Είναι η δεύτερη φορά που συνομιλώ με την Ξένια Καλογεροπούλου και αν και πάντα η επανάληψη φοβίζει μην τυχόν και ειπωθούν ξανά κάποια ίδια πράγματα, η δημιουργός έχει κάθε φορά κάτι να προσθέσει σε αυτά που ήδη έχει πει κατά καιρούς σε συνεντεύξεις της ή στα βιβλία της. Δεν είναι άλλωστε πολύς ο καιρός που κυκλοφόρησε το βιβλίο της για το παιδικό θέατρο (Πριν τα ξεχάσω: Μισός αιώνας θέατρο για παιδιά, εκδ. Εθνικό Θέατρο, 2023) και όσοι έχουν διαβάσει και το “Γράμμα στον Κωστή” (εκδ. Πατάκη, 2015) έχουν σίγουρα μια πολύ ολοκληρωμένη άποψη για το έργο της στο θέατρο κυρίως αλλά και τη ζωή της.

Σε ό,τι αφορά τον χώρο του παιδικού βιβλίου, πρωτομπήκε στις αρχές του 2000 με το σενάριο της θεατρικής παράστασης του Οδυσσεβάχ (εκδ. Ιθάκη). Ακολούθησαν πολλά άλλα σενάρια παραστάσεών της στο Πόρτα (Ελίζα, Πεντάμορφη και το Τέρας, Σκλαβί κ.ά.), για να φτάσουμε στο 2016 και στα πρώτα εικονογραφημένα παραμύθια της, μεταφορές κατά κύριο λόγο λαϊκών παραμυθιών από όλο τον κόσμο. Τα Παραμύθια με την Ξένια και λίγο αργότερα Τα Παραμύθια με την Ξένια – λίγο φοβιστικά (εικονογράφηση και στα δύο του Φίλιππου Φωτιάδη) σηματοδότησαν την έναρξη της συνεργασίας της με τις εκδόσεις Μάρτη, για να φτάσουμε στο 2024 και το νέο της βιβλίο “Τα Δώρα του Βασιλιά της Θάλασσας” που κυκλοφορούν σήμερα, σε εικονογράφηση της Ρένιας Μεταλληνού. Πρόκειται για μια ιστορία που βασίζεται σε έναν λαϊκό φινλανδικό μύθο, η ιστορία του Μάτε και Μάρθα (Matte και Maie στο πρωτότυπο), μια ιστορία για την πλεονεξία αλλά και τη φαντασία! Αυτή ήταν και η αφορμή για τη συζήτησή μας, που ξεπέρασε όμως τα στενά όρια μια νέας έκδοσης και απλώθηκε και στα ευρύτερα χωράφια του πολιτισμού και της σχέσης με τα παιδιά.

Κυρία Καλογεροπούλου, δεν είναι η πρώτη φορά που επιλέγετε να επαναφηγηθείτε ένα λαϊκό παραμύθι και να το μετατρέψετε σε βιβλίο. Τι σας συγκινεί σε αυτές τις ιστορίες και επανέρχεστε συνεχώς;
Διάβαζα πολύ από μικρή – πριν ακόμα πάω σχολείο. Είχα νονό μου τον Κάουφμαν, του Βιβλιοπωλείου Κάουφμαν και τα βιβλία τα είχα στη ζωή μου από πολύ μικρή ηλικία. Είχα και πολλά βιβλία και πολλά παραμύθια, οπότε «βουτήχτηκα» σε όλα αυτά από πολύ μικρή. Ορισμένα τα θυμόμουν πολύ καλά και όταν μεγάλωσα και όταν άρχισα εγώ να γράφω παραμύθια. Τα περισσότερα παραμύθια ακόμα και αν είναι γραμμένα από κάποιον συγγραφέα πάλι έχουν βάση σε λαϊκές ιστορίες. Ελάχιστα είναι αυτά που δεν έχουν· υπάρχουν βέβαια. Και είναι όπως είναι φυσικό γοητευτικά για όλους, όπως ακριβώς συμβαίνει και με τη δική μας Μυθολογία. Ο λόγος που ξεκίνησα να γράφω παραμύθια ήταν μια παρακίνηση από την Πέγκυ (Στεφανίδου, εκπαιδευτικός θεάτρου και ιδρύτρια του Εργαστηρίου Θέατρου της Πόρτας) να φτιάξω το δικό μου, να αυτοσχεδιάσω κι εγώ το πρώτο που αυτοσχεδίασα ήταν η Αγγελίνα (εκδ. Μάρτης, εικ. Daniel Egneus). Κι εκείνη την ώρα απλά την είπα. Το τελικό κείμενο βέβαια που έγινε βιβλίο ήταν τελείως διαφορετικό. Με συγκινούν τα λαϊκά παραμύθια, φαίνεται μάλιστα σύμφωνα με τον Θωμά Μοσχόπουλο να έχω και μια κλίση σε αυτά. 

Το εξώφυλλο του βιβλίου της Ξένιας Καλογεροπούλου που εικονογράφησε η Ρένια Μεταλληνού

Σε ό,τι αφορά το βιβλίο, θεωρείτε ότι κινδυνεύουν να ξεχαστούν τα λαϊκά παραμυθία με την πάροδο του χρόνου; Ότι πλέον τους αναγνώστες τους ενδιαφέρουν άλλα θέματα, θέλουν να διαβάζουν άλλα είδη λογοτεχνικά που έχουν μια ευκολία και που δεν προβληματίζουν;
Τα παραμύθια είναι μαγικά και γοητευτικά. Μπορεί να είναι και αυτά εύπεπτα, αλλά μπορεί και όχι. Έχουν όμως βάθος τα λαϊκά παραμύθια, έχουν φαντασία αχαλίνωτη και έχουν μεγάλο ενδιαφέρον να τα ακούς και να τα διαβάζεις.

Τι ιδιαίτερο έχει η ιστορία του Μάτε και της Μάρθα που σας κίνησε το ενδιαφέρον ώστε να γίνει βιβλίο; Πώς την ανακαλύψατε και τι σας έκανε εντύπωση;
Σας ανέφερα και πριν ότι το πρώτο παραμύθι που έγραψα ήταν η Αγγελίνα. Εγώ δεν πίστευα ότι το έχω μέσα μου, να λέω παραμύθια δηλαδή. Ήταν όμως κάτι που παρατήρησε και με προέτρεψε να συνεχίσω ο Θωμάς Μοσχόπουλος, σε μια πρόβα με τον θίασο μιας παράστασης που ετοιμάζαμε κάποτε. Όντας χωμένη στα παραμύθια, γράφω πάντα με γνώμονα αυτά, και κάποια είναι δικά μου, κάποια είναι δανεισμένα και κάποια δικά μου και δανεισμένα μαζί. Τα Δώρα του Βασιλιά της Θάλασσας προέκυψαν ψάχνοντας στον υπολογιστή μου σε διάφορα αρχεία και sites παραμύθια που για κάποιους λόγους μου είχαν κάνει εντύπωση, όπως ένα για έναν δράκο που τελικά μπήκε στα Παραμύθια με την Ξένια – λίγο φοβιστικά. Αλλά αυτό ειδικά, τα Δώρα του Βασιλιά της Θάλασσας, ήταν ένα από αυτά που μου φάνηκαν πολύ χαριτωμένα. Από εκεί και πέρα η διαδικασία είναι ότι παίρνω την ιστορία που βρίσκω και την κάνω δική μου. Για παράδειγμα, στην ιστορία αυτή υπάρχει ένα τραγουδάκι που λέει η Μάρθα, μία από τους πρωταγωνιστές του βιβλίου, μια προσευχή στον Βασιλιά της Θάλασας και με θυμάμαι στο Πήλιο να προσπαθώ να το γράψω. Το τραγουδάκι αυτό δεν υπάρχει στο πρωτότυπο παραμύθι. Το συγκεκριμένο δε, μπορεί να μην είναι παραμύθι που έχει πολύ βαθιά σχέση με κάτι δικό μου, το βρήκα όμως πάρα πολύ χαριτωμένο. Όμως συμβαίνει κάτι μαγικό με αυτό το συγκεκριμενο. Με προβλημάτιζε πάντα πολύ που σε κάποια παραμύθια ο πρωταγωνιστής βλέπει κάποιο πολύ ζωντανό όνειρο που με το που ξυπνάει αυτό χάνεται. Ήθελα λοιπόν να το ανατρέψω αυτό και βρήκα νομίζω ένα στοιχείο που κάνει καλά τη δουλειά του. Κάτι που δεν ξεχωρίζει απόλυτα το όνειρο από την πραγματικότητα.

Είπατε πριν ότι αρχίσατε να διαβάζετε από πολύ νωρίς και ότι διαβάζατε μέχρι πρότινος πολύ, ενώ τώρα λόγω των ματιών σας ακούτε πολλά βιβλία; Ποια θεωρείτε όμως ότι είναι η σχέση των ανθρώπων σήμερα με τα βιβλία;
Θεωρώ πως σε λίγο δεν θα υπάρχουν βιβλία, σε κανένα σπίτι. Και αυτό είναι κάτι που με πικραίνει πολύ. Εγώ που μεγάλωσα μέσα στα βιβλία, θεωρώ ότι με καθόρισε ως άνθρωπο. Δεν μπορώ να φανταστώ πως μεγαλώνουν άνθρωποι χωρίς βιβλία και το βλέπω στα παιδιά σήμερα που δεν διαβάζουν και βασίζομαι σε δικά μου παραδείγματα, σε ανθρώπους που έχω κοντά μου. Στενοχωριέμαι όταν οι άνθρωποι δεν διαβάζουν, και ιδίως τα παιδιά.

Διαβάζοντας το βιβλίο σας για τα 50 χρόνια παιδικό θέατρο, στάθηκα σε ένα σημείο που νομίζω αφορά τελικά οτιδήποτε απευθύνεται σε παιδιά: ότι όσοι παίρνουν τις αποφάσεις και γενικά οι ενήλικες δε δίνουν την πρέπουσα σημασία σε ό,τι απευθύνεται σε παιδιά, είτε μιλάμε για θέατρο, είτε για λογοτεχνία, είτε για κινηματογράφο, οποιαδήποτε μορφή τέχνης. Γιατί οτιδήποτε παιδικό θεωρείται αυτομάτως και λιγότερο ποιοτικό, καλό, αποδεκτό;  
Αυτό το «έλα, μωρέ τώρα, για παιδιά είναι, δεν έγινε και τίποτα» είναι κάτι που έρχεται σε πλήρη αντίθεση με όλη μου τη δουλειά. Ο,τι έχω κάνει στο θέατρο πηγαίνει αντίθετα σε αυτή τη φιλοσοφία. Εγώ πιστεύω ότι όχι μόνο «δεν τρέχει τίποτα», αλλά τελικά τρέχει και πολύ μάλιστα. Για την ακρίβεια, αυτό που είναι καλό και χρήσιμο για τα παιδιά είναι καλό και χρήσιμο για εμάς. Δε διαφέρουμε τόσο πολύ από τα παιδιά. Δεν κάνω αυτόν τον διαχωρισμό όταν δημιουργώ κάτι.

Τι σημαίνει για τα παιδιά να έχουν τον δικό τους πολιτισμό;
Δεν το ξεχωρίζω, να πω την αλήθεια. Θεωρώ ότι η Τέχνη και ο πολιτισμός είναι ένα και απευθύνεται σε όλους, μικρούς και μεγάλους. Όπως και σε όλα βέβαια, υπάρχουν άνθρωποι που έχουν το χάρισμα να πλησιάζουν τις τέχνες και τον πολιτισμό και άλλοι όχι, εξαρτάται πολύ από το περιβάλλον. Αλλιώς θα μεγαλώσι ένα παιδί σε ένα σπίτι γεμάτο βιβλία, αλλιώς θα μεγαλώσει ένα παιδί που δεν έχει βιβλία ή γενικά δεν έχει επαφή με την Τέχνη.  

Το βιβλίο “Τα Δώρα του Βασιλιά της Θάλασσας” κυκλοφορεί σήμερα από τις εκδόσεις Μάρτης σε εικονογράφηση της Ρένιας Μεταλληνού

ΜΟΙΡΑΣΕ ΤΟ

ΜοΜΑ: Curtis Scott

Ο Curtis Scott (αριστερά), υπεύθυνος του εκδοτικού του Μουσείου Μοντέρνας Τέχνης της Νέας Υόρκης (MoMA), βρέθηκε τον Οκτώβριο στην Αθήνα