
Κείμενο: Μισέλ Φάις
Εικονογράφηση: Ντανιέλα Σταματιάδη
Εκδόσεις: Πατάκη
Χρονιά έκδοσης: 2025
Ηλικίες: 5+
“Ντροπαλούς ανθρώπους μάλλον έχετε συναντήσει, ντροπαλά βιβλία, άραγε, έχετε πιάσει ποτέ στα χέρια σας;” μάς ρωτάει ο συγγραφέας Μισέλ Φάις. Τα ντροπαλά βιβλία υπάρχουν, μα δεν τα βλέπουμε, καθώς φυσικά κρύβονται· αφού είναι ντροπαλά! Και μάλιστα, δεν κρύβονται απλώς. Γίνονται έξτρα δημιουργικά: τρυπώνουν μέσα σε συρτάρια με ρούχα, χώνονται πίσω από τα έπιπλα, πέφτουν δίχως δισταγμό στην σακούλα των σκουπιδιών. Κάποια ακόμα πιο απελπισμένα ρισκάρουν και κρύβονται στον φούρνο ή στην κατάψυξη, με κίνδυνο να καταστραφούν ολοσχερώς! Κρύβονται μάλιστα τόσο πετυχημένα, που γίνονται αόρατα, κάνοντάς μας να πιστεύουμε ότι δεν υπάρχουν τέτοια ντροπαλά βιβλία. Κι όμως, μάς λέει η ιστορία, υπάρχουν και παραϋπάρχουν! Δεν διστάζουν μάλιστα να αυτοτραυματιστούν, σκίζοντας τα εξώφυλλά τους, μπερδεύουν τις λέξεις και μουντζουρώνουν τους συντελεστές. Έχετε λοιπόν αντιληφθεί ένα τέτοιο βιβλίο;
Η πρόθεση του βιβλίου είναι πράγματι ενδιαφέρουσα. Ντροπαλά βιβλία που φέρονται σαν άγρια ζωάκια ή σαν εσωστρεφή παιδιά, μάλιστα, το ακούω. Μόνο που… κάτι δεν μας πείθει σε αυτό το βιβλίο. Παρότι καλογραμμένο και κατά σημεία ευφυές, παρότι το λεξιλόγιό του είναι εξαιρετικό και η δομή του όμορφη, έχει πολλά μπερδεμένα σημεία. Το ντροπαλό βιβλίο που χώνεται και κρύβεται σε διάφορες απίθανες γωνιές είναι ένα ωραίο και σαφές εύρημα, τόσο στην εικόνα όσο και στο μήνυμά του. Μοιάζει με το Άγριο βιβλίο του Villoro που μας σαγήνεψε. Όμως κάπου εκεί, χάνουμε την κλωστή της ιδέας. Τα βιβλία αυτοκαταστρέφονται, μπαίνουν σε φούρνους και γίνονται κάρβουνο, μπαίνουν στην κατάψυξη και χαλάνε, θυσιάζονται για να μη διαβαστούν. Ίσως είναι δικό μου το ζήτημα, αλλά δεν βλέπω τι θέλει να μας πει με αυτό. Εξάλλου, τα βιβλία συνεχίζουν τις σκανταλιές: σκίζονται, μουντζουρώνονται, τσαλακώνονται – με αποτέλεσμα μάλλον να τραβάνε περισσότερη προσοχή πάνω τους, κάτι που ακυρώνει εν τέλει τη ντροπαλή τους φύση. Γιατί με αυτές τις σκανταλιές, όπως λέει κι ο συγγραφέας, κανείς δεν γελάει· και η σκανταλιά η τόσο ορατή δεν ταιριάζει με κάποιον που θέλει να είναι αόρατος.
Αλλά το μεγαλύτερο πρόβλημα είναι αυτό που έρχεται μετά. Διότι ο συγγραφέας, κλείνοντάς μας το μάτι, μάς δίνει τη λύση στο να ξεπεράσει τη ντροπή του ένα βιβλίο που ντρέπεται τόσο να διαβαστεί ώστε ουσιαστικά αυτοκτονεί: και η λύση είναι… να διαβαστεί. Ναι, σωστά. Όχι σε ειδικές συνθήκες, όχι τρυφερά, όχι προσεκτικά, όχι από συγκεκριμένα άτομα, όχι με χεράκια καθαρά, μα από τον οποιονδήποτε. Συγκεκριμένα, “[…] ξεθαρρεύουν […] όταν κάποιο χέρι […] ανακαλύψει τις κρυψώνες τους και τα τραβήξει έξω από αυτές”. Οποιοδήποτε χέρι, παιδιού, μεγάλου, ξωτικού, ρομπότ ή εξωγήινου (από το κείμενο). Μάλιστα κάνει και μια συγκεχυμένη σύνδεση με τα χέρια αυτά που ενδέχεται (;) να είναι κι αυτά ντροπαλά, και τονίζει κιόλας ότι μπορεί και να είναι χέρι ενήλικα που είναι ντροπαλό (κάτι χάνω στην σύνδεση εδώ…). Και τότε, μαγικά, το βιβλίο καταλαβαίνει ότι ήθελε να διαβαστεί και είχε άδικο να είναι ντροπαλό, και απολαμβάνει το διάβασμά του και χαλαρώνει, και τέλος.
Ίσως να έχει μια φιλοσοφική διάθεση το κείμενο. Ίσως θέλει να μιλήσει για τη ντροπαλοσύνη που σπάει υπό τις κατάλληλες συνθήκες – αλλά δεν μιλάει γι’ αυτό. Ίσως θέλει να μιλήσει για την αυτοκαταστροφικότητα των ντροπαλών ανθρώπων – αλλά ούτε γι’ αυτό μιλάει. Ίσως… αλλά οι εικασίες δεν ταιριάζουν εδώ. Αυτό το οποίο μάς λέει κυρίως η ιστορία του Φάις είναι, αν είναι κάποιος ντροπαλός, δείξε του εσύ γιατί κάνει λάθος και τράβα τον μπροστά γιατί θα του αρέσει· κι αυτό είναι ένα μάλλον επικίνδυνο μήνυμα, για ντροπαλά ή μη παιδιά, γιατί εμπεριέχει δυστυχώς έλλειψη σεβασμού και έναν βαθμό επιβολής.
Η εικονογράφηση της Σταματιάδη εξαιρετική, πολύχρωμη, παιδική, γεμάτη φαντασία και ενδιαφέρουσες επιλογές.


