Παιδί και ανάγνωση: τα συμπεράσματα της έρευνας του ΟΣΔΕΛ

Όλες οι φωτογραφίες: © Menelaos Myrillas/SOOC

Παρουσιάστηκαν τη Δευτέρα το απόγευμα στο Ολύμπια Δημοτικό Μουσικό Θέατρο “Μαρία Κάλλας” τα αποτελέσματα της έρευνας που πραγματοποίησε ο Οργανισμός Συλλογικής Διαχείρισης Έργων του Λόγου (ΟΣΔΕΛ) σε συνεργασία με τον καθηγητή Κοινωνιολογίας στο Τμήμα Επικοινωνίας και ΜΜΕ του ΕΚΠΑ Νίκο Παναγιωτόπουλο.

Κατά τη διάρκεια της παρουσίασής του, ο κ. Παναγιωτόπουλος μίλησε για τα γενικά συμπεράσματα της έρευνας, αναφέρθηκε στο μέγεθος και τα ποιοτικά χαρακτηριστικά του δείγματος, ενώ στο πάνελ αμέσως μετά βρέθηκαν άνθρωποι του παιδικού βιβλίου, η κ. Αβα Χαλκιαδάκη, Πρόεδρος του Διαβάζοντας Μεγαλώνω, η κ. Μαρίζα Ντεκάστρο, συγγραφέας, παιδαγωγός και κριτικός παιδικής λογοτεχνίας, η κ. Βασιλική Νίκα, Πρόεδρος του ελληνικού τμήματος της IBBY και ο κ. Πάνος Χριστοδούλου, Διευθυντής του Δικτύου για τα Δικαιώματα του παιδιού και συγγραφέας, οι οποίοι συζήτησαν μαζί με τον κ. Παναγιωτόπουλο για την έρευνα και τα αποτελέσματά της.

Το αντικείμενο της έρευνας, της πρώτης που αφορά το παιδικό βιβλίο μετά από πολλά χρόνια, ήταν η σχέση που διατηρούν τα παιδιά με την ανάγνωση, η οποία αποτελεί -σύμφωνα με τους εμπλεκόμενους σε αυτή- συνέχεια της πρώτης, γενικής έρευνας ανίχνευσης της σχέσης των (ενηλίκων) αναγνωστών με τα βιβλία και την ανάγνωση. Η συγκεκριμένη, επιμέρους έρευνα, επικεντρώθηκε στα παιδιά και τις δικές τους συνήθειες. Το δείγμα αποτέλεσαν συνολικά 500 γονείς οικογενειών, που διαμένουν στην Αττική και που ανήκουν σε διαφορετικές κοινωνικές ομάδες και κοινωνικά ετερογενείς περιοχές.

Ο καθηγητής Κοινωνιολογίας στο Τμήμα Επικοινωνίας και ΜΜΕ του ΕΚΠΑ Νίκος Παναγιωτόπουλος που ηγήθηκε της έρευνας

Στις συνεντεύξεις και τις ερωτήσεις απάντησαν κατά 85% άντρες, σε αντίθεση με ένα μόνο 15% που είναι γυναίκες. Από αυτούς το 66,7% είναι ηλικίας κάτω των 45 ετών, παντρεμένοι ή σε συμβίωση (88,8%), απόφοιτοι ΑΕΙ/ΤΕΙ (69,1%), που κατά ένα μεγάλο ποσοστό (45,5%) είναι κατώτεροι μάνατζερ/επαγγελματίες, ανώτεροι επόπτες/υπάλληλοι/τεχνικοί (12,5% ήταν μεγάλοι εργοδότες, ανώτεροι επαγγελματίες, 13,3% μικροί εργοδότες και αυτοαπασχολούμενοι, κατώτεροι τεχνικοί/επόπτες και 7,6% χειρωνάκτες, κατώτεροι υπάλληλοι/εργάτες/τεχνικοί).

Στα ευρήματα της έκθεσης συμπεριλαμβάνονται στοιχεία όπως ότι η ηλικία του παιδιού (6-7 ετών/ 8-10 ετών/ 11-12 ετών) εμφανίζεται να συμβάλλει στη συχνότητα της αναγνωστικής πρακτικής με τη σειρά που μόλις αναφέρθηκε, η οικογενειακή κατάσταση των γονιών φάνηκε να επιδρά πολύ λιγότερο σε σχέση με τους άλλους παράγοντες, ενώ ως προς το μορφωτικό επίπεδο των γονέων, η έρευνα έδειξε ότι υπάρχει ισχυρή σχέση μεταξύ αυτού και των στάσεων και πρακτικών των γονέων.

Με βάση τα ευρήματα φαίνεται να ισχύουν τα εξής σε γενικές γραμμές:

  • Τα παιδιά γονέων με ανώτερη μόρφωση έχουν πιο στενή σχέση με την ανάγνωση καθώς διαβάζουν περισσότερα βιβλία, περισσότερη παιδική λογοτεχνία, δανείζονται πιο συχνά βιβλία από φίλους ή συγγενείς, εγγράφονται πιο συχνά ως συνδρομητές σε παιδικά περιοδικά, βλέπουν περισσότερο τους γονείς τους να διαβάζουν και εκτίθενται λιγότερο στην τηλεόραση και σε λοιπές οθόνες.
  • Επίσης, οι γονείς με ανώτερη μόρφωση αγοράζουν βιβλία στα παιδιά τους, μιλούν περισσότερο μαζί τους γι’ αυτά, τους διαβάζουν ιστορίες και παραμύθια σε εντονότερο βαθμό, ενώ τους επιτρέπουν και να διαβάζουν βιβλία που είναι για μεγαλύτερες ή μικρότερες ηλικίες.
  • Σε ό,τι αφορά τα μεγαλύτερα παιδιά (11-12 ετών) φαίνεται να κάνουν πιο συχνά και περισσότερα ιδιαίτερα μαθήματα στο σπίτι, διαβάζουν συνήθως 1 έως 5 βιβλία το έτος, διαβάζουν περισσότερη παιδική λογοτεχνία, αλλά όχι τόσο για διασκέδαση όσο οι άλλες ηλικίες, ενώ εκτίθενται περισσότερο σε οθόνες πλην τηλεόρασης από τα παιδιά των άλλων ηλικιακών κατηγοριών. Παράλληλα, οι γονείς τους θεωρούν ότι διαβάζουν λιγότερο από τις άλλες ηλικίες, τους αγοράζουν βιβλία και επιβλέπουν τι διαβάζουν σε μικρότερο βαθμό, ενώ παίζουν παιχνίδια λέξεων μαζί τους και τους ενθαρρύνουν να διαβάζουν πράγματα στον δρόμο λιγότερο σε σύγκριση με τα παιδιά των άλλων δύο ηλικιακών κατηγοριών.
  • Τα παιδιά που οι γονείς τους με καταγωγή από την περιφέρεια είναι πιο πιθανό να διαβάζουν πάνω από δέκα βιβλία τον χρόνο, ενώ τα παιδιά γονέων από το εξωτερικό λιγότερο. Οι γονείς από την περιφέρεια, επίσης, φαίνεται να θεωρούν ότι τα παιδιά τους διαβάζουν περισσότερο, τους αγοράζουν πιο συχνά βιβλία, τα οποία και σχολιάζουν περισσότερο -αλλά και μιλάνε για αυτά, δίνουν περισσότερη σημασία στην εντατική ανάγνωση και παροτρύνουν περισσότερο τα παιδιά τους να διαβάζουν, ενώ τους διαβάζουν και πιο συχνά ιστορίες και παραμύθια.
Από αριστερά: Αβα Χαλκιαδάκη, Πάνος Χριστοδούλου, Βασιλική Νίκα, Γιάννης Πανταζόπουλος – αρχισυντάκτης της Lifo, Μαρίζα Ντεκάστρο και Νίκος Παναγιωτόπουλος

Αξιζει να σημειωθεί ότι πολλές φορές, τόσο στην παρουσίαση όσο και στην ίδια την έρευνα και τη σύνοψη αυτής που είναι διαθέσιμη στον ιστότοπο του ΟΣΔΕΛ, αναφέρεται η φράση “πολιτισμικό κεφάλαιο“. Σύμφωνα με τον Γάλλο κοινωνιολόγο Pierre Bourdieu ως πολιτισμικό κεφάλαιο ορίζεται “το σύνολο των πνευματικών, κατά κύριο λόγο, στοιχείων, όπως γνώσεις, στάσεις, δεξιότητες, που το νεαρό άτομο αποκτά από το άμεσο οικογενειακό του περιβάλλον και διαφοροποιείται ανάλογα με την κοινωνική τάξη προέλευσης“. Οι γονείς λοιπόν με ισχυρό πολιτισμικό κεφάλαιο και άρα ανώτερη κοινωνική ομάδα προέλευσης, σε ό,τι αφορά το παιδικό βιβλίο και τις επιλογές των παιδιών τους, δεν αποδέχονται τα διδακτικά βιβλία και τα θεωρούν ως μη σοβαρά ως και άχρηστα, σε αντίθεση με τους γονείς που προέρχονται από τις λαϊκές τάξεις και έχουν ασθενές πολιτισμικό κεφάλαιο, για τους οποίους η επιλογή των βιβλίων που διαβάζουν τα παιδιά τους παραπέμπει κυρίως σε πρακτικές πληροφορίες, η ανάγνωση γίνεται μόνο για πρακτικούς λόγους και όχι για ψυχαγωγία, ενώ θεωρείται αναγκαίο από τους γονείς να γίνεται εύκολα αντιληπτή από τα παιδιά η ηθική των ιστοριών.

Συμπεράσματα και κάποιες σκέψεις

Και ενώ τόσο ευρήματα όσο και τα συμπεράσματα της έρευνας έχουν ενδιαφέρον και αξίζει όλοι να τα διαβάσουμε προσεχτικά (υπάρχουν δε κάποια που θα σας εκπλήξουν θετικά), στέκομαι κυρίως στον τρόπο που η έρευνα προσεγγίζει την ανάγνωση, περισσότερο ως επίκτητη ικανότητα και μέσο επαγγελματικής εξέλιξης, παρά ως μέσο απόκτησης γνώσης και κυρίως ως μέσο ψυχαγωγίας. Το λεκτικό που χρησιμοποιεί η καμπάνια του ΟΣΔΕΛ για το Παιδί και το Βιβλίο είναι σαφές και φαίνεται να συνδέει την ανάγνωση μόνο με την επαγγελματική εξέλιξη: Ξέρεις να διαβάζεις; Ξέρεις να κάνεις τη ζωή σου καλύτερη. Καλύτερη ως προς τι; Το βιοτικό επίπεδο, τις πανεπιστημιακές και επαγγελματικές επιλογές, την οικονομική άνοδο; Και πού είναι η ανάγνωση ως ψυχαγωγία; Άρα μιλάμε για μια έρευνα που δεν εξετάζει την αναγνωστική συμπεριφορά των παιδιών, αν, τι, πόσα βιβλία και γιατί επιλέγουν να τα διαβάσουν ή τα απορρίπτουν, όσο αν έχουν καταφέρει να αποκτήσουν την αναγνωστική ικανότητα και με ποιον τρόπο (από το σχολείο ή το σπίτι).

Αυτό που προκαλεί ενδιαφέρον είναι πως οι ερωτήσεις για τις σχέσεις παιδιών-βιβλίων απευθύνθηκαν σε ενήλικες και όχι στα ίδια τα παιδιά, όπως τόνισε και η Μαρίζα Ντεκάστρο, λέγοντας πως ουσιαστικά μιλάμε εξ ονόματός τους, με αυτά απόντα. Πόσο διαφορετικά θα ήταν τα αποτελέσματα αν είχαμε τις απόψεις των ίδιων των παιδιών, με μια έρευνα που θα απευθυνόταν σε μαθητές α΄βαθμιας εκπαίδευσης μέσα στα σχολεία τους; Οι γονείς πολύ πιθανώς να μην γνωρίζουν στο 100% τις αναγνωστικές προτιμήσεις των παιδιών τους, να κάνουν άθελά τους τις δικές τους προβολές, άρα θεωρώ πως χάνεται και η ουσία, να γνωρίσουμε δηλαδή την πραγματική αναγνωστική συμπεριφορά των παιδιών.

Από εκεί και πέρα, αίσθηση προκαλεί καταρχάς το μέγεθος του δείγματος (μόνο 500 οικογένειες), ο τόπος διαμονή τους (μόνο στην Αττική) και το ότι κατά 85% απάντησαν άντρες, ενώ όσοι βρίσκονται στον χώρο του βιβλίου, και ειδικά του παιδικού, γνωρίζουν ότι στη συντριπτική πλειονότητα οι γυναίκες είναι αυτές που συνήθως ασχολούνται τόσο με την αγορά ή και τον δανεισμό βιβλίων, αλλά και με την επαφή των παιδιών τους με αυτά και αυτό φαίνεται και από αρκετές από τις συνεντεύξεις των συμμετεχόντων στην έρευνα (επισημαίνουν τη μητέρα ως τον παράγοντα που τους έδειξε τι σημαίνει βιβλία και ανάγνωση).

Και ενώ αναφέρεται μεταξύ άλλων στις προτάσεις της ερευνητικής ομάδας η ανάγκη για αλλαγή του εκπαιδευτικού συστήματος, δεν αναφέρονται πουθενά ούτε ότι η ριζική αυτή αλλαγή θα πρέπει να δημιουργήσει ένα συμπεριληπτικό εκπαιδευτικό σύστημα, ούτε οι βιβλιοθήκες και ο ουσιαστικός ρόλος τους στην ανάγνωση (ως ψυχαγωγία, απόκτηση γνώσης και όχι μόνο ως εξάσκηση ικανότητας), κάτι που τόνισε και η πρόεδρος του Διεπιστημονικού Σωματείου “Διαβάζοντας Μεγαλώνω” κ. Άβα Χαλκιαδάκη από το πάνελ στο οποίο συμμετείχε (από το 52:27 και μετά) και παίρνοντας τον λόγο για να σχολιάσει τα αποτελέσματα της έρευνας.

Στέκομαι και στις παρατηρήσεις που έκαναν και τρεις συγγραφείς παιδικής λογοτεχνίας που παραβρέθηκαν στην παρουσίαση: ο Αντώνης Παπαθεοδούλου που ρώτησε για το αν τελικά υπάρχει ανάγκη δημιουργίας πολιτικής για το βιβλίο και αν ναι προς τα πού πρέπει να κατευθυνθεί, ερώτηση ουσιαστική μιας και από τη στιγμή που το ΕΚΕΒΙ διαλύθηκε κανένας φορέας δεν έχει συνεχίσει το σπουδαίο έργο του, ο Βαγγέλης Ηλιόπουλος που εξέφρασε την απορία για το πού απευθύνεται τελικά αυτή η έρευνα, στους δημιουργούς, τους εκδόστες, την Πολιτεία και στην τελική ποιοι έχουν λάβει γνώση των αποτελεσμάτων αυτής και τι προτίθενται να κάνουν και τέλος η Μαρία Παπαγιάννη που έθεσε στο επίκεντρο της συζήτησης το θέμα της καμπάνιας που αντιμετωπίζει όπως είπαμε την ανάγνωση ως εργαλείο και όχι ως μέσω ψυχαγωγίας και κυρίως όχι ως μέσο που θα προσδώσει στο άτομο ελευθερία. Προσθέτω τώρα και μία δική μου, που έχει να κάνει με την εγγραφή των παιδιών ως συνδρομητές σε παιδικά περιοδικά και βάζω ένα μεγάλο ερωτηματικό, καθώς απ’ όσο γνωρίζω δεν υπάρχουν στην Ελλάδα παιδικά περιοδικά, συνδρομητικά ή μη. Άρα θεωρώ πως η ερώτηση απαντήθηκε θετικά μόνο από τους ανθρώπους που έχουν καταγωγή από το εξωτερικό και ίσως κρατούν με τις συνδρομές αυτές δεσμούς με τη χώρα γέννησης των μελών της οικογένειας και τη γλώσσα της χώρας αυτής. Στη δε απάντηση που έδωσε ο κ. Παναγιωτόπουλος στον κ. Παπαθεοδούλου (από το 1:50:29 και μετά) αυτό που ειπώθηκε ήταν ότι ναι μεν έχει νόημα να υπάρξει πολιτική βιβλίου, αρκεί οι συγγραφείς κυρίως να μην καθολικοποιούν μέσα από τα έργα τους τη δική τους σχέση με την κουλτούρα και τα βιβλία που παράγουν να μην απευθύνονται μόνο στα άτομα με ισχυρό πολιτισμικό κεφάλαιο, αλλά η φόρμα τους να είναι τέτοια που να είναι συγγενής του επιπέδου των ατόμων που προέρχονται από τις χαμηλές κοινωνικοοικονομικές ομάδες, ώστε να τα καταλαβαίνουν. Άρα μιλάμε για βιβλία δύο ταχyτήτων, για πολιτισμό δύο ταχυτήτων, αντί η πολιτική αυτή να είναι συμπεριληπτική και μία για όλους από την αρχή της ζωής των παιδιών. Και πώς θα το επιτύχουμε αυτό; Με τις βιβλιοθήκες, εκεί όπου υπάρχουν όλων των ειδών τα βιβλία (και καλά και κακά, διδακτικά και μη, αισθητικά άρτια και όχι τόσο, λαΐκά και εκλεπτυσμένα) και η πρόσβαση είναι ελεύθερη σε όλους, ανεξαρτήτως κοινωνικοοικονομικών ομάδων.

Η έρευνα από μόνη της έχει μεγάλη σημασία, καθώς όπως προείπαμε είναι η πρώτη που αφορά το παιδί και το βιβλίο μετά από πολλά χρόνια, όμως δεν έδωσε νέα στοιχεία. Ίσα ίσα που τελικά απλώς επιβεβαίωσε αυτά που ξέρουμε δεκατίες τώρα, τόσο για την ανάγνωση όσο και την εκπαίδευση στην Ελλάδα, η οποία σε καμία περίπτωση δεν παρέχει ισότιμη πρόσβαση στη γνώση σε όλα τα παιδιά ανεξαιρέτως και πως ο πολιτισμός, παρά τα όσα έλεγε η Μυρσίνη Ζορμπά, παραμένει ταξικός. Δεν μπορώ να πω επίσης με σιγουριά πως έδωσε λύσεις μέσω των προτάσεών της. Η δυσπιστία αυτή μπορεί να προέρχεται ίσως γιατί κάποιοι από τους ανθρώπους του χώρου ανήκουν στους αισιόδοξους και τους ρομαντικούς, που θεωρούν το βιβλίο πόρτα στον κόσμο της γνώσης και της ψυχαγωγίας και ότι ένα μεγάλο μέρος της αλλαγής μπορεί να έρθει μέσα από τις βιβλιοθήκες, σχολικές, δημοτικές, δημόσιες, δηλαδή τους πιο δημοκρατικούς χώρους που υπάρχουν, όπως ορθά τους χαρακτήρισε και η κ. Χαλκιαδάκη.

Στα δικά μου – απαίδευτα στην κοινωνιολογική προσέγγιση και ορολογία – μάτια, τα ευρήματα της έρευνας δημιουργούν από τη μία μεγάλα ερωτήματα ως προς την πραγματικότητα της κατάστασης και από την άλλη θυμό για το ταξικό του πράγματος. Η εμμονή στο ισχυρό πολιτισμικό κεφάλαιο και η σύνδεσή του με την οικονομική επιφάνεια ή/και το κοινωνικό επίπεδο του καθενός είναι σίγουρο ότι αποτελεί μια πραγματικότητα, μας επιβεβαίωνει όμως ότι – όπως άλλωστε αναφέρεται στο συνοδευτικό κείμενο της έρευνας – το πολιτισμικό κεφάλαιο πάει στο πολιτισμικό κεφάλαιο, οι ανώτεροι επαγγελματίες, με οικονομική επιφάνεια έχουν εκτεθεί περισσότερο στον πολιτισμό, σε αντίθεση με άλλες κοινωνικοοικονομικές ομάδες που δεν έχουν ίσες ευκαιρίες και δεν θα αποκτήσουν ποτέ, αφού επιλέγουμε εκ προοιμίου να τους αποκλείουμε, θεωρώντας τους μη ικανούς να κατανοήσουν.

Επειδή ανέφερα παραπάνω τη Μυρσίνη Ζορμπά, έχει νόημα να θυμηθούμε τι είχε πει στον λόγο της κατά την παραλαβή του υπουργείου Πολιτισμού τον Αύγουστο του 2018: “Δεν μπορώ να δω τον πολιτισμό σαν ανωτερότητα κάποιων απέναντι σε άλλους, σαν πολυτέλεια, σαν βιτρίνα, σαν ανταγωνιστικό κατόρθωμα, αλλά σαν ανθρώπινη καλλιέργεια, διεργασία, σχέση και διάλογο με τους άλλους, δημιουργικότητα, φαντασία αλλά και προσπάθεια για τη βελτίωση της καθημερινής ζωής. […] Ο πολιτισμός έχει ξεπεράσει πια την παλιά αντίληψη να θεωρείται πλέον προνόμιο κι έχει γίνει δικαίωμα των πολιτών. Οι ανισότητες πρόσβασης στα αγαθά του πολιτισμού και οι διακρίσεις δηλητηριάζουν τις κοινωνίες μας“. Οταν μια έρευνα για την ανάγνωση και το παιδί συνδέει τις ευκαιρίες όλων μας να εκτεθούμε στον πολιτισμό με την κοινωνικοοικονιμική ομάδα στην οποία ανήκουμε, τότε καταλαβαίνουμε ότι τα παιδιά των ευάλωτων και χαμηλών κοινωνικά και οικονομικά ομάδων μπορούν να ξεχάσουν την οποιαδήποτε επαφή με αυτόν. Ο πολιτισμός φαίνεται να μην τους ανήκει. Και αυτό για μένα είναι όχι μόνο λυπηρό, με θυμώνει και πάει αντίθετα σε όλα όσα μου έχει μάθει το βιβλίο και ο κόσμος του χρόνια τώρα και πιστεύω ακράδαντα.

Ναι, ας κοιτάξουμε την αλλαγή του εκπαιδευτικού συστήματος, είναι απολύτως βέβαιο ότι χρειάζεται ριζική αλλαγή, αλλά ας δούμε και με ποιον τρόπο θα προσφέρει η Πολιτεία εύκολη και ανεμπόδιστη πρόσβαση όλων των παιδιών και όλων μας γενικώς στη γνώση και άρα ελεύθερη πρόσβαση σε βιβλιοθήκες, δημοτικές, δημόσιες και κυρίως σχολικές. Ας μετατρεψουμε τον θυμό μας για την παντελή απουσία πολιτικής για το βιβλίο και τους δημιουργούς του, τον ταξικό διαχωρισμό του πολιτισμού και την απαξίωσή του από τους πολιτικά υπεύθυνους σε μοχλό πίεσης που θα θέσει τις βάσεις, ώστε τα πράγματα να αρχίσουν να κινούνται προς μιαν άλλη κατεύθυνση, εκεί που ο πολιτισμός ανήκει σε όλους ανεξαρτήτως προέλευσης, καταγωγής και στάτους και δεν προάγεται η ανάγνωση μόνο ως εργαλείο κοινωνικοοικονομικής ανέλιξης, αλλά ως βασικό εφόδιο ζωής, που δημιουργεί ικανούς, με κριτική σκέψη, ελεύθερους ανθρώπους.

,

ΜΟΙΡΑΣΕ ΤΟ