Συνέντευξη: Ξένια Καλογεροπούλου

Ηθοποιός, συγγραφέας, δημιουργός του θεάτρου Πόρτα, η Ξένια Καλογεροπούλου είναι από τους ανθρώπους που έχουν συνδέσει το όνομά τους με το παιδικό θέατρο και τα παραμύθια όσο ίσως κανείς άλλος. Με αφορμή το καινούργιο της βιβλίο, την Αγγελίνα που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μάρτης και τη συμμετοχή της στην πρώτη εκδήλωση της Κόκκινης Αλεπούς για το φετινό Διαβάζω Δυνατά, είχαμε την ευκαιρία να μιλήσουμε μαζί της για τη νέα της ηρωίδα και το πώς προέκυψε η ιστορία της, τη συνεργασία με τον εικονογράφο Daniel Egneus, την αγάπη της για τα λαϊκά παραμύθια, αλλά και τις ιστορίες και το πώς αυτές ζωντανεύουν κατά τη διάρκεια μιας αφήγησης.

Πώς δημιουργήθηκε η ιδέα για την Αγγελίνα και πώς από μια ιδέα έγινε βιβλίο; 
Το βιβλίο αυτό έγινε ανάποδα. Εννοώ, τα περισσότερα, αν όχι όλα τα παραμύθια που έχω γράψει, τα έκανα αφήγηση αφού τα είχα γράψει. Είχα διασκευάσει, δηλαδή, κάποια παραμύθια κι αυτά τα έκανα μετά αφήγηση. Με την Αγγελίνα έγινε το αντίθετο. Πριν 13 χρόνια που μου είχε ζητήσει να κάνω μια αφήγηση η Πέγκυ (σ.σ. Στεφανίδου-Τσιτσιρίκου) στο Εργαστήρι Θεάτρου του Πόρτα, άρχισα να φαντάζομαι αυτό το παραμύθι και το έκανα αφήγηση χωρίς να το έχω γράψει. Πήρα κάποιες ιδέες από λαϊκά παραμύθια δικά μας, από κάποια ιταλικά, τα μπέρδεψα κι έφτιαξα αυτή την ιστορία, την οποία έχτιζα και μαζί με τα παιδιά στις αφηγήσεις. Μάλιστα, είχα ηχογραφήσει από περιέργεια ένα κομμάτι για να θυμάμαι τι έχουν πει τα παιδιά και τους ρωτούσα “πώς να το κάνουμε αυτό;” και παίζαμε με το κείμενο. Κάποια στιγμή του έδωσα τη μορφή παραμυθιού και μάλιστα είχαμε πει, όταν αρχίσαμε να δουλεύουμε μαζί με τις εκδόσεις Μάρτη, να το εκδόσουμε. Τότε όμως συνειδητοποίησα πως δεν ήταν καλό το κέιμενο, ότι η αρχή του ήταν ωραία, αλλά μετά κάπου χαλούσε. Άρχισα να το δουλεύω πάλι και σιγά σιγά έφτασε στην τωρινή του μορφή. Αυτό το “σιγά-σιγά” βέβαια ήταν τελικά 13 χρόνια!

Στα χρόνια αυτά κάποιες εικόνες υπήρχαν πολύ ζωντανές στο μυαλό μου: η μεγάλη φρεγάτα που μπαίνει στο μικρό λιμάνι, η μικρή βαρκούλα που μένει άδεια στη μέση του λιμανιού, τα χίλια σκαλιά που πρέπει να ανέβει κανείς στον πύργο της Δεβόρα, ο κήπος που αλλάζει με τις εποχές και που δεν έχει πόρτα, ακόμα και η χελώνα που συναντάει στον κήπο και πάει η Αγγελίνα να της μιλήσει και χώνεται μέσα στο καβούκι της. Τα πρόσωπα και οι λεπτομέρειες της ιστορίας πήραν με τα χρόνια άλλη διάσταση στο μυαλό μου, ζωντάνεψαν, έγιναν πιο σαφή, και νομίζω πως το γράψιμο αφαιρούσε σιγά-σιγά τα περιττά πράγματα. Οταν πλέον τελείωσε και είπαμε να το εκδόσουμε, σκεφτόμασταν ποιος θα μπορούσε να εικονογραφήσει την ιστορία αυτή. Είχαμε διάφορες προτάσεις και είδαμε κάποια δοκιμαστικά, ώσπου έπεσε στο τραπέζι το όνομα του Daniel Egneus. Μετάφρασα την Αγγελίνα στα αγγλικά και να μπορέσει να τη διαβάσει και να την εικονογραφήσει ο Daniel, του άρεσε και την ξεκίνησε. Υπήρξε απόλυτη συνεννόηση κατά τη διάρκεια της συνεργασία μας, μπήκε πολύ μέσα στο μυαλό μου, ενώ αφού τελείωσε η εικονογράφηση άλλαξα εγώ ένα-δύο πράγματα στο κείμενο.

O Mυτας από το βιβλίο “Παραμύθια με την Ξένια”, εκδ. Μάρτης, σε εικονογράφηση Φίλιππου Φωτιάδη

Τι είναι αυτό που σας γοητεύει στα λαϊκά παραμύθια και πάντα γυρνάτε σε αυτά;
Εχουν μία μορφή που είναι και μαγική, αλλά και αφηρημένη. Σου αφήνουν μια ελευθερία να φαντάζεσαι τα πράγματα, σε σχέση με τα παραμύθια που είναι ήδη γραμμένα. Ορισμένα από αυτά τα λαϊκά παραμύθια τα αγαπούσα από μικρή, όπως τον Μύτα, που το έχω στα γαλλικά, και το Αυτός που δεν ήξερε να φοβάται των Γκριμ. Αυτά τα δύο παραμύθια μου άρεσαν πάρα πολύ όταν ήμουν παιδί και τα είχα διαβάσει πολλές φορές. Απλά τα έγραψα λίγο διαφορετικά, όπως τα θυμόμουν ή όπως ήθελα να τα θυμάμαι. Ολα τα παραμύθια που υπάρχουν στους δύο τόμους του Παραμύθια με την Ξένια δεν είναι δικά μου, όμως η Αγγελίνα μπορεί να έχει στηθεί με στοιχεία από άλλα παραμύθια, αλλά στην ουσία ο κόσμος της είναι δικό μου δημιούργημα.

Στα βιβλία σας κρατάτε τον αφηγηματικό λόγο. Είναι σαν – διαβάζοντας το βιβλίο – κάποιος να σας έχει μπροστά του και να ακούσει εσάς να του διαβάζετε την ιστορία. Πώς το καταφέρνετε αυτό;
Καταρχάς, αφηγούμαι τις ιστορίες στον εαυτό μου. Μέσα μου αφηγούμαι τις ιστορίες, βλέποντας στο μυαλό μου τις εικόνες κάθε φορά. Παρόλο που δεν τις περιγράφω πολύ στα βιβλία παρά με πολύ λίγα στοιχεία, εγώ πρέπει να τις έχω στο μυαλό μου πολύ ζωντανές για να μπορέσω να γράψω. Γράφω, λοιπόν, ακριβώς σαν να τα αφηγούμαι σε κάποιον. Προχθές, είχα πάει σε ένα σχολείο και έκανα μια αφήγηση της Αγγελίνας σε παιδιά Γ’ Δημοτικού – νομίζω αυτή η ηλικία είναι το καλύτερο κοινό – και με ρωτούσαν τα παιδιά πώς γράφω τα βιβλία, πώς τα θυμάσαι τα λόγια και τους λέω: δεν τα θυμάμαι, όταν ξεκινάω να σας πω την ιστορία δεν έχω συγκεκριμένα λόγια. Έχω την ιστορία στο μυαλό μου και τα λόγια έρχονται αναγκαστικά για να πω την ιστορία. Και κάθε φορά χρησιμοποιώ άλλα λόγια, ποτέ τα ίδια.

Από την εικονογράφηση του Daniel Egneus για την Αγγελίνα

Εχετε καταπιαστεί με πολλά είδη κειμένων, τι διαφορά έχουν τα κείμενα για θέατρο από τα κείμενα που τελικά γίνονται βιβλία;
Στα θεατρικά κείμενα φαντάζομαι κάτι να συμβαίνει πάνω στη σκηνή, δεν φαντάζομαι ένα λιμανάκι σαν της Αγγελίνας ή τα χίλια σκαλιά του πύργου. Οταν γράφω για θέατρο φαντάζομαι πώς θα φαίνεται αυτό που έχω στο μυαλό μου πάνω στη σκηνή, πώς θα μπαίνουν, πώς θα βγαίνουν οι ηθοποιοί, αλλά συγχρόνως και την εικόνα που θέλω να περιγράψω. Είναι νομίζω συνδυαστικό.

Εχετε ασχοληθεί για πολλά χρόνια και με την αφήγηση μέσα από τη σειρά συναντήσεων Παραμύθια με την Ξένια, πριν βέβαια αυτά γίνουν βιβλία. Πώς προέκυψε η ιδέα της αφήγησης;
Ηταν μια πρόταση της Πέγκυς Στεφανίδου-Τσιτσιρίκου, που είναι η διευθύντρια στο Εργαστήρι Θεάτρου του Πόρτα. Δοκίμασα κι εγώ αρχικά να κάνω θεατρικό παιχνίδι όπως εκείνη, αλλά δεν τα κατάφερνα κι έτσι προέκυψε η ιδέα της αφήγησης. Οταν άνοιξε η καινούργια Πόρτα ο Θωμάς Μοσχόπουλος μου ζήτησε να αφηγούμαι και στο θέατρο και έτσι είχα δύο μεριές που έκανα αφηγήσεις, και η Αννα (σ.σ. Παπαφίγκου, θεατρολόγος και συν-εκδότρια του Μάρτη) έκανε παιχνίδια πάνω στα παραμύθια που έκανα στο θέατρο. Παλιά διάβαζα παραμύθια και στην ΕΡΤ, ήταν όμως τελείως διαφορετικό. Μου έδιναν ένα παραμύθι έτοιμο κι εγώ το διάβαζα σε ένα μικρόφωνο, ενώ πρόσεχα να κάνω τις παύσεις που έπρεπε και να έχω τον ρυθμό που έπρεπε. Αυτό όμως ήταν τελείως διαφορετικό με τις αφηγήσεις σε ανθρώπους. Επίσης, έχω μια πολύ συγκεκριμένη άποψη για το θέμα της αφήγησης των γονιών προς τα παιδιά. Τους λεώ λοιπόν όταν διαβάζουν βιβλία στα παιδιά – αν μπορουν – να τους αφηγούνται την ιστορία και να μην τους την διαβάζουν από μέσα.

Εσείς έχετε αναμνήσεις να σας διαβάζουν;
Οχι, δεν θυμάμαι κάτι τέτοιο. Θυμάμαι όμως τον μπαμπά μου που είχε φτιάξει μια ιστορία με τρία ελεφαντάκια και μου την έλεγε το βράδυ πριν κοιμηθώ και έπρεπε να μου την πει πάντα ακριβώς με τον ίδιο τρόπο γιατί διαφορετικά τον μάλωνα! Η μητέρα μου ποτέ δεν μου είχε αφηγηθεί κάνενα παραμύθι, ούτε κανείς μου είχε διαβάσει ποτέ. Κι αυτό γιατί έμαθα να διαβάζω από πολύ μικρή. Επίσης, μεγάλωνα σαν μοναχοπαίδι, αφού με τα αδέρφια μου είχα τεράστια διαφορά ηλικίας, είχα και τον νονό μου που με προμήθευε βιβλία γαλλικά και είχα μάθει από νωρίς ότι το διάβασμα ήταν μοναχική απόλαυση. Έτσι μου αρέσει να φαντάζομαι και τα παιδιά όταν διαβάζουν, μόνα τους, όπως έκανα κι εγώ μικρή.

Τι είναι αυτό που κάνει την αφήγηση τόσο μαγική και τι είναι τελικά αυτό που προσφέρει στον ακροατή, αλλά και στον αφηγητή;
Προσφέρει ένα είδος επικοινωνίας και μια ανταλλαγή, ακόμα και μόνο με τα μάτια.

Η Ξένια Καλογεροπούλου θα βρεθεί το Σάββατο 23 Φεβρουαρίου στις 12 το μεσημέρι στον χώρο των εκδόσεων Μάρτης, στο Κολωνάκι (Χάριτος 8) στο πλαίσιο της καμπάνιας Διαβάζω δυνατά 2019. Περισσότερα εδώ.

ΜΟΙΡΑΣΕ ΤΟ

Διαβάστε ακόμα

Ξένια Καλογεροπούλου

Με αφορμή το νέο της εικονογραφημένο βιβλίο που κυκλοφορεί σήμερα από τις Εκδόσεις Μάρτης, μιλάμε με την Ξένια Καλογεροπούλου για