Πώς τα silent books καλλιεργούν την αναγνωστική κουλτούρα

Από το βιβλίο της Barbara Lehman “Το κόκκινο βιβλίο”

Το 2014 κράτησα για πρώτη φορά στα χέρια μου Το κόκκινο βιβλίο της Barbara Lehman (εκδ. Μεταίχμιο). Δεν είχα ξαναδεί βιβλίο χωρίς λόγια μέχρι τότε. Άρχισα να το «διαβάζω» και όσο ξεφύλλιζα μία-μία τις σελίδες, τόσο μεγάλωνε μέσα μου η περιέργεια, ο ενθουσιασμός και η επιθυμία να το ξαναδώ, αυτή τη φορά πιο προσεκτικά — να προσέξω τις λεπτομέρειες, τις εικόνες. Τα παιδιά της τάξης μου είχαν εντυπωσιαστεί από τη δυνατότητα να διαβάσουν ολομόναχα ένα βιβλίο, χωρίς τη βοήθειά μου. Τους θύμιζε τις ζωγραφιές που έκαναν σε ένα φύλλο χαρτί — κι όπως περιέγραφαν τι είχαν ζωγραφίσει, έτσι γεννιούνταν μικρές ιστορίες.

Το βιβλίο της Lehman ήταν ένα από τα πρώτα που είδαμε στην ελληνική αγορά. Στα 10 χρόνια που έχουν μεσολαβήσει ως το σήμερα που γράφεται αυτό το κείμενο, είχαμε τη χαρά και την τύχη να έχουμε δει πολλά ακόμα να κυκλοφορούν, αλλά και αρκετούς Έλληνες δημιουργούς να έχουν πειραματιστεί – πολύ επιτυχημένα- με το συγκεκριμένο είδος (Ραζής, Ζαχαριά, Σταματιάδη, Στεφανίδη, Λουκρή).

Τι είναι όμως αυτό που τα καθιστά τόσο μαγικά; Τα silent ή wordless books μπορεί να μην έχουν λέξεις στις σελίδες τους, όμως μέσα από τις εικόνες τους αφυπνίζουν τη φαντασία και τη δημιουργικότητα, καλώντας τον αναγνώστη να συνθέσει τη δική του αφήγηση. Έτσι καλλιεργείται η αφηγηματική δεξιότητα, η κριτική σκέψη και η μη λεκτική επικοινωνία. Τέτοια βιβλία ενισχύουν και την ενσυναίσθηση, καθώς ο αναγνώστης προσπαθεί να κατανοήσει συναισθήματα και προθέσεις χαρακτήρων — χωρίς τη βοήθεια του κειμένου. Τα παιδιά, μέσα από αυτή τη διαδικασία, ανακαλύπτουν ότι δεν υπάρχει μία και μοναδική πραγματικότητα.

Μιλάμε για βιβλία που λόγω της έλλειψης κειμένου καλλιεργούν τον οπτικό γραμματισμό. Η προσεκτική παρατήρηση εκφράσεων, χρωμάτων, σχημάτων και συνθέσεων οδηγεί στην κατανόηση της ιστορίας, ενώ ωθούν τους αναγνώστες να συνδεθούν με συναισθήματα και καταστάσεις, να «διαβάσουν» πίσω από τις εικόνες, ανακαλύπτοντας συμβολισμούς και υπόγεια νοήματα — όπως συμβαίνει και στην ποίηση, όπου το ουσιώδες συχνά κρύβεται πίσω από τις λέξεις.

Τα βιβλία χωρίς λόγια είναι παράλληλα και πολύτιμα εκπαιδευτικά εργαλεία, κι αυτό γιατί ενισχύουν την πολυδιάστατη ανάπτυξη του παιδιού και λειτουργούν ως γέφυρα που το οδηγεί σταδιακά στα βιβλία με κείμενο. Η συμβολή τους στην καλλιέργεια της αναγνωστικής κουλτούρας είναι ουσιαστική.

Να σημειωθεί ότι – βάσει εμπειρίας – αναγνωρίζουμε πως η αναγνωστική διαδικασία ενός τέτοιου βιβλίου είναι συμμετοχική και φυσικά συναρπαστική. Μοιάζει με ένα ταξίδι με φίλους, χωρίς καθορισμένο προορισμό — σημασία έχει η ίδια η διαδρομή. Μοιάζει ακόμα και με παιχνίδι, όπου οι συναναγνώστες καλούνται να συνθέσουν το παζλ της ιστορίας, κάτι που τα κάνει ιδανικά ακόμα και για μεγαλόφωνη ανάγνωση. Για να βιώσουν τα παιδιά αυτή την εμπειρία, είναι καθοριστική η παρουσία ενός ενήλικα αναγνώστη, που θα απομακρύνει την αμηχανία της πρώτης επαφής και θα βοηθήσει τα παιδιά να ξεδιπλώσουν τη φαντασία τους, να δημιουργήσουν την ιστορία τους, να γίνουν συγγραφείς. Παιδιά προσχολικής και πρώτης σχολικής ηλικίας αγαπούν ιδιαίτερα αυτού του είδους βιβλία κι αυτό γιατί νιώθουν αυτονομία, καθώς διαβάζουν σαν να είναι «μεγάλοι» — δε χρειάζονται βοήθεια. Αυτή η διαδικασία της “ανάγνωσης” είναι που ενισχύει την αυτοπεποίθησή τους σε ό,τι αφορά την αναγνωστική τους ικανότητα, αλλά και την ευκολία στην κατανόηση μιας ιστορίας με αρχή μέση και τέλος.

Τέλος, δεν μπορούμε να μην αναφέρουμε ένα από τα σημαντικότερα χαρακτηριστικά των βιβλίων χωρίς λόγια, αυτό της εικονιστικής τους γλώσσα, η οποία είναι παγκόσμια. Ένα silent book γεφυρώνει διαφορές, ενώνει πολιτισμούς και αποτελεί ιδανικό εργαλείο και για πολυπολιτισμικά σχολεία και κοινωνικές ομάδες που δεν γνωρίζουν σε ικανοποιητικό βαθμό (ή και καθόλου) τη γλώσσα της χώρας στην οποία διαμένουν, έστω και προσωρινά. Ας μην ξεχνάμε ότι μια ολόκληρη Βιβλιοθήκη στη Λαμπεντούζα της Ιταλίας φιλοξενεί μόνο silent books που χρησιμοποιούνται σε προγράμματα με παιδιά-πρόσφυγες και μετανάστες, που δε γνωρίζουν τα ιταλικά, τη γλώσσα της χώρας στην οποία αναζητούν άσυλο.

Από τα silent στη μυθοπλασία

Η επαφή των παιδιών με τις μη λεκτικές αφηγήσεις συμβάλλει ουσιαστικά στη δημιουργία αναγνωστικής κουλτούρας και τα οδηγεί σταδιακά στην ελεύθερη και συνειδητή επιλογή κειμενικών ειδών. Καθώς μεγαλώνουν, αρχίζουν να νιώθουν την ανάγκη να διαβάσουν ιστορίες μεγαλύτερης έκτασης, με ποικίλη θεματολογία και σε γλώσσα κατανοητή, οικεία και σύγχρονη. Οι εικόνες παραχωρούν σταδιακά τη θέση τους στις λέξεις, οι οποίες πλέον αναλαμβάνουν να παρασύρουν τα παιδιά σε φανταστικά ταξίδια και να τα βοηθήσουν να ταυτιστούν με ήρωες και καταστάσεις.

Κι εδώ προκύπτει ένα ενδιαφέρον ερώτημα: Τι βιβλία μπορούμε να προτείνουμε στους εκκολαπτόμενους αναγνώστες που έχουν ήδη «γλυκαθεί» από την παιγνιώδη, απολαυστική εμπειρία των silent books και είναι πλέον έτοιμοι για το επόμενο αναγνωστικό τους βήμα; Αναπόφευκτα, αυτά τα παιδιά θα αναζητήσουν βιβλία που θα τους προσφέρουν παρόμοια απόλαυση, έκπληξη και αμεσότητα. Ωστόσο, πολλά παιδικά και εφηβικά βιβλία αδυνατούν να ανταποκριθούν σε αυτές τις προσδοκίες: λείπει το χιούμορ, το σασπένς, το πρωτότυπο θέμα, η συναισθηματική ένταση. Δεν είναι λίγα και εκείνα που αναπαράγουν ξεπερασμένα στερεότυπα ή βασίζονται σε παιδικά βιώματα των συγγραφέων, τοποθετημένα σε εποχές με τις οποίες τα σημερινά παιδιά δυσκολεύονται να ταυτιστούν. Η γλώσσα αυτών των βιβλίων –αν και συχνά καλοδουλεμένη– συχνά δεν τους μιλά.

Στη βιβλιοθήκη στα Φιλιατρά, μέσα από τις συζητήσεις μας, τα παιδιά –κυρίως από 10 ετών και πάνω– μοιράζονται τις αναγνωστικές τους εμπειρίες. Δείχνουν ξεκάθαρη προτίμηση σε κείμενα με λιγότερες εικόνες, πλούσια σε λέξεις, με χιούμορ, ανατροπές, ασυνήθιστη θεματολογία, φαντασία ή μυστήριο. Τα βιβλία γνώσεων τα προσεγγίζουν σπανιότερα και λίγα είναι εκείνα που πραγματικά τα ενθουσιάζουν. Αυτά που τα αγγίζουν βαθιά δεν είναι απαραίτητα λογοτεχνικά άρτια ή τεχνικά άψογα. Είναι εκείνα που μιλούν με γλώσσα απλή και αληθινή, που τους καλλιεργούν την ενσυναίσθηση και προκαλούν συναισθήματα. Πολλά εφηβικά βιβλία, από την άλλη, προσπαθούν να μιμηθούν τη «γλώσσα των νέων» με τρόπο επιτηδευμένο – και το ίδιο ισχύει για το χιούμορ τους, το οποίο σπάνια πετυχαίνει τον στόχο του.

Το ερώτημα, λοιπόν, παραμένει: πώς θα δημιουργήσουμε νέους αναγνώστες αν δεν τους προσφέρουμε βιβλία που πραγματικά τους αφορούν; Πώς από τα silent books με τα οποία τους ξυπνήσαμε την αναγνωστική όρεξη θα τους φέρουμε στη μυθοπλασία; Ανάμεσα σε αυτά που θα τους προτείνουμε, πρέπει να υπάρχει και εκείνο το «άγριο βιβλίο*» που θα τους μαγέψει, θα τους αιφνιδιάσει και θα τους παρασύρει. Οι έμπειροι αναγνώστες θα διαβάσουν σχεδόν τα πάντα — δεν είναι αυτοί που μας απασχολούν. Ο στόχος είναι τα παιδιά που «δε διαβάζουν», όπως συχνά λέμε, και που χρειάζονται απλώς “εκείνο το βιβλίο” για να αγαπήσουν την ανάγνωση.

*Αναφορά στο “Αγριο Βιβλίο” του Χουάν Βιγιόρο, που κυκλοφορεί σε μετάφραση Χριστίνας Φιλήμoνος από τις εκδόσεις Carnivora.

ΜΟΙΡΑΣΕ ΤΟ

Διαβάστε ακόμα