Η πρώτη φορά που έπιασα παιδικό βιβλίο στα χέρια μου και το διάβασα δυνατά ήταν πριν από δέκα χρόνια. Μέσα σ’ε’ ένα μωρουδιακό δωμάτιο, που είχε μια κούνια, μια πολυθρόνα και μια βιβλιοθήκη. Εκείνη ήταν περίπου 9 μηνών και εγώ πολύ κουρασμένη. Τη στιγμή όμως που έπιασα το πρώτο βιβλίο στα χέρια μου τη θυμάμαι ακόμα και νομίζω δε θα την ξεχάσω ποτέ. Δεν ήταν ένα board book, που θα άρμοζε ίσως στην ηλικία του παιδιού· ήταν μια εικονογραφημένη ιστορία, με αρκετό κείμενο, το “Ποιος έκανε πιπί στον Μισισιπή;” του Ευγένιου Τριβιζά, σε εικονογράφηση της Κέλλυ Ματαθία Κόβο, από τη σειρά Παραμύθια Ντορεμύθια που μόλις είχε επανεκδοθεί από τις εκδόσεις Μεταίχμιο. Αυτή ήταν η πρώτη ιστορία που άκουσε εκείνη, αυτό ήταν το πρώτο βιβλίο που διάβασα εγώ δυνατά και αυτό πού βοήθησε να φυτευτεί ο σπόρος της μεγαλόφωνης ανάγνωσης, που τώρα δρέπουμε τους καρπούς του.
Εκείνο το βιβλίο έφερε το άλλο κι ύστερα το άλλο κι από τα εικονογραφημένα γρήγορα περάσαμε στα βιβλία πρώτης ανάγνωσης και τα βιβλία με μικρά κεφάλαια και από εκεί στα μικρά μυθιστορήματα κι ύστερα στα πολυσέλιδα. Από εκείνη την ημέρα μέσα σε εκείνο το δωμάτιο πέρασαν 10 χρόνια και μπορεί πλέον να μην καθόμαστε αγκαλιά για να της διαβάσω – δε θέλει πολλές φορές την αγκαλιά (προεφηβεία!) – άλλες πάλι την επιζητάει, μπορεί να βρισκόμαστε σε ένα τραπέζι την ώρα του πρωινού, στον καναπέ κάποια στιγμή πριν τα μαθήματα ή τα Σαββατοκύριακα, στο κρεβάτι πριν τον ύπνο, συνεχίζουμε όμως να διαβάζουμε δυνατά. Όχι κάθε μέρα πια, αλλά σίγουρα πολύ συχνά μέσα στην εβδομάδα.
Δεν θα ήταν υπερβολή να πω ότι τη μεγαλόφωνη ανάγνωση την έχω χρησιμοποιήσει πολλές φορές σαν μυστικό όπλο, ειδικά όλες εκείνες τις μέρες που τα νεύρα μιλούν πάνω από τη λογική, ο θυμός υπερισχύει και η στενοχώρια ή ο φόβος κρύβονται μέσα στο παιδί και δε λένε να βγουν. Όταν όλα τα άλλα αποτυγχάνουν, η μεγαλόφωνη ανάγνωση έρχεται πάντα να σώσει το παιχνίδι. Γιατί πέρα από όλα τα καλά που της έχει προσφέρει τόσα χρόνια, από την ανάπτυξη του λεξιλογίου και την κριτική σκέψη μέχρι την κατανόηση των κειμένων, την αχαλίνωτη φαντασία και την τεράστια αγάπη για τα βιβλία, για μένα το πιο σημαντικό – που έχει προσφερθεί και στις δύο – είναι η μαγεία που μόνο η μεγαλόφωνη ανάγνωση μπορεί να δημιουργήσει.
Όταν διαβάζεις δυνατά σε ένα παιδί, την ώρα που διαβάζεις είναι λες και δημιουργείται στον χώρο μια προστατευτική φούσκα που χωράει μόνο εσένα και εκείνο. Και μέσα σε αυτή τη φούσκα το παιδί αρχίζει να αισθάνεται ασφαλές, τόσο ώστε να ανοιχτεί, να μοιραστεί τις ανησυχίες του, να μιλήσει, να βάλει από πάνω του το όποιο βάρος. Ο χρόνος, ο πολύτιμος αυτός χρόνος που μοιραζόμαστε την ώρα που διαβάζουμε ένα βιβλίο δυνατά στο παιδί μας, η εγγύτητα και η ηρεμία που επικρατεί όση ώρα διαρκεί η μεγαλόφωνη ανάγνωση είναι τα τρία στοιχεία που δρουν μαγικά και δημιουργούν την κατάλληλη συνθήκη ώστε το παιδί να αφεθεί, να ηρεμήσει και να μοιραστεί μαζί μας όσα το απασχολούν, τα ωραία αλλά τα στενάχωρα. Εκείνη η ώρα που αφιερώνουμε στη μεγαλόφωνη ανάγνωση είναι μια ώρα ιερή.
Αν έπρεπε να διαλέξω λοιπόν ένα μόνο από τα τόσο σπουδαία πλεονεκτήματα που προσφέρει η μεγαλόφωνη ανάγνωση στα παιδιά, θα ήταν ο ισχυρός δεσμός που δημιουργεί ανάμεσα στον γονιό και το παιδί. Είναι αλήθεια ότι η μεγαλόφωνη ανάγνωση δεν θα μας κάνει να δούμε γρήγορα τα αποτελέσματα. Θέλει χρόνο κι αυτό. Όπως και η μεγαλόφωνη ανάγνωση ως πρακτική θέλει τον χρόνο της. Υπάρχει μια έκφραση στα αγγλικά που ταιριάζει γάντι στην περίσταση και φοβάμαι πως στη μετάφρασή της θα χάσει: Τrust the process. Εμπιστευτείτε τη διαδικασία και αφήστε τη μαγεία της μεγαλόφωνης ανάγνωσης να δράσει. Το σίγουρο είναι ότι δεν θα σας απογοητεύσει.