
Μια νέα τάση στη λογοτεχνία για παιδιά φαίνεται να αναδύεται, αν κρίνει κανείς από τα βιβλία που τιμήθηκαν με τα φετινά Μετάλλια Carnegie. Στο συμπέρασμα αυτό καταλήγει ο Sam Leith, κριτικός λογοτεχνίας στον Observer και συγγραφέας του βιβλίου The Haunted Wood: A History of Childhood Reading.
Σε άρθρο του που δημοσιεύτηκε στον Guardian, ο Leith τονίζει ότι «σε μια εποχή αυξανόμενης ανησυχίας για τη μείωση των αναγνωστικών συνηθειών των αγοριών και την εξάπλωση των τοξικών επιρροών της διαδικτυακής “ανδρόσφαιρας” (σ.σ. στα αγγλικά manosphere, δηλαδή διαδικτυακές κοινότητες όπου προωθούνται αντιφεμινιστικές και μισογυνικές ιδέες), η ανδρική φιλία και ο σύγχρονος ανδρισμός βρέθηκαν στο επίκεντρο της θεματολογίας των βιβλίων της φετινής λίστας υποψηφιοτήτων».
Σύμφωνα πάντα με το εν λόγω άρθρο, ο μεγάλος νικητής των βραβείων, το συγγραφικό ντεμπούτο της Margaret McDonald με τίτλο Glasgow Boys, αφηγείται τη σχέση δύο εφήβων που βρίσκονται στο κατώφλι της ενηλικίωσης, προσπαθώντας να διαχειριστούν τα τραύματά τους με διαφορετικούς τρόπους. Η επιθετικότητα του Banjo και ο τρόπος του Finlay να αποφεύγει τα πάντα γύρω του, παρουσιάζονται ως δύο διαφορετικές εκφάνσεις ενός δυσλειτουργικού ανδρισμού.
Στο ίδιο πνεύμα κινείται και το Play του Luke Palmer, που πραγματεύεται την ανδρική φιλία μέσα σε ένα τοξικό πλαίσιο, θίγοντας την κουλτούρα του βιασμού και τις συμμορίες των ναρκωτικών, ενώ η ένταξη ανηλίκων σε συμμορίες βρίσκεται στο επίκεντρο του Treacle Town του Brian Conaghan, βιβλία που ήταν υποψήφια για το Μετάλλιο Carnegie στην κατηγορία της συγγραφής.
Το Μετάλλιο Shadower’s Choice –που απονέμεται μετά από ψηφοφορία των ίδιων των παιδιών– κέρδισε ο Nathanael Lessore με το King of Nothing, στο οποίο διηγείται την ιστορία του Άντον, ενός σκληροτράχηλου μαθητή της τελευταίας τάξης του Δημοτικού, για τον οποίο η φήμη είναι το παν. Ο Άντον ανήκει σε μια βίαιη παρέα, επηρεασμένη από την κουλτούρα των συμμοριών και τις διαδικτυακές φιγούρες τύπου Andrew Tate. Η πλοκή, κωμική στην αρχή αλλά ολοένα και πιο συγκινητική στη συνέχεια, δείχνει πώς η αναπτυσσόμενη φιλία του με το πιο λιγότερο cool αγόρι του σχολείου αλλάζει σταδιακά τις προτεραιότητές του.

Ο Leith παρατηρεί ότι ενώ τα βραβεία που απονεμήθηκαν φέτος βασίστηκαν καταρχάς στην αξία του κάθε έργου ξεχωριστά, παραθέτει στο άρθρο του τις δηλώσεις της πρόεδρου της κριτικής επιτροπής των Carnegie, Ros Harding, η οποία και εκείνη αναγνωρίζει μια γενικότερη εκδοτική στροφή. Παράλληλα τονίζει πως «περάσαμε από τα παιδικά βιβλία περιπέτειας, όπου ο ήρωας ήταν σχεδόν πάντα αγόρι, σε μια περίοδο που προσπαθήσαμε συνειδητά να δώσουμε χώρο και στα κορίτσια. Ίσως αυτό έκανε κάποια αγόρια να νιώσουν ότι δεν γράφονται πια βιβλία για αυτά».
Οι ίδιοι οι συγγραφείς των βιβλίων Glasgow Boys και King of Nothing μίλησαν στον Leith ο καθένας από την πλευρά του για ποιον λόγο επελεξαν να ασχοληθούν με τη συγκεκριμένη θεματολογία και να θέσουν στο επίκεντρο των έργων τους τα αγόρια και τη μεταξύ τους φιλία. Η Margaret McDonald ανέφερε οτι «ο κόσμος με ρωτά συχνά γιατί επέλεξα να γράψω για δύο αγόρια, παρόλο που είμαι γυναίκα. Δεν νομίζω όμως ότι θα δεχόμουν την ίδια ερώτηση αν ήμουν άντρας συγγραφέας». Και συνεχίζει λέγοντας ότι δυσκολεύτηκε πολύ να εκδώσει το βιβλίο της, κάθως μέχρι να βρει τον τελικό αποδέκτη, απορρίφθηκε από 60 λογοτεχνικούς πράκτορες και 20 εκδοτικούς οίκους. «Η χρήση της σκωτσέζικης διαλέκτου στο βιβλίο και η συγκυρία της πανδημίας πιθανόν να συνέβαλαν σε αυτή την αποτυχία», λέει, αλλά θεωρεί πως τα μικρά ποσοστά αγοριών αναγνωστών είναι τελικά αυτό που αποθαρρύνει τους εκδότες. «Όταν το μεγαλύτερο μέρος του αναγνωστικού κοινού είναι τα κορίτσια και οι γυναίκες, είναι δύσκολο, από επιχειρηματική σκοπιά, να επενδύσεις σε βιβλία που στοχεύουν κυρίως σε αγόρια», σχολιάζει η McDonald.
Η Ros Harding, μέσα από την εμπειρία της ως βιβλιοθηκάριος, επιβεβαιώνει αυτά που λέει η Margaret McDonald: «Τα περισσότερα κορίτσια που αγαπούν το διάβασμα διαβάζουν τα πάντα και δεν τις απασχολεί αν ο πρωταγωνιστής είναι άνδρας ή γυναίκα. Τα αγόρια όμως, συνήθως, προτιμούν ανδρικούς πρωταγωνιστές και είναι πιο δύσπιστα απέναντι σε βιβλία που δεν τους “μιλούν” άμεσα».
Ο Nathanael Lessore μιλώντας στο ίδιο κύμα με την McDonald, ο οποίος μάλιστα εμπνεύστηκε το βιβλίο του όταν ανακάλυψε ότι ο 9χρονος ανιψιός και ο 13χρονος ξάδελφός του παρακολουθούσαν βίντεο του Andrew Tate, ανέφερε στον Sam Leith πως βλέπει καθημερινά τις συνέπειες αυτής της κατάστασης στις επισκέψεις του σε σχολεία, είτε πρόκειται για ακριβά ιδιωτικά, είτε για υποχρηματοδοτούμενα δημόσια. Όπως ο ίδιος περιγράφει, τα παιδιά τείνουν να διαχωρίζονται με βάση το φύλο, οι λέξεις όπως «γκέι» λειτουργούν ως προσβολές και αρκετά αγόρια δείχνουν ελάχιστο σεβασμό προς τις γυναίκες δασκάλες, απαιτώντας την παρέμβαση ανδρών συναδέλφων τους για να επιλύσουν τις όποιες διαφορές τους. Όμως παρά τις δυσκολίες, ο Lessore νιώθει ότι καταφέρνει να επικοινωνήσει με τα αγόρια που έχει ανάγκη να προσεγγίσει: «Ξεκινάω κάθε επίσκεψη λέγοντας πως οι έφηβοι που διαβάζουν έχουν στατιστικά μεγαλύτερη πιθανότητα να αποκτήσουν υψηλότερα αμειβόμενες δουλειές. Αυτό συνήθως τους κάνει να με προσέξουν περισσότερο». Ο Lessore επισημαίνει πως τα αγόρια από εργατικές συνοικίες, όπως και ο ίδιος, δύσκολα βλέπουν τον εαυτό τους ως μελλοντικούς συγγραφείς ή ακόμα και ως αναγνώστες. Γι’ αυτό, όπως λέει, «χρειάζεται να τους δείξουμε ότι τα βιβλία αποτελεούν μέρος και του δικού τους κόσμου».
Ο Sam Leith κλείνει το πολύ ενδιαφέρον άρθρο του με ένα ερώτημα που δυστυχώς δεν γνρίζουμε ακόμα αν έχει απάντηση: διαβάζουν τελικά τα αγόρια; Σε μια εποχή όπου η ανάγνωση για ευχαρίστηση μειώνεται, ειδικά μεταξύ των αγοριών, ενώ ταυτόχρονα εξαπλώνεται η τοξική αρρενωπότητα, οι φετινοί βραβευμένοι συγγραφείς των Carnegie Medals τονίζουν τη σημασία των βιβλίων ως «μηχανών ενσυναίσθησης», ως εργαλείων που μας βοηθούν να μπούμε στη θέση του άλλου. Ωστόσο, αυτά τα βιβλία βρίσκονται σε άμεσο ανταγωνισμό με τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και τα βιντεοπαιχνίδια, που κυριαρχούν στη ζωή και την καθημερινότητα των νεαρών αγοριών.
Πηγή: το κείμενο του Sam Leith δημοσιεύτηκε στις 23 Ιουνίου 2025 στον Guardian.


