
Κείμενο-Εικονογράφηση: Jonty Howley
Μετάφραση: Αργυρώ Πιπίνη
Εκδόσεις: Μάρτης
Χρονιά έκδοσης: 2025
Ηλικία: 3+, 5+
«Τα μεγάλα αγόρια δεν κλαίνε», λέει ο μπαμπάς στον Λιβάι, που φεύγει τρομαγμένος για το καινούριο του σχολείο. «Λάθος το λέει!», με διέκοψε η κόρη μου. «Στο εξώφυλλο λέει ότι τα μεγάλα αγόρια κλαίνε!». «Ε, κάτσε να δούμε τι θα γίνει στο τέλος!», απάντησα εγώ… Σημασία όμως -εκτός από το τέλος- έχει και η διαδρομή.
Οι άνθρωποι -για την ιστορία μας, τα αγόρια- έχουν διάφορους λόγους να κλαίνε: όταν αποχαιρετούν, όταν δημιουργούν ή απολαμβάνουν την τέχνη, από περηφάνεια για τα παιδιά τους, από αγάπη, από συγκίνηση ή μετά από απώλειες. Ο Λιβάι συναντά πολλά τέτοια περιστατικά στον δρόμο του για το σχολείο. Πολύ εύστοχη είναι η επιλογή της απόκρισής: αρχικά επαναλαμβάνει τα λόγια του μπαμπά του, πρώτα δυνατά, μετά ψιθυριστά. Σύντομα όμως η πρωινή δήλωση του μπαμπά αποδυναμώνεται, γιατί «έβλεπε παντού μεγάλα αγόρια που έκλαιγαν!».
Στη συνέχεια ο συγγραφέας θέλει να περάσει το μήνυμα της πλαστικότητας των συναισθημάτων, αλλά και της απώλειας του φόβου, όταν το άγνωστο γίνει γνωστό: στο σχολείο, όλοι τον καλωσορίζουν, η ώρα του εκεί πέρασε δημιουργικά και γρήγορα. Ο δρόμος της επιστροφής είναι χρόνος αναλογισμού της ημέρας που είχε. Αξιοπρόσεκτο είναι πως η λεκτική ιστορία δεν περιγράφει τα συναισθήματα ευτυχίας που απεικονίζονται στα πρόσωπα όλων το απόγευμα της ίδιας ημέρας, αλλά κορυφώνεται με τα δάκρυα του μπαμπά και την αγκαλιά παρηγοριάς από το παιδί του. Ο επίλογος είναι απλός σε λόγια και δυνατός σε νοήματα: οι πεποιθήσεις και τα συναισθήματά μας διαμορφώνονται από τις εμπειρίες μας (μπαμπά… και τα μεγάλα αγόρια κλαίνε) και όλα είναι καλοδεχούμενα (μπαμπάς: και αυτό δεν είναι κακό).
O Jonty έχει τελειώσει τη Σχολή Καλών Τεχνών του Λονδίνου, υπόβαθρο που νομίζω πως αποτυπώνεται στον τρόπο της εικονογράφησης. Οι περισσότερες σελίδες φιλοξενούν ‘πίνακες ζωγραφικής’ με παλέτα απαλών χρωμάτων και με ενδιαφέρουσες λεπτομέρειες που πλέκουν παράλληλες ιστορίες με το κυρίως θέμα του βιβλίου. Παρατηρούμε στην αρχή τον πονηρό γλάρο να κλέβει το ρολόι του πλούσιου άνδρα (που κλαίει για την απώλεια) και να το χαρίζει (σε άλλη σελίδα!) σε έναν φτωχό (που κλαίει από συγκίνηση). Στο τέλος της ιστορίας, επανεμφανίζεται ο πλούσιος άνδρας -έχοντας φυσικά αγοράσει ένα καινούριο, ίδιο ρολόι!- να μοιράζεται το φαγητό του με τον γλάρο (με χαρά). Δεν θα αποκαλύψω άλλες τέτοιες μικρές, εικονογραφικές ιστοριούλες, που εντάσσονται στη μεγάλη εικόνα της διαδρομής του Λιβάι προς και από το νέο του σχολείο. Διαδρομή γεμάτη εμπειρίες από -επιρρεπείς σε κάθε συναίσθημα- ανθρώπους, μικρούς και μεγάλους, άνδρες και γυναίκες, άσπρους και μαύρους.
Η εικονογράφηση φροντίζει να καταστίσει σαφές ότι η ημέρα του Λιβάι μόνο με τον μπαμπά του και τη γάτα τους, είναι η κάθε μέρα: οι φωτογραφίες τους στο σπίτι και οι δύο ξαπλώστρες στην ταράτσα υποδηλώνουν ότι πρόκειται για μονογονεϊκή οικογένεια. Αμέσως σκέφτηκα τον Πίνατ και τη σημαντικότητα της αντιπροσώπευσης των μπαμπάδων-φροντιστών και ευάλωτων στην παιδική βιβλιογραφία, κόντρα στην (στερεοτυπική) απεικόνιση των ‘μαμάδων στην κουζίνα’ ή/και των ‘ευαίσθητων μαμάδων, αγκαλιά με τα μικρά παιδιά τους’.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει η όμοια απεικόνιση των ‘εκροών’ από τις καμινάδες, τα φλυτζάνια και τα μάτια: καπνοί, ατμοί και δάκρυα σα μακρόστενα, ημι-φουσκωμένα μπαλόνια διαφόρων μεγεθών. Άλλωστε, τα δάκρυα είναι τόσο φυσιολογικό να βγαίνουν από κάθε ζευγάρι μάτια, όσο οι καπνοί από το τζάκι και οι ατμοί από ένα ζεστό ρόφημα!
Τέλος, η επιμονή στη λεπτομέρεια του Jonty, με έκανε να ψάξω πολλές φορές για μικρούς, διάσπαρτους και σημειολογικούς ‘θησαυρούς’: την αγάπη του μπαμπά για τη θάλασσα (κουπίτσες καραβάκια, ναυτικά ρουχαλάκια στο σκοινί του απλώματος, φωτιστικά χταπόδια κλπ), για το διάβασμα (το μόνο ατακτοποίητο πράγμα στο σπίτι είναι ένα ανοικτό βιβλίο στο πάτωμα!) και για την υγιεινή διατροφή (το κολατσιό του Λιβάι, αποτελείται από τοστ, λαχανικά και φρούτα).
Η ελπίδα του Jonty όταν έκανε το ντεμπούτο του στην παιδική βιβλιογραφία με αυτό το βιβλίο (2019) ήταν να νιώσουμε όλοι τη δύναμη και τον εμπλουτισμό που φέρνουν οι υγιείς εκφράσεις κάθε συναισθήματος. «Τα δάκρυα είναι μέρος της ζωής και όχι απειλή.…Η ανοικτότητα και η ευαλωτότητα του ανθρώπου -σε όλο το φάσμα του φύλου- είναι η βάση για ουσιαστικές σχέσεις», δηλώνει. Και δεν θα μπορούσαμε παρά να συμφωνούμε.


