Μια από τις πιο έντονες παιδικές μου αναμνήσεις είναι αυτή που διαβάζω – για την ακρίβεια καταβροχθίζω – με μανία τα βιβλία της Ίνιντ Μπλαίτον. “Μυστικοί Επτά”, “Πέντε Λαγωνικά” και “Πέντε Φίλοι” ήταν από τις σειρές βιβλίων που με διασκέδαζαν τα καλοκαιρινά μεσημέρια που έπρεπε όλοι να κάνουμε ησυχία ως το απόγευμα, που θα βγαίναμε πάλι έξω για παιχνίδι. Αυτά τα βιβλία ήταν τα πρώτα που φύτεψαν στα παιδιά της δικής μου γενιάς τον σπόρο της διασκεδαστικής ανάγνωσης και μας έκαναν τους αναγνώστες που είμαστε σήμερα.
Fast forward 35 χρόνια μετά τη μαγική εκείνη εποχή των “βαρετών” καλοκαιρινών μεσημεριών και πιάνω την οκτάχρονη κόρη μου να καταβροχθίζει με την ίδια μανία το πρώτο βιβλίο της σειράς Στο Κολέγιο Σενκλέρ (Εκδ. Μίνωας). Μικρότερη από μένα όταν μπήκα για πρώτη φορά στον μαγικό κόσμο της Μπλάιτον και ξαναζώ μέσω εκείνης τα συναισθήματα που γεννούσαν σε εμένα τα βιβλία της. H περιπέτεια, ο απλός και καθόλου επιτεδευμένος τρόπος γραφής της, ότι άφηνε τα παιδιά να περιπλανιούνται μόνα τους, χωρίς την επίβλεψη γονιών, η απόλυτη αίσθηση ελευθερίας και ανεμελιάς με μεγάλες δόσεις μυστηρίου και περιπέτειας ήταν μερικά από τα στοιχεία που μας έκαναν να λατρεύουμε τα βιβλία της. Παρά τις δεκαετίες που έχουν περάσει από τότε, φαίνεται πως και η σημερινή γενιά παιδιών αναζητά ακόμα την ελευθερία στο διάβασμα, την ίδια που χάριζαν παλιότερα μέσα από τα βιβλία τους η Μπλάιτον, ο Ρόαλντ Νταλ (εκδ. Ψυχογιός), o E. Μπ. Γουάιτ (εκδ. Ψυχογιός) και ο Έριχ Κέστνερ (εκδ. Ψυχογιός), κάτι στο οποίο συνηγορούν και οι ασταμάτητες ανατυπώσεις των βιβλίων τους.
Αν και η Μπλάιτον θεωρείται ακόμα και σήμερα μια από τις σημαντικότερες συγγραφείς παιδικής λογοτεχνίας στον κόσμο, η τέταρτη πιο πολυμεταφρασμένη μετά την Αγκάθα Κρίστι, τον Ιούλιο Βερν και τον Σέξπιρ (!), με περισσότερες από 600 εκατομμύρια πωλήσεις αντιτύπων παγκοσμίως και με τα βιβλία της να θεωρούνται ο λόγος που πολλά παιδιά αγάπησαν το διάβασμα, τα τελευταία χρόνια έχουν προκύψει διάφορα θέματα με τη χρήση στερεοτύπων, αλλά κυρίως ρατσιστικών και ομοφοβικών αναφορών στα κείμενά της. Βέβαια, αν θέλουμε να μιλήσουμε για στερεότυπα στην παιδική λογοτεχνία, δεν θα έπρεπε να παραλήψουμε να αναφέρουμε τα βιβλία του Κέσντερ, όπου ειδικά στο “Λουίζα και Λότη” η θέση της γυναίκας, το τι μπορεί να κάνει και κυρίως τι δεν μπορεί να κάνει είναι διάχυτο σχεδόν σε κάθε σελίδα που περιγράφει τον χαρακτήρα της μητέρας, ενώ και ο Νταλ δεν άφηνε χωρίς επικριτικό σχολιασμό κανένα εκτός του συνηθισμένου ανθρώπινο χαρακτηριστικό· και ας μην ξεχνάμε και τους Ούμπα-Λούμπα στο βιβλίο του “Ο Τσάρλι και το εργοστάσιο της σοκολάτας“. Κι όμως τα βιβλία τους χαίρουν ακόμα της αγάπης και της εκτίμησης των αναγνωστών τους σε όλο τον κόσμο.
Η Μπλάιτον έχει κατηγορηθεί για χρήση πολύ απλοϊκής γλωσσας, κάτι που καθιστούσε τα έργα της υποδεέστερα στα μάτια πολλών γονιών, δασκάλων και βιβλιοθηκονόμων της εποχής, ενώ πολλές φορές τα βιβλία της είχαν αφαιρεθεί από τα ράφια βιβλιοθηκών ως ακατάλληλα για παιδιά. Παρόλα αυτά τα βιβλία της αποτελούν την πεμπτουσία της ανακάλυψης και της πηγαίας περιέργιας των παιδιών – χαρακτήρων της που αγαπάμε να διαβάζουμε. Δεν αποδέχονται απλώς αυτό που συμβαίνει, αλλά ρωτούν “τι” και “γιατί”, για να φτάσουν στις απαντήσεις που θέλουν. Πολλοί διάσημοι σημερινοί συγγραφείς αναφέρουν άλλωστε τα βιβλία της ως πηγή έμπνευση των έργων τους. Είναι σαφές ότι τα βιβλία της δεν μιλούν για τη συμπερίληψη και δεν έχουν χαρακτήρες που προέρχονται από διαφορετικά κοινωνικά στρώματα ή φυλές – οι δημοφιλείς παρέες των Μυστικών Επτά, των Πέντε Φίλων, των Πέντε Λαγωνικών και οι δίδυμες του Κολεγίου Σενκλέρ αποτελούνταν όλες από λευκά παιδιά, μιλούν όμως για την αληθινή φιλία, τα συναισθήματα, τα προβλήματα της εποχής, ενώ οι πλούσιες αναφορές της στα φαγητά και την προετοιμασία τους δεν άφησαν ποτέ κανένα υπονοούμενο πως τα κορίτσια δεν πρέπει να τρώνε ή πως θα πρέπει να προσέχουν τη σιλουέτα τους.
Η κληρονομιά που έχει αφήσει η Μπλάιτον είναι σπουδαία, κυρίως γιατί κατάφερε κάτι που λίγοι συγγραφείς έχουν πετύχει ως τώρα: να δημιουργήσει αναγνώστες. Μπορεί η γλώσσα της να ήταν απλοϊκή και να μην εμπλούτιζε το λεξιλόγιο των παιδιών αναγνωστών και τα κείμενά της να βρίθουν στερεοτύπων και ρατσιστικών σχολίων ή αναφορών, όμως δεν μπροούμε να παραβλέψουμε το γεγονός ότι η γυναίκα αυτή γεννήθηκε το 1897 και πέθανε το 1968, μεγαλωμένη από μια μητέρα εξαιρετικά συντηρητική ακόμα και για την εποχή της, ζώντας ολόκληρη τη ζωή της μέσα στα κοινωνικά στερεότυπα του τότε και αντανακλώντας αυτά και τις γενικές απόψεις περί του κόσμου και των ανθρώπων στο έργο της. Ό,τι ακριβώς έκαναν και οι υπόλοιποι συγγραφείς της εποχής της, και πριν από αυτή. Άντρες και γυναίκες. «Είναι αδύνατο να διαχωρίσουμε την κλασική παιδική λογοτεχνία από την ιδεολογική δομή του κόσμου μας και από την ιδιαίτερη ιστορική στιγμή στην οποία παράγεται», σημειώνουν η Kate Cantrell και η Sharon Bickle σε άρθρο τους για το The Conversation.
Η αλήθεια είναι πως κάποιος μπορεί να πει πώς με αυτά τα λόγια ξεπλένεται η ιδεολογία της Μπλάιτον, μαζί με το έργο της. Όχι, το αντίθετο! Ναι, η Μπλάιτον είχε κατακριτέες απόψεις με τα σημερινά δεδομένα που δεν έχουν καμία απολύτως θέση στην εποχή μας. Αυτό είναι αδιαμφισβήτητο. Από την άλλη, η Μπλάιτον έγραψε σπουδαία βιβλία, που έκαναν πολλά παιδιά να αγαπήσουν πραγματικά το διάβασμα. Σκοπός δεν είναι να την ακυρώσουμε, αλλά να καταλάβουμε πως η Μπλάιτον όπως και όλοι αυτοί οι συγγραφείς ήταν κομμάτι ενός κοινωνικο-πολιτιστικού συστήματος που από τότε έχει προχωρήσει, έχει προοδεύσει. Αν εμείς, που τότε διαβάζαμε τα βιβλία της, μπορούμε σήμερα να κατανοήσουμε τις τεράστιες διαφορές και να εντοπίσουμε μέσα σε κλάσματα δευτερολέπτου τα στερεότυπα και τα ρατσιτικά και ομοφοβικά σχόλια, τότε μάλλον κάτι κάναμε καλά. Δεν γίναμε ούτε νοικοκυρούλες χαρωπές που ασχολούμαστε μόνο με τα του σπιτιού που ζούμε, όπως πολλά κορίτσια χαρακτήρες της Μπλάιτον, ούτε ρατσιστές, επειδή η κούκλα του τάδε χαρακτήρα που ήταν μαύρη επρεπε να γυαλίζει από καθαριότητα. Αντίθετα, γίναμε νοήμονες άνθρωποι, που ζουν στην εποχή τους και μπορούν με ευκολία να ξεχωρίσουν τις τεράστιες κοινωνικές και πολιτικές αλλαγές που ήρθαν με την πάροδο των ετών.
Το αν είναι σωστό ή καλύτερα πολιτικά ορθό να έρχονται τα σημερινά παιδιά αντιμέτωπα με στερεότυπα μιας εποχής που έχει παρέλθει ανεπιστρεπτί είναι κάτι που αποτελεί θέμα συζήτησης και δικαίως, αφού ο χρόνος προχωράει και μαζί με αυτόν έρχεται και η πρόοδος και η αλλαγή, άρα γιατί να μένουμε κολλημένοι σε αντιλήψεις παρωχημένες και ξεπερασμένες; Από την άλλη, αυτά τα βιβλία είναι που μας δίνουν μια γεύση του παρελθόντος και μια σύγκριση με το σήμερα στο τι συνέβαινε στην κοινωνία. Άλλωστε τα παιδικά βιβλία ήταν, είναι και θα είναι πάντα ο καθρέφτης της πραγματικότητας και της εποχής στην οποία γράφονται.
Τα βιβλία της Ίνιντ Μπλάιτον κυκλοφορούν στα ελληνικά από τις εκδόσεις Μίνωας.