Κείμενο-σχέδιο: Σοφία Ρούσσου
Εκδόσεις: Ηλίβατον
Χρονιά έκδοσης: 2024
Ηλικίες: 15+, 17+, ενήλικες

Μετά την κυριακάτικη θεία λειτουργία, ο ιερέας της εκκλησίας στο μικρό χωριό της ιστορίας της Σοφίας Ρούσσου ανακοινώνει στο εκκλησίασμά του ένα σοβαρό συμβάν: κάποιος κλέβει συστηματικά μικροποσά από το ταμείο της εκκλησίας. Εννοείται πως ακολουθεί ο καθιερωμένος εκφοβισμός για τη διάπραξη αμαρτίας και τις συνέπειες που επισύρει αυτή, με αποκορύφωμα την απαγόρευση εισόδου του αμαρτωλού στον παράδεισο. Η είδηση αυτή, αλλά και οι πιθανές συνέπειες για τον ένοχο, όπως είναι φυσικό αναστατώνoυν τους κατοίκους του χωριού, ενώ δημιουργεί παράλληλα και το κατάλληλο σκηνικό για να ξεκινήσει ένα γαϊτανάκι κατηγοριών και κουτσομπολιών από όλες τις πιθανές και απίθανες πλευρές που φέρνει στην επιφάνεια σταδιακά καλά κρυμμένα μυστικά και καταστάσεις.

Η ταβέρνα του χωριού θα αποτελέσει το βασικό σκηνικό των επιχειρήσεων εύρεσης του ενόχου, με βασικούς πρωταγωνιστές τέσσερις παιδικούς φίλους. Μια συζήτηση που θα ξεκινήσει αμέσως σχεδόν μετά την ανακοίνωση της κλοπής θα μετατρέψει την ταβέρνα σε πεδίο μάχης με πολλές παρεξηγήσεις που προκαλούνται από λόγια που βρομάνε κρασί και μπύρα. Θα βρεθεί ο ένοχος; Θα επιβεβαιωθούν οι αρχικές υποψίες και τελικά θα αποδοθεί δικαιοσύνη; Η Σοφία Ρούσσου στο πρώτο της αυτό κόμικ στήνει την ιστορία της σε ένα χωριό χωρίς να προσδιορίζει ούτε τον τόπο, ούτε τον χρόνο, αφήνοντας έτσι περιθώριο να επικεντρωθεί ο αναγνώστης στην ουσία: στις διαπροσωπικές κόντρες που ξεσπούν λόγω της κλοπής, τις έντονες συζητήσεις που προκαλούνται και που καταλήγουν σε επικούς καβγάδες, ενώ δημιουργεί το περιθώριο να αναδυθούν πολιτικές αντιπαραθέσεις, που έρχονται ως φυσικό επακόλουθο των συζητήσεων και που εκφράζονται με συγκαλυμμένο συντηρητισμό, έντονες προκαταλήψεις και συνηθισμένο καθημερινό σεξισμό και ρατσισμό. Ένας αστυνομικός που ο ρόλος του αδέκαστου και τολμηρού δεν του ταιριάζει, σε συνδυασμό με την οικογενειακή του κατάσταση που λειτουργεί ως επιπλέον βάρος στην ψυχοσύνθεσή του και που τελικά τον οδηγεί “καρφί” στον αλκοολισμό, ένας γιατρός που λίγο μετά τον όρκο του στον Ιπποκράτη ξέχασε τι σημαίνει αλληλεγγύη και πως το επάγγελμά του είναι καταρχήν λειτούργημα, αφήνοντας το χρήμα να τον μολύνει, θέλοντας να εμφανίζεται ως προοδευτικός, αλλά και ως σωστός οικογενειάρχης, ένας ταβερνιάρης που παράλληλα είναι και δήμαρχος και που αποκαλύπτει σελίδα τη σελίδα τον μισογυνισμό του και τις πατριαρχικές του απόψεις και ένας επίτροπος εκκλησίας που βρέθηκε να κατηγορείται για ένα έγκλημα που ίσως τελικά δεν έχει διαπράξει. Την αλλόκοτη αυτή παρέα πρωταγωνιστών συμπληρώνει μια μετανάστρια από τις χώρες της Ομοσπονδίας που εργάζεται ως σερβιτόρα στο καφενείο και μιλάει καλύτερα ελληνικά από όλους εκεί μέσα, διορθώνοντάς τους συνεχώς τη γραμματική τους, ενώ παράλληλα προσπαθεί να επιπλεύσει σε μια θάλασσα οργής, γεμάτη στερεότυπα για το φύλο της και την καταγωγή της. Είναι η μοναδική γυναίκα που εμφανίζεται στην ιστορία, οι άλλοι γυνακείοι χαρακτήρες εννοούνται και δέχονται όπως και εκείνη τα μισογυνιστικά σχόλια και καταπιέζονται από την πατριαρχική αντίληψη μιας κοινωνίας που νομίζει ότι έχει προοδεύσει, αλλά παραμένει “πιστή” σε όσα έχει μάθει.

To “Όλο δεξιά προς τον παράδεισο” είναι μια μαύρη κωμωδία καταστάσεων με στοιχεία από το λογοτεχνικό είδος των αστυνομικών μυθιστορημάτων, αλλά δεν προσδιορίζεται τόσο από τα χαρακτηριστικά των δύο αυτών, καθώς τελικά είναι κάτι πολύ παραπάνω. Είναι ένα έργο που βάζει στον στόχο του μια κοινωνία που σαπίζει, αν και εκείνη θέλει να λέγεται φυσιολογική και να θεωρεί πώς εξελίσσεται. Ο τρόπος που είναι δομημένη η ιστορία αλλά και το σχέδιο είναι σαν ένας φακός κινηματογραφικής κάμερας να κάνει σιγά σιγά ζουμ και να επικεντρώνεται σε κάτι πολύ συγκεκριμένο. Ξεκινάει από μια γενική άποψη του χωριού, που το μόνο στοιχείο που μας δίνει μέσω της εικόνας είναι ότι ίσως βρίσκεται σε κάποια χώρα του δυτικού κόσμου. Μας μεταφέρει σε μια ταβέρνα που το όνομά του σημαίνει παράδεισος (Κήπος της Εδέμ), κάνοντας έτσι τον παραλληλισμό με μια κοινωνία φαινομενικά φιλήσυχη. Οσο όμως η ιστορία προχωράει, η Ρούσσου αρχίζει μέσα από τους κεντρικούς χαρακτήρες της να ξετυλίγει το κουβάρι των σχέσεων και των αντιλήψεων. Το σχέδιό της σε προειδοποιεί ότι κάτι αλλάζει όσο εξελίσσεται η πλοκή. Από πολύχρωμο, σταδιακά αρχίζουν να υπερισχύουν συγκεκριμένα χρώματα, όπως το μπλε, το μοβ και το ροζ, διαδοχικά, και μετά η σέπια. Παρεμβάλονται μονόχρωμες γκρι σελίδες που σε μεταφέρουν είτε στο παρελθόν, είτε σε άλλο σημείο του χωριού, και μετά επιβάλλεται το πράσινο, εκεί που ο καβγάς φουντώνει, που αναδύονται οι ζήλιες, για να φτάσουμε σε ένα σημείο όπου “χαλάει” η τακτοποιημένη εικόνα του σχεδίου, επικρατεί το μαύρο εκεί που η πλοκή κορυφώνεται, τα όρια των καρέ χάνουν τις ίσιες, παράλληλες γραμμές τους και γίνονται τρεμουλιαστά, σαν περασμένα στο χέρι, μέχρι που ακόμα και το μαύρο αρχίζει να χάνεται όσο η ιστορία πλησιάζει στο τέλος και να επικρατήσει το λευκό. Ακόμα και ο τίτλος παίζει τόσο με θρησκεία όσο και με την πολιτική, δίνοντας εξαρχής ένα στοιχείο για το τι θα επακολουθήσει.

Ένα πολύ καλό κόμικ, ένα έργο πολυεπίπεδο, που αγγίζει με μεγάλη μαεστρία θέματα που δεν θίγονται με ευκολία στον δημόσιο λόγο γιατί ενοχλούν και που μέσα από το χιούμορ και πολλή μεγάλη δόση αλήθειας, παίρνει θέση, κάτι σπάνιο πλέον. Ιδανικό για εφήβους από 15 ετών και άνω και για ενήλικες.

ΜΟΙΡΑΣΕ ΤΟ

Διαβάστε ακόμα

Το άγριο βιβλίο

Το καλοκαίρι του 13χρονου Χουάν εξελίσσεται από το κακό στο χειρότερο. Και σαν να μην έφταναν οι τσακωμοί των γονιών

Εμείς

Το «εμείς» μιας σχέσης ανθεκτικής σε όλες τις συνθήκες, ενός δεσμού που δεν καταλήγει σε δεσμά, μιας αγάπης χωρίς προϋποθέσεις,