Αν μου ζητούσε κάποιος να να του πω έναν μόνο λόγο για τον οποίο αγαπώ και υπηρετώ τη μεγαλόφωνη ανάγνωση στην τάξη, είκοσι χρόνια τώρα, είναι γιατί πιστεύω πως είναι ο μόνος τρόπος για να συνυπάρχουμε με ίσους όρους.
Ο κύκλος της μεγαλόφωνης ανάγνωσης είναι μια ιδεατή μικροκοινωνία που υπακούει στους νόμους της άμεσης δημοκρατίας. Όλοι όσοι μετέχουν σ΄αυτήν είναι ορατοί και έχουν το δικαίωμα να εκφράσουν τη γνώμη τους. Όλοι ακούν τους άλλους προσεχτικά και κατανοούν πως ο δικός τους τρόπος, ακόμη και αν είναι σωστός, συχνά δεν είναι ο μόνος.
Απέναντι στον δάσκαλο ή τη δασκάλα που διαβάζει μεγαλόφωνα δεν υπάρχουν «καλοί και κακοί» μαθητές, άριστοι, υποψήφιοι σημαιοφόροι, μαθητές με «υποδειγματική» ή με «προβληματική» συμπεριφορά. Δεν υπάρχουν μαθησιακές δυσκολίες, δυσλεξίες, δυσγραφίες, δυσαναγνωσίες, δεν υπάρχουν ταμπέλες. Υπάρχουν μόνο παιδιά λιγότερο ή περισσότερο τυχερά, προνομιούχα ή μη που έχουν πρόσβαση στο ίδιο αγαθό. Το καθένα θα πάρει και θα δώσει ό,τι μπορεί περνώντας το από το φίλτρο των γνώσεων, των εμπειριών ή τη διάθεση της δεδομένης στιγμής.
Συχνά ακούγοντας ένα παιδί να εκφράζει τη γνώμη του για κάποιο θέμα στη Βιβλιοθήκη, μπορώ να αναγνωρίσω στη σκέψη και στα λόγια του ένα βιβλίο που είχαμε διαβάσει μαζί παλιότερα. Κάθε φορά με εκπλήσσει, αν και δε θα ’πρεπε, γιατί κι εγώ τελικά είμαι τα βιβλία που έχω διαβάσει. Συζητώντας πολύ πρόσφατα με τα παιδιά των μεγάλων τάξεων για τη Ζωρζ Σαρή και την Αλκη Ζέη συνειδητοποίησα πως ένα μεγάλο κομμάτι του παλζ που είμαι σήμερα το οφείλω στα βιβλία τους. Πώς θα μπορούσε να μείνει αμέτοχος στα κοινά και αδιάφορος προς όσα συμβαίνουν γύρω του όποιος ή όποια διάβασε τα βιβλία τους ως παιδί; Πώς θα μπορούσε να γίνει κάποιος ρατσιστής αν έχει διαβάσει την «Καλύβα του μπαρμπα Θωμά» ή «Το αγόρι με τη ριγέ πιτζάμα»; Πώς θα μπορούσε να άγεται και να φέρεται από τα κοινωνικά δίκτυα, κάθε φορά που ξεσπούν κρίσεις ή πόλεμοι, χωρίς να αναζητά υπέθυνα τις δικές του πηγές ενημέρωσης κάποιος/α που έχει διαβάσει τους Αιχμάλωτους της Γεωγραφίας ή το «Εμείς οι ασταμάτητοι-γιατί ο κόσμος δεν είναι δίκαιος»;
Κάποτε, πολλά χρόνια πριν, υπηρετούσα σε ένα σχολείο για «παιδιά ενός κατώτερου Θεού» στο κέντρο της Αθήνας. Είχα μια τάξη δύσκολη. «Καμένα χαρτιά» τα αποκαλούσαν κάποιοι, ευτυχώς λίγοι, συνάδελφοι. Δεκαοχτώ αγόρια, αρκετά με παραβατική συμπεριφορά, και τέσσερα κορίτσια αόρατα που δεν τολμούσαν να εκφράσουν τη γνώμη τους αφού γνώριζαν πως δε θα την άκουγε κανείς. Για να διαβάσουμε βιβλία ούτε λόγος. Μέχρι που άρχισα να πηγαίνω κάθε μέρα στο σχολείο με αθλητικές εφημερίδες. Τις κρεμούσα με μανταλάκια σε ένα σχοινί που είχα απλώσει στην κρεμάστρα της τάξης. Κάπως έτσι μυήθηκαν τα παιδιά στη μεγαλόφωνη ανάγνωση κι εγώ στα ποδοσφαιρικά.
Κάποια μέρα, προς το τέλος της χρονιάς, τους διάβαζα αποσπάσματα από τον «Καπετάν Μιχάλη». Άλλος με τα πόδια στο θρανίο, άλλος χυμένος στην καρέκλα του, άλλος ξαπλωμένος στο πάτωμα, παρακολουθούσαν ωστόσο με θρησκευτική ευλάβεια μέχρι που άλλαξε η ώρα χωρίς να το καταλάβουμε. Η δασκάλα των Αγγλικών άνοιξε την πόρτα και την έκλεισε αθόρυβα. Δεν πίστευε αυτό που έβλεπε όπως μου είπε αργότερα.
Ο Αλέξανδρος, παιδί μεταναστών με πολλές μαθησιακές, και όχι μόνο, δυσκολίες, ονειρευόταν να γίνει ποδοσφαιριστής. Στα μαθήματα δεν τα κατάφερνε. Είχε φτάσει στην Δ’ τάξη και ίσα που μπορούσε να συλλαβίσει. Κι όμως ήταν εκείνος από όλους που μου είπε «Κυρία, ο Καζαντζάκης μπορεί με μια μόνο λέξη να γεννήσει έναν ολόκληρο κόσμο».
Αρκετά χρόνια μετά γνώρισα μια αποκλειστική νοσοκόμα που φρόντιζε τον πατέρα μου τη νύχτα στο νοσοκομείο που νοσηλευόταν. Κουβέντα στην κουβέντα κατάλαβα πως ήταν η μητέρα του Αλέξανδρου. Δεν τη γνώριζα, αφού δεν είχε τολμήσει ποτέ να έρθει σε συνάντηση γονέων ή να πάρει τον έλεγχο του παιδιού της. Όταν της είπα ποια ήμουν, βούρκωσε. Πήρε τα χέρια μου στα χέρια της και μου είπε πως ο Αλέξανδρος ακόμη μιλούσε για μια δασκάλα που του διάβαζε στο Δημοτικό. Ίσως αυτή να ήταν η μόνη πράξη καλοσύνης που είχε νιώσει αυτό το παιδί στο σχολείο. Ο Αλέξανδρος, που δεν μπορούσε να διαβάσει μόνος του το κείμενο του Καζαντζάκη, όσο κι αν τον είχε αγαπήσει, φεύγοντας από κοντά μου το μόνο που πήρε ήταν μερικές σκόρπιες λέξεις που γεννούσαν κόσμους ολόκληρους…