Συνέντευξη: Γιώργος Κ. Παναγιωτάκης

 

Κάθε είδος έχει τις δυσκολίες και τις παγίδες του

Δύο παιδιά με ιδιαίτερες ιδιότητες, ένα σχολείο στην άκρη του πουθενά, ένας κόσμος γεμάτος εκπλήξεις και περιπέτειες. Αυτή είναι η Λέσχη Αλλόκοτων Πλασμάτων του Γιώργου Κ. Παναγιωτάκη. Μια φανταστική ιστορία που αρχίζει με “Το Μυστικό Καταφύγιο” και η οποία θα ξετυλιχθεί μέσα στους επόμενους μήνες. Ο συγγραφέας της Αλάστρας (Πατάκης) και της σειράς βιβλίων “Αταξίες στην τάξη” (Κέδρος) – μεταξύ άλλων- μιλάει στην Κόκκινη Αλεπού για τις απαιτήσεις του συγκεκριμένου λογοτεχνικού είδους, τους αγαπημένους του χαρακτήρες και μας αποκαλύπτει πότε θα διαβάσουμε τη συνέχεια των περιπετειών του Μάρκο Χάλοραν και της Αλίλα Όμπι.

 

Για αρχή, θα θέλαμε να μας πείτε λίγα λόγια για το πρώτο βιβλίο της σειράς, το Μυστικό Καταφύγιο.

Στο πρώτο βιβλίο της σειράς ακολουθούμε, κατά κύριο λόγο, τις τύχες και τις περιπέτειες δύο παιδιών, του Μάρκο Χάλοραν και της Αλίλα Όμπι. Πρόκειται για δύο άγνωστα μεταξύ τους παιδιά, που μεγαλώνουν στην ίδια πυκνοκατοικημένη πόλη. Και τα δύο είναι περιθωριοποιημένα και μοναχικά. Επίσης διαθέτουν μία αλλόκοτη ιδιότητα, η οποία αποτελεί το μεγάλο πρόβλημα της ζωής τους και προσπαθούν – όχι και πολύ επιτυχημένα – να κρύψουν. Μια μέρα θα δεχτούν μια ασυνήθιστη πρόταση. Να αφήσουν τη γειτονιά και το σχολείο τους και να φοιτήσουν σ’ ένα ίδρυμα που βρίσκεται πολύ μακριά από την πόλη. Σ’ ένα σχολείο που είναι φτιαγμένο για παιδιά όπως εκείνα. Κάπως έτσι θα αρχίσει να ξετυλίγεται το κουβάρι. Θα μάθουμε πώς είναι η ζωή στο νέο σχολείο, θα γνωρίσουμε τους μαθητές και τους καθηγητές και θα γίνουμε μάρτυρες των ασυνήθιστων περιπετειών τους.

 

Πώς προέκυψε η ιδέα για τη Λέσχη Αλλόκοτων Πλασμάτων; Από πού ήρθε η έμπνευση;

Είναι πάντα δύσκολο να απαντήσει κανείς σ’ αυτή την ερώτηση. Κι αυτό γιατί θα πρέπει να πάρει προς τα πίσω το μονοπάτι και να βρει τα ψίχουλα που έχει αφήσει ή του έχουν πέσει στη διαδρομή  –ψίχουλα που τις περισσότερες φορές έχουν ήδη φαγωθεί από τα πουλιά ή παρασυρθεί από τον αέρα. Επιπλέον, συχνά η διαδρομή αυτή δεν είναι γραμμική. Δεν ξεκινά δηλαδή από ένα συγκεκριμένο σημείο, αλλά από πολλά και διαφορετικά. Από προσωπικές εμπειρίες, από ιστορίες που έχουμε ακούσει, από βιβλία που έχουμε διαβάσει, από ταινίες που έχουμε δει… Κάτι τέτοιο συμβαίνει και με τη Λέσχη Αλλόκοτων Πλασμάτων. Σίγουρα υπάρχουν αναφορές στην παράδοση των κόμικς, αλλά είμαι εξίσου βέβαιος πως κάποιοι από τους ήρωες είναι στην πραγματικότητα μια σύνθεση από πρόσωπα που έχω γνωρίσει.

 

Ποιος από όλους τους χαρακτήρες του βιβλίου υπήρξε ο πιο αγαπητός, ο πιο κοντινός σας όταν το γράφατε;

Στο πρώτο αυτό βιβλίο εστιάζουμε στον Μάρκο και την Αλίλα και τους ακολουθούμε στην προσπάθειά τους να ανακαλύψουν τον εαυτό τους και τις δυνάμεις τους. Μοιραία λοιπόν ταυτίστηκα μαζί τους. Έχω πάντως αδυναμία και σε δύο από τους δευτερεύοντες χαρακτήρες, την Πέτρα Λουίζα και τον Όμηρο Σουίφτ. Η πρώτη είναι ένα εύθυμο κορίτσι, το οποίο με ευθύνη της εμμονικής μητέρας του τρέχει διαρκώς σε κάθε είδους δραστηριότητες. Κάποια στιγμή, λοιπόν, ο οργανισμός της αντιδρά και έτσι η Πέτρα Λουίζα αποκτά και έναν δεύτερο εαυτό, γίνεται δισυπόστατη. Ο Όμηρος Σουίφτ, πάλι, είναι έναν υπέργηρος  συνταξιούχος καθηγητής, ο οποίος έχει εμφάνιση και συνήθειες πολύ μικρού παιδιού. Αγαπά πολύ τα βιβλία και τις γκοφρέτες και είναι αρκετά ξεροκέφαλος.

 

Τι είναι αυτό που σας ιντρίγκαρε σαν συγγραφέα στα Αλλόκοτα Πλάσματα;

Υποθέτω ότι ένα από τα στοιχεία που με ιντρίγκαραν ήταν η πληθώρα των χαρακτήρων, τους οποίους έπρεπε πρώτα να γνωρίσω καλά και έπειτα να τους παρακολουθήσω καθώς προχωρούν και εξελίσσονται. Και βέβαια το γεγονός πως οι συγκεκριμένοι χαρακτήρες παίζουν σε δύο ταμπλό. Είναι δηλαδή απόλυτα συνηθισμένοι άνθρωποι, όπως όλοι μας, αλλά την ίδια στιγμή διαθέτουν και κάτι που τους κάνει ξεχωριστούς. Επίσης όπως όλοι μας, θα έλεγα.

 

Πόσο εύκολο ή δύσκολο είναι να γράφεις φανταστικές ιστορίες για μεγάλα παιδιά; Τι απαιτήσεις υπάρχουν σε ένα μη ρεαλιστικό κείμενο και τι παίζει τον πιο βασικό ρόλο για να κρατήσεις αμείωτο το ενδιαφέρον του αναγνώστη;

Κάθε είδος έχει τις δυσκολίες και τις παγίδες του. Έχει όμως και τις ασφαλιστικές δικλείδες του, οι οποίες μπορούν να σε προστατέψουν από τις κακοτοπιές. Σε ό,τι αφορά τις «φανταστικές» ιστορίες νομίζω ότι είναι απαραίτητο ο συγγραφέας να χτίσει έναν λεπτομερή, πειστικό και ρεαλιστικό –μέσα στη συγκεκριμένη σύμβαση- κόσμο. Για παράδειγμα, να γνωρίζει καλά τα τοπία, τους δρόμους, τα ρούχα, την αρχιτεκτονική, τις κοινωνικές δομές, τις σχέσεις που προκύπτουν ανάμεσα στα πρόσωπα κλπ. Έτσι, ο αναγνώστης, διαβάζοντας ανάμεσα από τις γραμμές, θα πειστεί ότι ο κόσμος αυτός είναι υπαρκτός και θα αφεθεί να μπει μέσα του χωρίς να τον αμφισβητεί. Φυσικά, όπως και σε κάθε είδος, πολύ μεγάλο ρόλο παίζουν οι ρεαλιστικοί χαρακτήρες, ο ρυθμός και το ύφος του κειμένου, οι αληθοφανείς διάλογοι, η οικονομία της αφήγησης…

 

Γιατί αποφασίσατε να χωρίσετε την ιστορία των Αλλόκοτων Πλασμάτων σε πολλά βιβλία; Και τελικά πόσα θα είναι αυτά και κυρίως πότε θα διαβάσουμε τη συνέχεια;

Η απόφαση πάρθηκε από πολύ νωρίς, όταν κατάλαβα ότι ο κόσμος που χτιζόταν σιγά σιγά στο μυαλό μου, περιείχε πολλές διαφορετικές ιστορίες. Οι ήρωες, άλλωστε, είναι και αυτοί πολλοί και ο καθένας έχει τα δικά του πάθη, τις δικές του ανάγκες και επιθυμίες. Θα ήταν αδύνατο να χωρέσουν όλα σε ένα βιβλίο. Την ίδια στιγμή, όμως, ένιωθα πως δεν έπρεπε να τα αγνοήσω. Με άλλα λόγια, αναγκάστηκα να επιλέξω την συγκεκριμένη φόρμα εξαιτίας των ηρώων που, για άγνωστο λόγο τρύπωσαν στο μυαλό μου. Το δεύτερο βιβλίο θα κυκλοφορήσει σε μερικούς μήνες, ενώ το τρίτο θα ακολουθήσει λίγο αργότερα. Η συνέχεια θα εξαρτηθεί κυρίως από τις διαθέσεις των αλλόκοτων πλασμάτων.

 

Διαβάστε για τη Λέσχη Αλλόκοτων Πλασμάτων εδώ.

Save

Save

ΜΟΙΡΑΣΕ ΤΟ

ΜοΜΑ: Curtis Scott

Ο Curtis Scott (αριστερά), υπεύθυνος του εκδοτικού του Μουσείου Μοντέρνας Τέχνης της Νέας Υόρκης (MoMA), βρέθηκε τον Οκτώβριο στην Αθήνα και στο πλαίσιο των επισκέψεών του σε σχολεία μίλησε με τη Ζωή Κοσκινίδου για τα βιβλία Τέχνης που απευθύνονται σε παιδιά.

Anna Wilson

Η Anna Wilson γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Αυστραλία, σπούδασε και ακολούθησε ακαδημαϊκό δρόμο, ταξίδεψε πολύ και γνώρισε πολλά μέρη. Όμως πάντα αγαπούσε να ζωγραφίζει. Ένα συμβάν στη ζωή της έπαιξε καταλυτικό ρόλο, ώστε να παρατήσει την ακαδημαϊκή της ενασχόληση και να αφιερωθεί σε αυτό που πάντα αγαπούσε αλλά φοβόταν να τολμήσει: να ζωγραφίζει. Κάπως έτσι ξεκίνησε να εικονογραφεί παιδικά βιβλία. Κάπως έτσι συνεργάστηκε με τη συγγραφέα Holly Hughes και μαζί δημιούργησαν αυτό το συγκινητικό και πολύ ατμοσφαιρικό βιβλίο που μιλάει για τη φιλία, τη σημασία της προσφοράς και τη μαγεία του χειμώνα… Με αφορμή την κυκλοφορία στα ελληνικά του βιβλίου “Το αγόρι που έφερε το χιόνι” (εκδ. Μάρτης) η Ζωή Κοσκινίδου μίλησε με την εικονο-γράφο.