
Το 2025 ήταν μια εξαιρετικά παραγωγική χρονιά για τη Βασιλική Νίκα. Μετάφρασε το βιβλίο του Mac Barnett και είδε δύο δικά της, ένα που αφορά γονείς κι ένα για παιδιά – το πρώτο της εικονογραφημένο – να κυκλοφορούν στα βιβλιοπωλεία. Η Βασιλική Νίκα έχει ένα εξαιρετικά πλούσιο βιογραφικό, πίσω από το οποίο κρύβεται μια αναγνώστρια που εξακολουθεί να γοητεύεται από τις λέξεις όπως όταν ήταν παιδί. Στη συζήτηση με τη Φωτεινή Αβδελλή αποκαλύπτει γιατί η ανάγνωση είναι μια πράξη φροντίδας, πώς γεννήθηκε η επιθυμία να μιλήσει στους μεγάλους για τα βιβλία των μικρών και πώς ένα παιδικό βιβλίο μπορεί να γίνει καταφύγιο.
Είστε συγγραφέας και μεταφράστρια κι αν κάποιος κάνει μία αναζήτηση στο Διαδίκτυο θα μάθει ότι σπουδάσατε παιδαγωγικά και μεταφρασεολογία, είστε διδάκτωρ Κοινωνικής Ψυχολογίας του Παντείου Πανεπιστημίου και διδάσκετε στο Παιδαγωγικό Τμήμα Δημοτικής Εκπαίδευσης του ΕΚΠΑ. Πείτε μας για εσάς κάτι που όσο κι αν ψάξει κάποιος δεν θα το βρει.
Κάτι που δεν θα βρει κάποιος στο βιογραφικό μου είναι ότι εξακολουθώ να διαβάζω όπως όταν ήμουν παιδί: με μια σχεδόν τελετουργική προσήλωση. Έχω πάντα ανάμεσα στις σελίδες ένα μολύβι, όχι για να υπογραμμίζω αλλά για να σημειώνω στο πλάι όσα σκέφτομαι καθώς διαβάζω. Επίσης, ότι διαβάζω διαφορετικά βιβλία ταυτόχρονα (δοκίμια, επιστημονικά…) χωρίς αυτό να μου δημιουργεί σύγχυση, αλλά ένα μόνο βιβλίο λογοτεχνίας κάθε φορά. Αυτό νομίζω ότι δεν το έχω μοιραστεί ποτέ μέχρι σήμερα και σίγουρα δεν θα το βρείτε στο βιογραφικό μου.
Πώς ξεκίνησε η ενασχόλησή σας με τη μελέτη θεμάτων γύρω από το παιδικό βιβλίο; Υπήρξε κάποιο γεγονός που σας καθόρισε;
Η σχέση μου με τη μελέτη του παιδικού βιβλίου γεννήθηκε μέσα στη σχολική τάξη. Ως δασκάλα, από την πρώτη κιόλας χρονιά, μοιράστηκα με τους μαθητές και τις μαθήτριές μου τη δική μου αγάπη για τη λογοτεχνία. Έφερνα βιβλία από το σπίτι και τα δάνειζα ή κάποια τα διάβαζα μεγαλόφωνα εγώ. Παρατηρούσα λοιπόν πόσο άλλαζε η ατμόσφαιρα και η δυναμική της τάξης μου όταν ανακάλυπταν τη μαγεία της ανάγνωσης. Διαπίστωσα επίσης πόσο άλλαζε η σχέση μου με τα παιδιά μέσα από τις κοινές μας αναγνώσεις. Εκείνη την εποχή, ήταν πραγματική αποκάλυψη για μένα: οι ιστορίες είχαν τη δύναμη να μας φέρνουν πιο κοντά, να προκαλούν βαθιές σκέψεις και να εμπνέουν. Πολύ σημαντικές ήταν επίσης και οι συζητήσεις που έκανα για χρόνια με φίλους που γνωρίζουν βαθιά το πεδίο ή μέσα από την ενασχόλησή μου με την ΙΒΒΥ. Οπότε, δεν μπορώ να πω ότι υπήρξε ένα γεγονός που με καθόρισε, αλλά υπήρξαν εκατοντάδες στιγμές που μου πρόσφεραν πολλά ερεθίσματα και με οδήγησαν σε μια συνειδητή μελέτη του παιδικού βιβλίου.
Έχετε έγνοια για τους εκπαιδευτικούς και την καλλιέργεια της αγάπης των παιδιών για τα βιβλία. Σας έχω ακούσει να λέτε πως «οι εκπαιδευτικοί είναι οι διαμεσολαβητές και ο ρόλος τους έχει μεγάλη αξία στην επαφή του παιδιού με το βιβλίο». Μιλήστε μας για αυτό τον ρόλο του δασκάλου. Πόσο εύκολος είναι στο υπάρχον εκπαιδευτικό σύστημα;
Οι εκπαιδευτικοί είναι οι άνθρωποι που ανοίγουν τον κόσμο του βιβλίου στο παιδί. Ένα βιβλίο μπορεί να υπάρχει σε μια σχολική βιβλιοθήκη ή σε μία έδρα διδασκαλίας, αλλά χωρίς τον δάσκαλο ή τη δασκάλα που το πιστεύει και το αγαπά δεν ενεργοποιείται πραγματικά. Η διαμεσολάβηση αυτή δεν είναι απλώς μια τεχνική, είναι μια στάση. Είναι ο τρόπος με τον οποίο η δασκάλα ή ο δάσκαλος δημιουργεί χρόνο και χώρο μέσα στην ημέρα, για να γίνει η ανάγνωση μια κοινή εμπειρία. Δεν είναι εύκολο στο σημερινό εκπαιδευτικό σύστημα, όλοι το γνωρίζουμε αυτό. Υπάρχει η πίεση της ύλης, οι πολλαπλές απαιτήσεις, η έλλειψη χρόνου, η απίστευτη γραφειοκρατία, ένα διαρκές μπες-βγες από την αίθουσα, που δυσκολεύουν αυτή τη διαδικασία. Κι όμως, έχω γνωρίσει εκπαιδευτικούς που, με τη δική τους αποφασιστικότητα, καταφέρνουν να δημιουργούν μικρές νησίδες ανάγνωσης και να μεταμορφώνουν τον τρόπο με τον οποίο τα παιδιά σχετίζονται με τα βιβλία. Αυτό δείχνει ότι όταν υπάρχει πίστη στην αξία της ανάγνωσης, ακόμη και το δύσκολο γίνεται δυνατό.
Αν μπορούσατε να αλλάξετε ένα πράγμα στην ελληνική εκπαίδευση, ποιο θα ήταν;
Θα δημιουργούσα περισσότερο αργό χρόνο και θα ενίσχυα τον ανθρωπιστικό ρόλο της εκπαίδευσης. Στο σχολείο σήμερα υπάρχει μια αίσθηση διαρκούς βιασύνης: η ύλη, οι μαθησιακοί στόχοι, η γραφειοκρατία, τα διδακτικά αντικείμενα που προστίθενται χωρίς λόγο πολλές φορές. Όμως, η βαθιά μάθηση επιτυγχάνεται χωρίς βιασύνη, στον αργό χρόνο, μέσα από συζήτηση, ανταλλαγή, ανάγνωση, προσωπική σκέψη. Θα ήθελα ένα σχολείο όπου οι μαθητές και οι εκπαιδευτικοί να μπορούν να σταθούν για λίγο, να αναπνεύσουν και να συζητήσουν. Μικρότερο βάρος στην ποσότητα, μεγαλύτερη έμφαση στην ουσία.
Σχετικά πρόσφατα μεταφράσατε και το βιβλίο του MacBarnett Η μυστική πύλη- Γιατί τα βιβλία για παιδιά είναι πολύ σοβαρή υπόθεση. Πείτε μας δυο λόγια για τη συνάντησή σας με τον συγγραφέα και το έργο του. Τι σήμαινε για εσάς η μετάφραση αυτού του έργου και πώς προέκυψε η ιδέα να μεταφραστεί και στα ελληνικά;
Τον Μπαρνέτ τον γνώριζα μέσα από το έργο του, ως συγγραφέα παιδικών βιβλίων. Η Μυστική Πύλη είναι το μοναδικό βιβλίο του που απευθύνεται σε ενήλικες. Την εποχή που συναντήθηκα με το βιβλίο αυτό, είχα σχεδόν ολοκληρώσει το δικό μου και με ενδιέφερε να διαβάζω οτιδήποτε σχετικό. Ο κύριος λόγος που ήθελα να μεταφραστεί στα ελληνικά ήταν γιατί ο Μπαρνέτ λέει με πολύ ωραίο τρόπο όλα αυτά που πολλοί από εμάς σκεφτόμαστε για τα βιβλία που απευθύνονται στα παιδιά και ίσως δεν είχαμε την ευκαιρία να τα πούμε. Το διάβασα μονορούφι και ευτυχώς που υπάρχει η Έλενα Πατάκη, ένας άνθρωπος που αγαπάει βαθιά και τα παιδιά και τα βιβλία, η οποία αμέσως κατάφερε να αποκτήσει τα δικαιώματα και να μου αναθέσει τη μετάφραση. Θα ήθελα πολύ αυτό το βιβλίο να διαβαστεί από όλους και όλες.

Τι ήταν αυτό που σας προκάλεσε να γράψετε ένα βιβλίο που θα μιλάτε στους μεγάλους για τα βιβλία των μικρών;
Η αρχική ιδέα είχε γεννηθεί πολύ νωρίτερα, μέσα από γενικές συζητήσεις με την Έλενα Πατάκη, την οποία -και για αυτό- την ευχαριστώ. Η αλήθεια είναι ότι αν δεν με είχε πιέσει, αυτές οι σκέψεις θα είχαν μείνει ακόμη στο μαύρο σημειωματάριο που κρατώ όλο το υλικό που αφορά στην εκπαίδευση και την ανάγνωση. Επειδή συνηθίζω να λέω ότι οι γονείς για ένα σωρό πράγματα «ή εμπιστεύονται ή εκπαιδεύονται» σκέφτηκα να απευθυνθώ σε όσους θέλουν να «εκπαιδευθούν». Στο σχολείο ή στα επιμορφωτικά σεμινάρια συναντούσα συχνά γονείς (που πολλές φορές ήταν ταυτόχρονα και εκπαιδευτικοί) οι οποίοι ένιωθαν ντροπή, ενοχές, πίεση ή ακόμη και αβεβαιότητα σχετικά με την ανάγνωση και τα βιβλία. Πολλοί αισθάνονταν ότι «κάτι κάνουν λάθος» οι ίδιοι και για αυτό το «το παιδί τους δεν αγαπά τα βιβλία». Ήθελα να τους δείξω μια άλλη πλευρά της ανάγνωσης. Να τους πω ότι η ανάγνωση είναι μια μορφή φροντίδας, ότι δεν χρειάζεται να είναι τέλειοι, ούτε να ξέρουν τα πάντα. Απλώς χρειάζεται να είναι παρόντες. Το βιβλίο γράφτηκε ως μια πρόσκληση (και πρόκληση) προς τους μεγάλους να αφήσουν στην άκρη το άγχος και να ξαναβρούν τη χαρά της κοινής ανάγνωσης με τους μικρούς.
Μαζί με το βιβλίο σας Μιλώντας στους μεγάλους για τα βιβλία των μικρών, το βιβλίο του Μπαρνέτ και τα υπόλοιπα εκπαιδευτικά που έχετε γράψει δημιουργείται μια βιβλιογραφία που αφορά το βιβλίο για παιδιά και απευθύνεται σε ενήλικες, γονείς ή και εκπαιδευτικούς. Ποιο είναι το εκδοτικό κενό που είδατε και αποφασίσατε να καλύψετε με τις εκδόσεις αυτές;
Στην Ελλάδα έχουμε μια ευρεία και αξιόλογη ακαδημαϊκή βιβλιογραφία σχετικά με τα βιβλία για παιδιά και τους σημαντικούς δημιουργούς. Λείπουν όμως βιβλία που απευθύνονται στους ενήλικες (γονείς και εκπαιδευτικούς) και τα οποία εξηγούν απλά, ουσιαστικά, αλλά και επιστημονικά κατά έναν τρόπο, τι σημαίνει να μεγαλώνεις αναγνώστες. Κυκλοφορούν πια πολλά εξαιρετικά βιβλία για παιδιά, αλλά λιγότερα βιβλία που καθοδηγούν τον ενήλικα στο πώς να τα επιλέξει και πώς να συνδεθεί με το παιδί μέσα από αυτά. Το βιβλίο μου φιλοδοξεί να καλύψει αυτό το κενό: να δώσει γνώση και αυτοπεποίθηση στους μεγάλους.
Τι μπορεί να λειτουργήσει ως έμπνευση για τις ιστορίες των δικών σας βιβλίων; Πώς προέκυψε το θέμα του πρώτου σας εικονογραφημένου βιβλίου για παιδιά; Το Σκέψου κάτι όμορφο πριν κοιμηθείς είναι ένα βιβλίο που το έγραψα με τη σκέψη να λειτουργήσει ως ένας ήρεμος, στοργικός οδηγός χαλάρωσης, κάτι σαν meditation που ρίχνει σταδιακά την ενέργεια του παιδιού, λίγο πριν παραδοθεί σε έναν ήρεμο ύπνο. Ήθελα το βιβλίο να υπενθυμίζει στα παιδιά -αλλά και στους μεγάλους- τις όμορφες σκέψεις και τις μικρές χαρές που έζησαν μέσα στη μέρα, γιατί πολλές φορές, μικροί και μεγάλοι, χάνουμε αυτά τα καλά πράγματα μέσα στη βιασύνη. Το βιβλίο προσκαλεί το παιδί, αλλά και τον γονιό, να σταθεί μια στιγμή, να αναπνεύσει, να αναπολήσει όλα τα όμορφα που συνέβησαν μέσα στη μέρα και να επιτρέψει στη φαντασία του να το οδηγήσει απαλά προς τον ύπνο. Είναι μια μετάβαση από τη δραστηριότητα στη γαλήνη, μια τελετουργία ηρεμίας που βοηθά το παιδί να κλείσει τη μέρα του με ασφάλεια και ζεστασιά. Για μένα, είναι ένας τρυφερός τρόπος να πούμε στα παιδιά: «Δεν χρειάζεται να φοβάσαι να αφεθείς, κουβαλάς μέσα σου όλα τα όμορφα που έζησες σήμερα.»

Είστε υπεύθυνη δύο σειρών παιδικών βιβλίων στις εκδόσεις Πατάκη. Τι είναι αυτό που αναζητάτε σε ένα χειρόγραφο για “Χωρίς Σωσίβιο” ή “Στα Βαθιά”;
Αναζητούμε καλά βιβλία για «κακά» παιδιά! Αληθινές φωνές που δεν προσπαθούν να εντυπωσιάσουν, ούτε να υποδείξουν στο παιδί «τι πρέπει να κάνει». Θέλουμε ιστορίες που σέβονται τη νοημοσύνη και την ευαισθησία των παιδιών, που τα αντιμετωπίζουν ως ισότιμους αναγνώστες. Επίσης, αναζητούμε ιστορίες απλές, αλλά όχι απλοϊκές, χωρίς διδακτισμό, αλλά με βαθιά κατανόηση του παιδικού κόσμου. Όταν νιώσουμε ότι το χειρόγραφο έχει όλα αυτά, τότε ξέρουμε ότι αξίζει να προχωρήσει. Και είναι αλήθεια ότι μέχρι σήμερα έχουμε μικρά λογοτεχνικά διαμάντια και στις δύο σειρές.
Διδάσκετε στο μεταπτυχιακό πρόγραμμα Επιστήμες της Αγωγής και ειδικότερα στην κατεύθυνση «Ψυχοπαιδαγωγική της ανάγνωσης, φιλαναγνωσία και εκπαιδευτικό υλικό», του ΕΚΠΑ. Τι σημαίνει για τον «κόσμο» του βιβλίου και της φιλαναγνωσίας η ύπαρξη αυτού του προγράμματος σπουδών; Σε ποιες ανάγκες ή ελλείψεις θεωρείτε ότι απαντάει;
Είμαι ευγνώμων στον Καθηγητή Κωνσταντίνο Μαλαφάντη που είναι και ο Διευθυντής του Προγράμματος Μεταπτυχιακών Σπουδών «Επιστήμες της Αγωγής» γιατί μου εμπιστεύτηκε τη διδασκαλία μαθημάτων τα οποία θεωρώ πολύ σημαντικά. Η συγκεκριμένη ειδίκευση μας υπενθυμίζει ότι η ανάγνωση δεν είναι μόνο μια τεχνική δεξιότητα, αλλά και μία σύνθετη ψυχοπαιδαγωγική διαδικασία. Δίνει ιδιαίτερη βαρύτητα στα μαθήματα που αναδεικνύουν την αξία της φιλαναγνωσίας προσφέροντας μια επιστημονική βάση. Οι φοιτητές και οι φοιτήτριές μας έχουν την ευκαιρία να γνωρίσουν βαθύτερα την έρευνα, την παιδαγωγική πρακτική, τις ανάγκες της σχολικής τάξης και τον ρόλο της οικογένειας σε σχέση με την ανάγνωση και τη λογοτεχνία. Σε μια εποχή κυριαρχίας των οθονών και της ταχύτητας, είναι πολύτιμο να έχουμε εκπαιδευτικούς με μια βαθύτερη γνώση του πεδίου.
Αν η Κόκκινη Αλεπού τρυπώσει και ψαχουλέψει την βιβλιοθήκη σας, θα βρει βιβλία που έχετε «μισοδιαβάσει»; Που δεν έχετε καταφέρει να ολοκληρώσετε; Ή είναι όλα διαβασμένα μέχρι το τέλος ακόμα κι αυτά που δεν σας αρέσαν;
Βεβαίως και θα βρει! Η βιβλιοθήκη μου είναι γεμάτη βιβλία με μικρά σημειωματάκια, ξεχασμένους σελιδοδείκτες και μισοτελειωμένες ιστορίες. Δεν πιστεύω ότι πρέπει να διαβάζουμε τα πάντα μέχρι το τέλος. Τουλάχιστον εγώ δεν καταπιέζομαι να τελειώσω ένα βιβλίο που δεν μου αρέσει εκείνη τη στιγμή που το ανοίγω. Υπάρχουν βιβλία που περιμένουν να «μεγαλώσουμε» για να τα αγαπήσουμε, κάποια άλλα απλώς δεν τα ανοίξαμε στην κατάλληλη στιγμή. Η ανάγνωση δεν είναι αγώνας, είναι επικοινωνία, συνομιλία. Και όπως σε κάθε συνομιλία, κάποιες φράσεις μπορεί να μείνουν στη μέση μέχρι να είμαστε έτοιμοι να τις συνεχίσουμε.
Θέλουμε να μοιραστείτε μαζί μας το παιδικό ή εφηβικό βιβλίο που έχετε αγαπήσει, έχετε διαβάσει και έχετε ανοιγοκλείσει περισσότερο. Αυτό που ήταν το καταφύγιο σας και επιστρέφατε στην ανάγνωση του κάθε φορά που είχατε ή έχετε την ανάγκη να νιώσετε καλά.
Αν πρέπει να επιλέξω ένα, τότε αυτό το βιβλίο είναι Ο θησαυρός της Βαγίας της Ζωρζ Σαρή. Με τη Σαρή με συνδέουν πολλές συμπτώσεις που αφορούν πολλά βαθιά κομμάτια του εαυτού μου, αλλά ο λόγος που ξεχωρίζω αυτό το βιβλίο δεν είναι αυτός. Είναι γιατί το διάβασα παιδί και ακόμη θυμάμαι την αίσθηση της περιπέτειας, της παρέας, της καλοκαιρινής ελευθερίας που ξεδιπλωνόταν μέσα στις σελίδες του. Ακόμη και όταν πήγα στην Αίγινα ως ενήλικη πια είχα την αίσθηση ενός τόπου που επιστρέφεις ξανά και ξανά. Τότε δεν μπορούσα να ονομάσω αυτό που έκανε τον Θησαυρό της Βαγίας τόσο σημαντικό για μένα αλλά τώρα το ξέρω. Μου χάριζε μια σιγουριά ότι ο κόσμος μπορεί να παραμένει φωτεινός, οι φιλίες μπορούν να κρατήσουν για πάντα και ότι οι ιστορίες έχουν τη δύναμη να μας μεταφέρουν αλλού χωρίς ποτέ να κουνηθούμε από το σπίτι μας. Επέστρεψα πολλές φορές, σε διαφορετικές ηλικίες, και κάθε φορά μου θύμιζε κάτι πολύ βασικό: πως αυτό που ονομάζουμε «παιδική λογοτεχνία» δεν είναι απλώς για παιδιά, είναι μια πηγή παρηγοριάς και συνέχειας. Ο θησαυρός της Βαγίας υπήρξε για μένα ένας τέτοιος τόπος, ένα σταθερό σημείο όπου μπορούσα να καταφύγω όταν ήθελα να νιώσω οικειότητα, ασφάλεια και εκείνη την αθωότητα των πρώτων αναγνωστικών μου εμπειριών.


