Δημιουργός: Sophie Blackall
Μεταφραση: Αργυρώ Πιπίνη
Εκδόσεις: Διόπτρα
Χρονιά έκδοσης: 2023
Ηλικίες: 5+
Το Αγροτόσπιτο της Sophie Blackall είναι ένα διαμαντάκι, για ευαίσθητους συλλέκτες ιστοριών και παρατηρητές της λεπτομέρειας. Είναι μια ιστορία που περιγράφει τη ζωή ενός αγροτόσπιτου, που αρχίζει με την εικόνα του, μοναχικό να στέκει πέρα από ένα λόφο, στο τέρμα ενός δρόμου, δίπλα σ’ ένα ρυάκι.
Σελίδα σελίδα, η συγγραφέας, σαν να παίρνει από το χέρι τον αναγνώστη της, τον βάζει μέσα στο σπίτι, όπου -τι έκπληξη! – βλέπει δώδεκα παιδιά να φωτογραφίζονται καθισμένα στην ξύλινη σκάλα. Το ένα της δοκάρι είναι σημαδεμένο από τις χαρακιές που μετρούν τα ύψη τους. Πού να οδηγεί η σκάλα; Ανεβαίνουμε διστακτικά τα σκαλοπάτια, χαζεύουμε την ωραία ταπετσαρία που τα παιδιά ζωγράφισαν με στάμπες από πατάτες και περνάμε στο καλό δωμάτιο, αυτό με το αρμόνιο, που μαζεύεται η οικογένεια – εκεί που μαλώνονται οι σκανδαλιές, εκεί που γίνονται οι αγκαλιές και τα παιχνίδια.
Σε κάθε σελίδα μια άλλη πόρτα ανοίγει σε ένα ακόμα δωμάτιο και εμείς μπαίνουμε και παρατηρούμε. Παρατηρούμε όλες αυτές τις μικρές λεπτομέρειες, όλα τα αντικείμενα που φορτώνουν ένα σπίτι που ζει. Είναι τα πράγματα που κάνουν ένα σπίτι σπιτικό, αυτά που με τα χρόνια προστίθενται μαρτυρώντας τις ζωές των ανθρώπων του. Οι κρεβατοκάμαρες με τις φωτογραφίες, τα μετάλλια από διαγωνισμούς, τις συλλογές, η κουζίνα με τη μεγάλη στόφα και το ξύλινο πάτωμα που γέμιζε λάσπες…
Τα παιδιά μεγάλωναν σε αυτό το σπίτι διαβάζοντας, κάνοντας όνειρα, παίζοντας, μαλώνοντας, λέγοντας μυστικά, στρώνοντας το τραπέζι, φροντίζοντας το ένα το άλλο. Τα παιδιά μεγάλωναν στους αγρούς δεματιάζοντας στάχια και τρώγοντας μήλα και ψαρεύοντας με καλάμια μέχρι που έφυγαν για το σχολείο, τις σπουδές, τις δουλειές τους, για να δουν τη θάλασσα που δεν είχαν δει ποτέ και μια μέρα, γερασμένα κι αυτά, έκλεισαν για πάντα την πόρτα του σπιτιού. Το σπίτι χωρίς τις ανάσες και τα καρδιοχτύπια των ανθρώπων του δεν είχε ζωή. Σιγά σιγά η εγκατάλειψη το ρήμαξε. Ένα δέντρο και μικρά ζώα το έκαναν καταφύγιο τους. Τα όμορφα πράγματα που έμειναν πίσω τα χαράκωσε ο αέρας και τα μούσκεψε η υγρασία.
Κι όμως όσο γράφονται ιστορίες, το τέλος όσων αγαπάμε μπορεί να μην είναι τόσο θλιβερό. Γυρνάμε τη σελίδα με το διαλυμένο σπίτι και ωπ! μια ανάσα ανακούφισης μας σηκώνει ψηλά. Βλέπουμε ξανά το σπίτι μέσα στις πρασινάδες του, ετοιμόρροπο – ναι, αλλά κάποιος το επισκέπτεται. Είναι αυτή που θα γράψει την ιστορία του, που τη διαβάζουμε εμείς.
Η συγγραφέας και εικονογράφος Σόφι Μπλάκολ, βραβευμένη δύο φορές με το Caldecott Medal, μας εξηγεί στο τέλος της διήγησης την αληθινή ιστορία του σπιτιού, που το αγόρασε η ίδια, πώς έσωσε ό,τι μπορούσε να σωθεί και του ξανάδωσε ζωή μέσα στο βιβλίο της. Ό,τι βρήκε στο ερειπωμένο σπίτι συντηρήθηκε από την ίδια και έγινε στοιχείο του ζωγραφισμένου σπιτιού. Κολλάζ από στενές λωρίδες εφημερίδων έγιναν σανίδες πατώματος, μικρά κομμάτια υφάσματος έγιναν κουρτίνες, χαλάκια, ενθύμια στους τοίχους. Ό,τι αντίκρυσε η ίδια η συγγραφέας, όταν μπήκε στο κάθε δωμάτιο του σπιτιού μαρτύρησε και ένα κομμάτι της ζωής που έζησε σε αυτό η οικογένεια που το κατοικούσε.
Είναι μια ιστορία φθοράς και μιας ιδιότυπης αναγέννησης. Η φθορά είναι φυσιολογική για τα πάντα, η αναγέννηση όμως, ακόμα και αν είναι μέσα από μια εικονογραφημένη ιστορία, έχει να κάνει με τη ματιά που ρίχνουμε στα πράγματα, στην εκτίμηση του παρελθόντος τους και στην προσπάθεια να διατηρήσουμε κάτι από την προηγούμενη ζωή τους ζωντανό, να δημιουργήσουμε μια σύνδεση με το παρελθόν ακόμα κι αν πρόκειται για μια οικογενειακή ιστορία που αλλιώς δεν θα μας αφορούσε, ακόμα κι αν πρόκειται για ένα σπίτι που ποτέ δεν θα επισκεπτόμασταν. Είναι ένας γλυκός, ήπιος τρόπος για να μιλήσει ένα βιβλίο στα παιδιά γι’ αυτό που ζει, γερνάει και πεθαίνει – αλλά πεθαίνει χορτάτο από τη ζωή που έζησε και ξαναζεί γιατί κάποιος μας λέει την ιστορία του.
Το κείμενο του «Αγροτόσπιτου», στις 44 σελίδες του, είναι όλο μία πρόταση. Είναι ένα κείμενο ποιητικό από τις λέξεις του και τον ρυθμό του, ένας ρυθμός που νομίζεις, στριφογυρίζει γύρω από το σπίτι, στους διαδρόμους και στα δωμάτια του: «ενώ στο αρμόνιο του σαλονιού κροτάλιζαν οι ξηροί καρποί, που ‘χε βάλει ένας σκιούρος εκεί με περισσή σπουδή, πράγμα που ξάφνιασε τα χελιδόνια που έτρωγαν νυχτοπεταλούδες – φτερουγίζοντας και πετώντας σ’ ολόκληρο το σπίτι -, ακόμα και μια αρκούδα έμεινε στο υπόγειο μια χρονιά, και κοιμήθηκε εκεί όλον τον χειμώνα μέχρι που η άνοιξη ήρθε ξανά». Η μετάφραση της Αργυρώς Πιπίνη βρίσκει τον τρόπο να κρατήσει αυτόν τον ρυθμό και διαλέγει λέξεις που γεννούν εικόνες – ξέχωρες από αυτές του βιβλίου.
Είναι ένα βιβλίο που διαβάζεται πρώτα από την αρχή προς το τέλος, αλλά έπειτα μπορεί να διαβαστεί και από το τέλος προς την αρχή, για να πει κανείς «ναι, αλλά κοίτα πως έζησε…». Μπορεί να διαβαστεί μόνο με τις εικόνες του, αλλά μπορεί κανείς να απολαύσει και τη παιχνιδιάρικη ακρόαση μιας γλαφυρής ανάγνωσης μόνο του κείμενου.