε καλοκαιρινά camps και κατασκηνώσεις, θα βρει τη διάθεση ή και τον χρόνο να διαβάσει ένα βιβλίο; Και ειδικά όταν η προσφορά για ανάγνωση κρύβει από πίσω της μια γονεϊκή πίεση, όπως για παράδειγμα τις λίστες υποχρεωτικής ανάγνωσης που πολλές φορές πάνε αγκαζέ με τις καλοκαιρινές διακοπές, τότε η διάθεση πέφτει κατακόρυφα.
Σε ερώτημα φίλης γιατί τα παιδιά της πλέον δε διαβάζουν, η απάντηση ότι η λύση είναι η μεγαλόφωνη ανάγνωση δημιούργησε μια μικρή απογοήτευση από την πλευρά της (“μα νόμιζα ότι το είχαμε ξεπεράσει αυτό το στάδιο“). Η απογοήτευση αυτή ήταν όμως παροδική (θεωρώ πως τα επιχειρήματα που αράδιασα ήταν αρκετά πειστικά). Η εν λόγω φίλη – αναγνώστρια και η ίδια που πάντα φροντίζει ώστε και τα παιδιά της να έχουν καλό υλικό για ανάγνωση, ζήτησε ιδέες για βιβλία, πήγε και αγόρασε και είμαι σίγουρη ότι το ηθικό της δεν θα κάμφθηκε από τις λοξές ματιές και τα γέλια του προέφηβου παιδιού της όταν ανακοίνωσε ότι ξεκινούν ξανά τις μεγαλόφωνες αναγνώσεις. Θέλει κουράγιο να έρθεις αντιμέτωπος με τη σκληρότητα του προέφηβου, πόσο μάλλον του έφηβου.
Η πίεση και οι απειλές δε θα δώσουν κανένα απολύτως αποτέλεσμα. Κανένα παιδί δε διάβασε επειδή κάποιος το πίεσε ή το απείλησε (πχ με την απαγόρευση χρήσης κινητών ή τάμπλετ ή τηλεόρασης) ή το δωροδόκησε. Η μεγαλόφωνη ανάγνωση όμως είναι αυτή που θα δώσει τη λύση στο πρόβλημα. Μια βόλτα στην κοντινή βιβλιοθήκη, μια επίσκεψη στο βιβλιοπωλείο της γειτονιάς μαζί με το προεφηβάκι ή τον έφηβό μας και έστω και δέκα λεπτά από τον χρόνο μας είναι ικανά να κινήσουν το ενδιαφέρον ακόμα και του πιο διστακτικού (μην πω αρνητικού) νεαρού ατόμου. Δέκα λεπτά μέσα στην ημέρα είναι ικανά να ανάψουν ξανά τη σπίθα της περιέργειας και ίσως και της θέλησης να αρχίσει ξανά το μαγικό ταξίδι στη λογοτεχνία και τη γνώση. Δέκα λεπτά που το μόνο που ζητάς από τα προέφηβα και έφηβα παιδιά σου είναι μόνο να σε ακούσουν να τους διαβάζεις ένα βιβλίο, ένα απόσπασμα, ένα άρθρο από μια εφημερίδα ή ένα ενημερωτικό site. Δέκα λεπτά που αντί να τους επιβάλλεις την ανάγνωση ως λύση στη βαρεμάρα του καλοκαιριού, τα παίρνεις από το χέρι και τους δείχνεις τον δρόμο πώς να μην χάσει τη επαφή με το βιβλίο.
Θέλει υπομονή και τόλμη η μεγαλόφωνη ανάγνωση στις μεγαλύτερες ηλικίες παιδιών. Θέλει να αφήσουμε στο πλάι τις προσωπικές μας απαιτήσεις, τα δικά μας θέλω, να βγάλουμε από το πλάνο τον αναγνώστη που είμαστε εμείς, να αφήσουμε τον χρόνο να περάσει, το σώμα και το μυαλό των παιδιών να ξεκουραστεί, να προσφέρουμε εμείς τον χρόνο μας – αυτά τα σημαντικά δέκα λεπτά – και να αφήσουμε το περιθώριο η μεγαλόφωνη ανάγνωση να δουλέψει.
Κι αν το “κόλπο” δε δουλέψει, αν αυτός ο προέφηβος ή έφηβος δεν ανταποκριθεί, θα πρέπει εμείς να “καταπιούμε” την αποτυχία μας, ως σωστοί ενήλικες να τη διαχειριστούμε και να αποδεχτούμε πως η προσπάθεια δεν καρποφόρησε, πως τα βιβλία τελικά δεν είναι για όλους και επειδή εμείς αγαπάμε την ανάγνωση δε σημαίνει απαραίτητα ότι θα την αγαπήσει και το παιδί μας.
Ή μήπως η εικόνα μας να διαβάζουμε εμείς, ο χρόνος που αβίαστα προσφέραμε στο παιδί σε διάφορες φάσεις της ζωής του και τον συνδέσαμε με την ανάγνωση και το βιβλίο, η ελευθερία που δώσαμε στην επιλογή των αναγνωσμάτων δώσει καρπούς στο μέλλον;