Πώς και πότε κάνουμε μεγαλόφωνη ανάγνωση στην τάξη

Μια συχνή ερώτηση είναι “πώς και πότε κάνουμε μεγαλόφωνη ανάγνωση στην τάξη;”. Κυρίως πού βρίσκουμε τον χρόνο και πώς η ώρα της ανάγνωσης δεν «αποβαίνει εις βάρος της ύλης». Η αλήθεια είναι πως δεν υπάρχει συγκεκριμένη συνταγή σερβιρίσματος.

Το βιβλίο μπορεί να είναι «ορεκτικό», «κυρίως γεύμα» ή «επιδόρπιο» ανάλογα με το τι θέλει να πετύχει κανείς, ανάλογα με τη διάθεση της τάξης ή κάποιο σημαντικό γεγονός, ευχάριστο ή δυσάρεστο, που έχει αλλάξει την καθημερινότητά της. Μπορεί ακόμη να είναι μια «μπουκίτσα» ίσα για να γλυκαθεί κανείς…

Για να μιλήσουμε πιο πρακτικά και «δασκαλίστικα», μπορούν κάποια από τα κείμενα των σχολικών βιβλίων να αντικατασταθούν από βιβλία της Βιβλιοθήκης, λογοτεχνικά, γνώσεων ή άλλα. Η Γραμματική, το Συντακτικό και το «Σκέφτομαι και γράφω» – εγώ προτιμώ το «Δημιουργική γραφή»- μπορεί να γίνει κάλλιστα μέσα από τα κείμενα αυτά. Το μυστικό είναι να προκύψουν αβίαστα και όχι να διαβάζει κανείς ένα βιβλίο για να διδάξει ένα συγκεκριμένο γραμματικό φαινόμενο. Τα παιδιά το προτιμούν καθώς η αποσπασματικότητα των κειμένων στα σχολικά βιβλία, με εξαίρεση τα ανθολόγια, τελικά τα απομακρύνουν από  τη μαγεία της ανάγνωσης. Δεν τους αφήνουν χώρο να σκεφτούν παραπάνω, να μπουν στη θέση των ηρώων, να νιώσουν αγωνία για το τι θα γίνει στη συνέχεια. Στην περίπτωση αυτή το βιβλίο λειτουργεί ως «κυρίως πιάτο». Όλα γυρίζουν γύρω από αυτό. Με τον τρόπο αυτό μπορεί να διαβαστεί σε μία τάξη ένα πολυσέλιδο βιβλίο, όπως «Ο τυφλοπόντικας» του Filippe Barbeau, ή «Το χάρισμα της Ήβης» του Matt Haig. Κάποτε, σε μια από τις αποκαλούμενες «δύσκολες» τάξεις και, ενώ όλα όσα είχα δοκιμάσει είχαν αποτύχει, η λύση δόθηκε τυχαία μέσα από ένα βιβλίο. Όταν άφησα στην άκρη το σχολικό βιβλίο και άρχισα να διαβάζω, πιο πολύ για μένα, το βιβλίο της Σοφίας Μαντουβάλου «Η δασκάλα που το κεφάλι της έγινε καζάνι», όλα βρήκαν τον δρόμο τους. Μέσα από αυτό γνωρίσαμε καλύτερα ο ένας τον άλλον, μάθαμε να ακούμε, χτίσαμε λιθαράκι λιθαράκι την εμπιστοσύνη, την ενσυναίσθηση, την ομάδα. Μέχρι το τέλος του βιβλίου τα παιδιά που δεν ήθελαν να ακούσουν  για γραπτό λόγο έγραφαν με πάθος για κάτι που αγαπούσαν.

Ως ορεκτικό σερβίρεται ένα βιβλίο όταν μας βοηθά, πέρα από την απόλαυση της ανάγνωσης, να μπούμε σε ένα θέμα. Δεν υπάρχει περίπτωση να ξεκινήσω πρόγραμμα Σεξουαλικής Αγωγής στη Βιβλιοθήκη ή στην τάξη χωρίς να διαβάσουμε πρώτα το υπέροχο βιβλίο της Ingrid  Chabbert «Η μέρα που μεταμορφώθηκα σε πουλί» (εκδ. Πατάκη). Για να μιλήσω για τις αλλαγές που σηματοδοτεί η εφηβεία, για την απομόνωση ή τον αποκλεισμό θα διάλεγα την «Ησυχία!» της Claire Celine (εκδόσεις Μιρκή Σελήνη). Ως «επιδόρπιο» πάλι μπορεί να διαβαστεί ένα βιβλίο στο κλείσιμο μιας μέρας ή μετά την ολοκλήρωση μιας δράσης ή ενός project, ως επιστέγασμα όσων ειπώθηκαν.

Ένα βιβλίο διαβάζεται σαν «μπουκίτσα» όποτε νιώθει κανείς ότι το χρειάζεται. Οι «δώδεκα μικρές ιστορίες» του Βασίλη Παπατσαρούχα (Κόκκινη Κλωστή Δεμένη) ή το βιβλίο της Ροδούλας Παππά «Στη μύτη του κουταβιού μια ακριδούλα» (Εκδόσεις Νεφέλη) θα μπορούσαν να διαβαστούν έτσι. Ωστόσο κάθε βιβλίο από αυτά μπορεί να διαβαστεί διαφορετικά σε κάθε περίσταση.

Με όποιον τρόπο κι αν διαβάζεται στην τάξη μεγαλόφωνα ένα βιβλίο, δημιουργεί ένα κουκούλι ασφάλειας όπου χωράνε και ακούγονται όλοι άσχετα από τις δεξιότητες ή τις αδυναμίες τους. Κι όταν κανείς νιώθει ασφαλής και χαρούμενος, όχι μόνο μαθαίνει καλύτερα αλλά διδάσκει και καλύτερα.

ΜΟΙΡΑΣΕ ΤΟ

Διαβάστε ακόμα