*Τα κείμενα επιλέγει ο Φώτης Δούσος
Τι αρέσει στα παιδιά να διαβάζουν; Αν θέλουμε να έχουμε μια πιο ολοκληρωμένη άποψη, θα πρέπει να ρίξουμε μια ματιά και στα δικά τους κείμενα, στη μυθοπλασία που γράφεται από τα ίδια τα παιδιά. Άλλωστε, ένας από τους λόγους που γράφουμε είναι επειδή δεν μας εκφράζει ποτέ απόλυτα αυτό που μας δίνουν να διαβάσουμε. Κάθε 15 ημέρες παρουσιάζουμε στην Κόκκινη Αλεπού κείμενα παιδιών που παίρνουν μέρος στο εργαστήρι δημιουργικής γραφής το οποίο εμψυχώνω και που φανερώνουν το τρόπο με τον οποίο αφενός επιλέγουν να εκφράζονται, αφετέρου τι θέλουν να διαβάζουν τα ίδια.
Στο κείμενο της Ζωής Π. (Δ’ τάξη) ερχόμαστε σε επαφή με ένα point of view τόσο τρυφερό, διακριτικό και χαριτωμένο που μέσα στην αφηγηματική του ευφορία το κεντρικό πρόβλημα της ιστορίας χάνεται, εξαϋλώνεται, είναι σαν να μην υπάρχει. Η μαγική διάσταση των πραγμάτων δεν αναδεικνύεται από αυτό που γίνεται μέσα στην ιστορία, αλλά από τον τρόπο με τον οποίο λέγεται η ιστορία.
«Η πύλη της άνοιξης»
Κάποτε ήταν ένα δάσος. Φθινόπωρο, άνοιξη, καλοκαίρι ή χειμώνα ήταν τόσο όμορφο σα μαγικό. Βρισκόταν ανάμεσα σε δύο ποταμάκια και μακριά από πόλεις και χωριά. To φθινόπωρο τα φύλλα έπεφταν και γινόντουσαν λίπασμα για τα φυτά. Τότε ερχόντουσαν από άλλα δάση αρκούδες, σκαντζόχοιροι, φίδια, μαρμότες και άλλα ζώα και παίζανε μαζί πριν κοιμηθούν.
Τον χειμώνα το χώμα γινόταν χιόνι μέχρι τη μέση. Τότε ερχόντουσαν άσπρες αλεπούδες, πολικές αρκούδες και πιγκουίνοι για να φτιάξουν τον χώρο ονειρικό. Την άνοιξη τα φύλλα φυτρώναν και φαινόταν πανέμορφο το δάσος. Τότε όλα τα ζώα της άνοιξης έρχονταν για να μιλήσουν, να γίνουν φίλοι και να διασκεδάσουν μαζί. Το καλοκαίρι τα δέντρα έφτιαχναν ίσκιο ενώ τα ζωάκια πήγαιναν στα διπλανά ποταμάκια για να δροσιστούν.
Όμως ένα καλοκαίρι έγινε μια τρομερή ξηρασία και δεν υπήρχε νερό στα ποτάμια πια. Τα ζωάκια διψούσαν πάρα πολύ, αλλά δεν υπήρχε νερό για να πιούνε. Δυο ζώα, μία αλεπού και ένας λύκος, προσφέρθηκαν να πάνε να δουν γιατί δεν ερχόταν το νερό πηγαίνοντας στην πηγή του ποταμού. Άρχισαν το ταξίδι γνωρίζοντας ότι είναι μακρύ. Ο λύκος ρώτησε την αλεπού ποιο ήταν το όνομά της. Και η αλεπού απάντησε «Λίλη». Έπειτα από λίγη ώρα, ντροπαλή όπως ήταν η Λίλη, ρώτησε τον λύκο ποιο ήταν το όνομά του. «Ρόκυ» απάντησε ο λύκος. Και έτσι έγιναν φίλοι.
Μετά από δύο μέρες έφτασαν στο πρόβλημα των ποταμών που δεν κυλούσαν πια. Υπήρχε ένα φράγμα, ανθρώπινο φράγμα, όμως γιατί; Ο Ρόκυ προχώρησε πρώτος για να προστατέψει τη Λίλη, αν υπήρχε κάτι. Είδαν ανθρώπους να κάνουν κατασκήνωση. Η Λίλη θύμωσε επειδή εκεί πέρα ήταν πάντα το αγαπημένο της μέρος να παίζει, να κυνηγά, να κάνει μπάνιο και άλλα πράγματα. Ήταν τόσο θυμωμένη που όρμησε για να τους διώξει. Τα μικρά παιδιά φοβήθηκαν όμως δεν είδε τους μεγάλους που κρατούσαν όπλα. Ακούστηκε ένα «Μπαμ!!». Τρόμαξε και έφυγε προς τον λύκο κλαίγοντας όσο πιο ήσυχα μπορούσε.
Ο Ρόκυ είχε μια τέλεια ιδέα. Η Λίλη θα ξαναπήγαινε πάνω στο φράγμα. Οι μεγάλοι άνθρωποι θα προσπαθούσαν να την πυροβολήσουν, όμως η Λίλη θα έκανε έναν σάλτο και θα χτυπούσαν το φράγμα.
Έτσι και έγινε. Το φράγμα ράγισε και χάλασε και τα ποτάμια σταδιακά γέμισαν ξανά. Τα ζώα του πανέμορφου δάσους το γιόρτασαν με ένα μπάνιο στα ποταμάκια. Η Λίλη και ο Ρόκυ βρήκαν δύο ομπρέλες, ανέβηκαν και έπλευσαν μέχρι το δάσος. Βούτηξαν στο νερό και οι δυο τους μαζί χαρούμενοι και ευτυχισμένοι.
Μετά από έναν χρόνο παντρεύτηκαν. Τις πιο ηλιόλουστες μέρες πήγαιναν για εξερεύνηση και καθόντουσαν κάτω από μια πύλη από δέντρα που την ονόμαζαν πύλη της άνοιξης. Τις συννεφιασμένες μέρες πήγαιναν στο αγαπημένο μέρος της Λίλη ή έκαναν επίσκεψη στην φίλη τους, την Κέκη, την γάτα.
Περνούσαν οι μέρες και οι μήνες μέχρι που η Λίλη έμεινε έγκυος. Κανείς δεν το περίμενε αυτό. Γέννησε δύο αλεπουδόλυκα. Το ένα κορίτσι και το άλλο αγόρι. Έγιναν προστατευόμενο είδος, πονηρά, κυνηγοί και πολύ παιχνιδιάρικα.
Ζωή Π. (Δ’ τάξη)