
«Μπαντάνες» -χωρίς άρθρο- το νέο βιβλίο των Αντώνη Παπαθεοδούλου και Μυρτώς Δεληβοριά. Ο τίτλος παραπέμπει σε βιβλίο πειρατικό κάτι που επιβεβαιώνει το οπισθόφυλλο: «Είμαστε οι πειρατές οι πιο δυνατοί μας ξεχωρίζουν γιατί φοράμε κόκκινη μπαντάνα με σπαθί! Α.. όχι… μισό λεπτάκι…». Τα αποσιωπητικά καλούν τον αναγνώστη να τα ακολουθήσει και να αναζητήσει πού θα τον οδηγήσουν. Αν λάβει υπόψη του τις προηγούμενες δουλειές των δύο, μοιραία σκέφτεται ότι κάτι ανατρεπτικό, σίγουρα, θα του έχουν επιφυλάξει. Μια παγίδα παιδικότητας στην οποία θα πέσει τη στιγμή που δεν το περιμένει.
Το μυαλό μου πήγε σε θάλασσες και τρομερούς πειρατές, που αγαπούν τα παιδιά. Τα φαντάστηκα να παίζουν σε πισίνες με τα καραβάκια τους και ντύνονται πειρατές. Ανοίγω την πόρτα (εξώφυλλο) και κοιτάζω από την κλειδαρότρυπα (ταπετσαρία). Ένας δημιουργικός χαμός απλώνεται στο οπτικό μου πεδίο μέσα στο αγαπημένο μου «ροζ της Μυρτώς». Ψαλίδια, κόλλες, χαρτιά, γεωμετρικά όργανα και σχήματα, χρώματα, κορδέλες και σημαιάκια σκορπισμένα παντού. Ομολογώ ότι μία σχολική τάξη ήταν το τελευταίο που θα περίμενα να δω.

Ένα παιδί που δένει την μπαντάνα του με πιάνει επ’ αυτοφώρω να κοιτάζω. Με υποδέχεται ευγενικά και με αφήνει να μπω στην τάξη του για να δω καλύτερα τι γίνεται εκεί. Η… κλειδαρότρυπα περιορίζει το οπτικό πεδίο! Έκπληκτη αντικρύζω μια γνώριμη εικόνα (είμαι νηπιαγωγός). Μια τάξη μέσα στο χρώμα και τη χαρά, σφύζει από δημιουργικότητα και φαντασία. Βλέπω παιδιά χαρούμενα να δουλεύουν αφοσιωμένα καθένα στην κατασκευή του, νιώθω στην ατμόσφαιρα της τάξης ωστόσο ότι συνεργάζονται για έναν κοινό σκοπό. Μα, κάτι λείπει. Νηπιαγωγός δεν υπάρχει; Πουθενά! Βλέπω μόνο παιδιά που δουολεύουν και βοηθούν το ένα το άλλο, μια τάξη που δουλεύει «ρολόι».
Το παιδί που με υποδέχτηκε ακόμα δένει την μπαντάνα του ενώ ένα άλλο παιδί απέναντι κάτι φτιάχνει. Αφού τη δένει φωνάζει κρατώντας το σπαθί του: «Είμαστε οι πειρατές οι πιο δυνατοί μας ξεχωρίζουν γιατί φοράμε κόκκινη μπαντάνα με σπαθί» την ώρα που ένα κορίτσι μπαίνει στο κάδρο φορώντας μπαντάνα με αστέρια. Σιωπή. Κοιτάζονται. Λέει, «είμαστε ομάδα πειρατική μας ξεχωρίζουν γιατί φοράμε κόκκινη μπαντάνα με αστέρια ή με σπαθί» και της δένει καλύτερα τη μπαντάνα στο κεφάλι.
Και κάπως έτσι όλη η απίθανη αυτή ιστορία εκτυλίσσεται κλιμακωτά και κάθε φορά που μπαίνει ένα καινούριο παιδί στο κάδρο αναφέρεται δυνατά η διαφορετική μπαντάνα του, τονίζοντας όλο και περισσότερο το στοιχείο της ομαδικότητας, της συνεργασίας και του παιχνιδιού, ενώ σε δεύτερο πλάνο, στο βάθος εξελίσσονται και οι άλλες ομαδικές κατασκευές.
Και εκεί που είναι όλα έτοιμα να ξεκινήσει το «ταξίδι», η γιορτή, εμφανίζεται περιχαρής και η νηπιαγωγός, εκτός θέματος η καημένη, φορώντας σωσίβιο και ένα χταπόδι για καπέλο. Νόμιζε πως το θέμα είναι απλώς το καλοκαίρι! Τα παιδιά, μετά το πρώτο σοκ, την υποδέχτηκαν βέβαια με χαρά και όλοι μαζί έβγαλαν την αναμνηστική φωτογραφία. Δε θα μπορούσε να γίνει αλλιώς σε μία τάξη που έχει τη λογική της αλληλεγγύης, της συνεργασίας, της αγάπης και της ενσυναίσθησης. «Σαν κι εμάς άλλος κανείς, με μπαντάνα ή χωρίς»!
Πολύ έξυπνα η εικονογράφηση εμφανίζει τη νηπιαγωγό στο τέλος. Το πρόσωπό της, δηλαδή, γιατί η παρουσία της είναι εκεί από την αρχή. Μία τάξη που έχει φτάσει σε τέτοιο επίπεδο συνεργασίας, συμπερίληψης και αγάπης, οφείλεται σε μία/έναν εκπαιδευτικό που εμπνέει, πιστεύει στα παιδιά και κυρίως γίνεται παράδειγμα.
Οι Μπαντάνες είναι ένα βιβλίο που δείχνει τη συμπερίληψη με πράξεις, δεν τη λέει, δεν τη διδάσκει. Η συμπερίληψη, η κατανόηση, η αγάπη είναι πράξεις. Είναι «ρήματα». Δεν είναι ούτε διδακτισμοί, ούτε θεωρίες. «Πώς να μιλήσεις για τη συμπερίληψη χωρίς να μιλήσεις για τη συμπερίληψη» θα μπορούσε να είναι ο τίτλος του βιβλίου αν απευθυνόταν σε ενήλικες.

Στέκομαι στην εκπληκτική ιδέα που κρύβεται πίσω από το βιβλίο και στον σεβασμό προς τον μικρό αναγνώστη ως προς την παιδική -και όχι παιδικότροπη- γλώσσα, το παιγνιώδες ύφος, το έξυπνο χιούμορ, τις απίστευτες ανατροπές, την αισθητική τόσο στο κείμενο όσο και στην εικονογράφηση που ενισχύει και επεκτείνει το νόημα, την απλότητα των γραμμών και των καθαρών χρωμάτων που δίνουν μοναδική εκφραστικότητα στις φιγούρες. Και στον σεβασμό και προς τον ενήλικα αναγνώστη που θα το διαβάσει στα παιδιά. Του χαρίζουν ένα βιβλίο που θα τον προβληματίσει και είναι γεμάτο παγίδες! Παγίδες χαράς, παιδικότητας, αλλαγής στάσης ζωής και οπτικής. Ο ενήλικας, αν και το γνωρίζει, αφήνεται και απολαμβάνει την πτώση. Ποιος ενήλικας δε θέλει άλλωστε να πέσει μέσα σε τέτοιες παγίδες;
Κάτι που βρήκα πολύ ενδιαφέρον, επίσης, είναι οι μεγάλες «σιωπές» μερικών «βουβών» σαλονιών και σελίδων, εξασφαλίζοντας στον αναγνώστη τον χρόνο που χρειάζεται για να αφομοιώσει όσα έχει δει/διαβάσει και να συνεχίσει την αναγνωστική διαδικασία με μεγαλύτερο ενδιαφέρον.
Η χρωματική παλέτα της Μυρτώς Δεληβοριά – σήμα κατατεθέν της – γεμίζει ζωντάνια και χαρά κάθε βιβλίο που δημιουργεί. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, θα έλεγα ότι η ίδια η αρμονική συνεργασία κειμένου-εικόνας, ο σεβασμός των δύο μέσων καθώς και η αδυναμία ύπαρξης του ενός χωρίς το άλλο είναι από μόνη της παράδειγμα συμπερίληψης και δικαιολογημένα χαρίζουν στο βιβλίο τον τίτλο του συμπεριληπτικού.
Θέλω εδώ να τονίσω πως αποφεύγω εν γνώσει μου τη χρήση του ρήματος «αποδέχομαι» σε θέματα συμπερίληψης. Κρύβει κατά τη γνώμη μου δύο πλευρές: μία ισχυρή -αυτή που αποδέχεται- και μία αδύναμη – αυτή που δέχεται το αποτέλεσμα της ενέργειας του ρήματος, αναιρώντας την ίδια τη λέξη τελικά και θέτοντας σε αμφισβήτηση και την ίδια την ανθρώπινη αξιοπρέπεια. Ποιος αποδέχεται, ποιον και γιατι; Αντίθετα, ρήματα όπως τα αναγνωρίζω, σέβομαι, αγαπώ και το ουσιαστικό-κλειδί «ενσυναίσθηση» φωτίζουν λαμπρότερα μία συμπεριληπτική κοινωνία. Όχι για μία μέρα ή ώρα ή όσο διαρκεί η συμμετοχή σε ένα πρόγραμμα, αλλά για κάθε λεπτό της κάθε μέρας. Το αν είμαστε ενεργοί πολίτες ή το πόσο θα εκπαιδεύσουμε τα παιδιά και τους εαυτούς μας να γίνουν ενεργοί πολίτες, αρχίζει από αυτή την ερώτηση στον εαυτό μας: πόσο σεβόμαστε και αναγνωρίζουμε τις διαφορετικότητες των γύρω μας;
Οι «Μπαντάνες» είναι ιδανικές για μεγαλόφωνη ανάγνωση, για σιωπηλή ανάγνωση, για να τη διαβάσει ένα παιδί ξεφυλλίζοντας μόνο, για γιορτή λήξης ή έναρξης, για παιχνίδι, για χορό, για θεατρικό παιχνίδι και εικαστικές δραστηριότητες, για να διαβαστούν παντού και από μικρούς και μεγάλους. (Και μάλλον κυρίως από μεγάλους). Ένας ύμνος για τη συμπερίληψη και για τον εμπνευσμένο εκπαιδευτικό που μπορεί να αλλάξει τον κόσμο. Ευχαριστούμε, Αντώνη και Μυρτώ!
Το βιβλίο “Μπαντάνες” κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Παπαδόπουλος.



