Παραμύθια χωρίς κακό και λύτρωση

Μέσα από τη δουλειά μου, διαβάζω και μοιράζομαι ιστορίες και παραμύθια με παιδιά κάθε ηλικίας. Άλλα από αυτά είναι τα βιβλία της δικής μου παιδικής ηλικίας, δεκαετίες παλιά και συχνά βιβλία εξαντλημένα και ίσως και ξεχασμένα. Άλλα είναι καινούριες εκδόσεις που έχω αγαπήσει τα τελευταία χρόνια. Μερικά είναι προτάσεις των παιδιών, τα δικά τους αγαπημένα βιβλία.

Μένω λοιπόν συχνά κατάπληκτη από τις διαφορετικές λεπτομέρειες που ξέρουμε οι δυο πλευρές για το ίδιο παραμύθι. Για τα Τρία Γουρουνάκια, εγώ ξέρω ότι ο λύκος έπεσε μες στο καυτό καζάνι και καψαλίστηκε· τα παιδιά, ότι φεύγει ηττημένος. Στη Μικρή Γοργόνα, το φινάλε είναι σκληρό: χρησιμοποιεί ένα μαχαίρι “για να επιστρέψει στη θάλασσα”· τα παιδιά ξέρουν ότι γύρισε λυπημένη στο μπαμπά της. Στον Ψωμάνθρωπο, το αλαζονικό ανθρωπάκι τρώγεται από την πονηρή αλεπού· τα παιδιά τον λένε Μπισκοτούλη και σώζεται τελευταία στιγμή “κάνοντας ένα μεγάλο πήδημα”. Τα παραδείγματα είναι πολλά, πάρα πολλά. Άλλοτε κάπως πιο λογικά, άλλοτε τελείως αψυχολόγητα, σε σημείο να χαλάνε την ιστορία. Όταν πρόσφατα δούλευα με παιδιά 11-13 ετών τον Μικρό Πρίγκιπα, κανένα από τα παιδιά δε γνώριζε, παρότι είχαν διαβάσει το βιβλίο, ότι ο Μικρός Πρίγκιπας πέθαινε. Άλλα γιατί οι γονείς τους τα είχαν διαβεβαιώσει ότι δεν πέθανε, άλλα γιατί “αποκλείεται να συνέβη κάτι τέτοιο σε ένα βιβλίο”.

Τα τελευταία χρόνια, τις τελευταίες δύο δεκαετίες συγκεκριμένα, υπάρχει μια μεγάλη λογοκρισία στην αίσθηση του φόβου και της λύπης στις παιδικές ιστορίες. Φινάλε γνωστών παραμυθιών κουτσουρεύονται, ο κακός τελικά δεν είναι και τόσο κακός ή μετανιώνει ή έστω “απλά φεύγει”, ήρωες γλιτώνουν και νικούν μόνο επειδή ήταν “ευγενικοί και καλοί” ή, ακόμα, όπως στην περίπτωση του Μπισκοτούλη, επειδή μας ήταν συμπαθείς! Μόνο που έτσι η ιστορία χάνει το οποιοδήποτε νόημα. Πάμε να δούμε τι σημαίνει αυτό για τα παιδιά, τη χαρά της ανάγνωσης αλλά και την ψυχική ανθεκτικότητα και ανακούφιση.

Τα παιδιά μαθαίνουν τον κόσμο και την κοινωνία μέσα από δύο μεγάλες οδούς: το παιχνίδι και την αφήγηση. Στην πρώτη, έχουμε μια εξερευνητική διαδικασία που συμμετέχουν όλες μας οι αισθήσεις, τόσο μοναχικά όσο και σε σχέση με τους άλλους. Εκτιθέμεθα σε νέες εμπειρίες, επιβεβαιώνουμε ή διαψεύδουμε την πειραματική μας μέθοδο. Ήταν καλή ιδέα να ζυμώσω την πλαστελίνη και να φτιάξω έναν ελέφαντα, αλλά ήταν κακή ιδέα να αγγίξω τη φωτιά. Ήταν καλή ιδέα να μοιραστώ τη μπάλα μου με τα άλλα παιδιά, γιατί παίξαμε όλοι μαζί, αλλά ήταν κακή ιδέα να βουτήξω τη μπάλα ενός παιδιού που δεν ήθελε να τη μοιραστεί. Αυτή η πειραματική μέθοδος είναι απαραίτητη, οικουμενική και εκπαιδευτική. Έχει όμως σοβαρούς περιορισμούς: μπορώ να αλληλεπιδράσω μόνο με τον φυσικό, υπαρκτό κόσμο και το περιβάλλον μου.

Για τα υπόλοιπα, υπάρχει η δεύτερη, συμβολική οδός της αφήγησης. Αυτή επιτυγχάνεται μέσα από τις ιστορίες και τα παραμύθια, είτε γραμμένα στο χαρτί, είτε προφορικά δοσμένα από άλλους, μεγάλους ή μικρούς. Μέσα από την αφήγηση το παιδί έχει την ευκαιρία να βιώσει καταστάσεις και συναισθήματα που είτε του είναι ανοίκεια λόγω ειδικών συνθηκών, είτε που θα ήταν δύσκολο να βιώσει στο φυσικό περιβάλλον λόγω ηλικιακής ανωριμότητας. Σε αυτά ανήκουν καταστάσεις όπως ο φόβος, το πένθος, η απώλεια, η θλίψη, η οργή, ο φθόνος και η αγωνία. Τείνουμε να λέμε λοιπόν στα παιδιά όμορφα τσιτάτα όπως Όλα τα συναισθήματα είναι σημαντικά ή Δεν υπάρχει κακό συναίσθημα. Και ταυτόχρονα, τα “προστατεύουμε” από αφηγήσεις που θα τους προκαλούσαν συγκεκριμένα συναισθήματα! Κάτι τέτοιο, εκτός από οξύμωρο, μπορεί να προκαλέσει μεγάλη σύγχυση σε ένα παιδί όταν τελικά, αναμενόμενα, θα έρθει σε επαφή με τέτοια συναισθήματα από την εμπειρία αντί από την ασφαλιστική δικλείδα της αφήγησης.

Συχνά οι γονείς απορρίπτουν μια ιστορία λέγοντας ότι το παιδί θα στεναχωρηθεί ή θα τρομάξει. Ας δούμε, λοιπόν, γιατί το παιδί είναι σημαντικό για την ανάπτυξη του να στεναχωρηθεί και να τρομάξει μέσα σε μια ιστορία, σεβόμενοι βέβαια πάντα την ηλικιακή του κατηγορία και την γενικότερη προσωπικότητα (σε αυτό το πλαίσιο να τονίσω ότι σε τέτοιες καταστάσεις είναι σημαντικό να ερευνούμε πάντοτε τις ηλικίες στις οποίες απευθύνεται ένα βιβλίο. Το θέμα δεν είναι να εκθέσουμε και να τραυματίσουμε ένα παιδί χάριν μιας κάποιας ψυχικής ανθεκτικότητας).

Αρχικά λοιπόν, όταν το παιδί αγωνιά και στεναχωριέται για την τύχη του ήρωα, δημιουργούμε μια ασφαλή απόσταση μέσα από τη θέση του αναγνώστη-θεατή της ιστορίας. Το παιδί δεν βιώνει αληθινό κίνδυνο, άρα δεν απειλείται. Δοκιμάζεται όμως η ανάγκη του για περιπέτεια και δράση, και επιτυγχάνεται μέσω αυτού μια υγιής ταύτιση με τους ήρωες ή τους αντιήρωες. Όπως και με το παιχνίδι, που ήταν καλή ιδέα η πλαστελίνη και κακή η φωτιά, έτσι κι εδώ ήταν κακή ιδεά το αχυρόσπιτο και καλή το τούβλινο. Είναι κακή ιδέα να μιλάς με λύκους αλλά καλή να ζητάς βοήθεια. Να τονίσω εδώ ότι αυτά τα διδάγματα βγαίνουν φυσικά μέσα από τα παραμύθια και τις ιστορίες, και εντυπώνονται στο παιδί με μια διαισθητική διαδικασία ως αρχές και αξίες. Δεν χρειάζεται δηλαδή να τα επεξηγήσουμε στα παιδια γιατί βλέπουν τη φυσική συνέπεια της καλής και της κακής ιδέας. Είναι κι αυτό, συμβολικά, ένα εκπαιδευτικό είδος εμπειρίας.

Ύστερα, όταν το παιδί αναπτύσσει συναισθήματα για τους ήρωες μιας ιστορίας, έχουμε δύο θετικά αποτελέσματα. Πρώτον, ενισχύεται η πιθανότητα το παιδί να αγαπήσει την ανάγνωση. Διότι η καρδιά του χτύπησε δυνατά με τον φόβο της Χρυσομαλλούσας και την αδικία στην Σταχτοπούτα. Και αυτό του άρεσε, όπως αρέσει και σε μας τους ενήλικες να διαβάζουμε αστυνομικά μυθιστορήματα, να κλαίμε με δραματικές ταινίες ή να φοβόμαστε στα θρίλερ. Η βίωση δυνατών συναισθημάτων είναι πανανθρώπινα συνταρακτική και ιδιαίτερα χρήσιμη στην ψυχική ανθεκτικότητα. Δεύτερον, ένα παιδί που καρδιοχτυπά για τον καλό του φίλο Κοντορεβιθούλη αποκτά πολύ πιο εύκολα και αβίαστα αυτό για το οποίο μιλάμε όλη μέρα στα παιδιά χωρίς να μπορούμε να το περάσουμε με λόγια: την ενσυναίσθηση. Εδώ μιλάμε για αληθινή ενσυναίσθηση, ειδικά σε ένα παιδί που η έννοια της συμπάθειας είναι πολύ πιο έντονη, γιατί τα φίλτρα είναι ακόμη πολύ λιγότερα. Όταν λοιπόν λυπόμαστε, φοβόμαστε, θυμώνουμε μαζί με τον ήρωα, μας προετοιμάζει για μια ζωή και έναν κόσμο που δεν περιστρέφεται αποκλειστικά γύρω από μας και το δικό μας συναίσθημα. Παρατηρούμε καλύτερα πώς οι πράξεις κάποιου έχουν αντίκτυπο σε κάποιον άλλο, πώς υπάρχει συνέπεια σε κάποια κακή ιδέα και επιβράβευση σε κάποια καλή.

Τέλος, ένα πολύ βασικό στοιχείο είναι ότι όταν υπάρχει κακός σε μια ιστορία (αληθινός κακός, όχι ψιλοκακούλης που στο τέλος το μετανιώνει ή φεύγει γιατί κατάλαβε ότι το να είσαι κακός δεν αποδίδει), υπάρχει και απειλή, και όταν βιώνουμε το συναίσθημα του απειλητικού χρειάζεται δράση· και εδώ έρχεται το παραμύθι να δώσει λύσεις. Πάρα πολύ σημαντικό, αυτή η κάθαρση του παραμυθιού να γίνεται μέσα από συνειδητές δράσεις των ηρώων και όχι μέσα από υποχώρηση του κακού. Ναι, ο Τζακ κινδυνεύει από τον Γίγαντα, γι’ αυτό κόβει τη φασολιά· ο Χάνσελ κινδυνεύει να φαγωθεί από τη μάγισσα και η Γκρέτελ τη σπρώχνει στον φούρνο·  και τέλος, για να γυρίσουμε στην αρχή, τα Τρία Γουρουνάκια πρέπει να ανάψουν τη φωτιά στο καζάνι για να καεί ο λύκος, διότι τα έχει καταστρέψει τόσες φορές και δεν πρέπει να έχουν εμπιστοσύνη σε ένα τόσο τρομερό κακό. Οι λύσεις είναι συμβολικές και ως τέτοιες βιώνονται. Αν έχετε κάποια υποψία ότι τα παιδιά θα αρχίσουν να χώνουν ενήλικες στον φούρνο, ξεχάστε την· εκτός και είστε ανθρωποφάγος μάγισσα και σας αξίζει.

Τα παιδιά μπορούν να διαχωρίσουν τον κόσμο του παραμυθιού από τον πραγματικό και οι συνδέσεις θα γίνουν φυσικά αργότερα. Αυτό που κρατάνε τα παιδιά από αυτές τις ιστορίες είναι ότι δεν είναι αδύναμα και ο κακός δεν είναι ανίκητος. Αυτά τα δύο διδάγματα είναι που θα δημιουργήσουν αληθινή ψυχική ανθεκτικότητα στα παιδιά, καθώς και εκλογίκευση των καταστάσεων και των συναισθημάτων όταν βρεθούν σε μια συνθήκη ανοίκεια.

Τα παιδιά έχουν ανάγκη να μάθουν να διαχειρίζονται τα έντονα και δύσκολα συναισθήματα. Δική μας δουλειά, ως ενήλικες, είναι να επιλέξουμε αν αυτό θα το αντιμετωπίσουν νωρίς και με ασφάλεια, μέσω της αφήγησης, ή αργότερα και με δυσκολία, μέσω της αναπόφευκτης εμπειρίας.

ΜΟΙΡΑΣΕ ΤΟ

Διαβάστε ακόμα