Οι Μικρές Κυρίες – Το φεμινιστικό μανιφέστο των παιδικών μου χρόνων
Οι Μικρές Κυρίες είναι το αγαπημένο παιδικό βιβλίο πολλών γυναικών και μάλιστα πολλών γυναικών συγγραφέων. Δεν αποτελώ, λοιπόν, εξαίρεση. Ίσως σε αυτό το βιβλίο να συναντήσαμε ένα κάποιο πεπρωμένο ή κάποια θραύσματα αυτού ή ακόμα ίσως και να ανταμώσαμε στις σελίδες του την αμφισβήτηση του πεπρωμένου γενικότερα. Ίσως η Λουΐζα Μέι Άλκοτ να προικοδότησε πολλά κορίτσια με το βιβλίο της, σίγουρα κορίτσια της εποχής της και του τόπου της, αλλά και κορίτσια και νεαρές γυναίκες που αιώνες μετά, μακριά από την εποχή και τον τόπο που γέννησε τη συγγραφέα, συνεχίζουν να βιώνουν πίεση ή καταπίεση ώστε να αποδεχτούν την ιδεολογική προίκα που οι κοινωνίες στις οποίες ανήκουν έχουν ετοιμάσει για εκείνες, αντιστεκόμενες μέσω του βιβλίου στις προσταγές των έμφυλων προκαταλήψεων και στερεοτύπων, και ταυτιζόμενες με την αντιπροσώπευση που το βιβλίο τούς παρέχει. Οι Μικρές Κυρίες ίσως να είναι το φεμινιστικό μανιφέστο των παιδικών μας χρόνων, το βιβλίο που μας απελευθέρωσε, το βιβλίο που μπροστά στις προσταγές για ενασχόληση με τα οικεία και συμβατικά, αντιπαρέβαλε άλλα και προέτρεψε: Διάβασε βιβλία. Γράψε βιβλία. Ταξίδεψε! Πήγαινε μακριά!
Όπως φαίνεται ξεκάθαρα από την τελευταία κινηματογραφική απόδοση του βιβλίου, αυτή της εξαιρετικής Γκρέτα Γκέργουιγκ, αλλά και όλες όσες προηγήθηκαν, οι Μικρές Κυρίες συζητούν θέματα που αφορούν τις οικογενειακές σχέσεις, την κοινωνική τάξη, την εκπαίδευση, το φύλο, και άλλα τόσα. Για τον λόγο αυτό, κάθε ιστορική εποχή που το προσεγγίζει, κάθε αναγνώστρια και αναγνώστης που το διαβάζει, και κάθε σκηνοθετική απόπειρα που το αναδιοργανώνει, το ξαναγεννά, φέρνοντας κάθε φορά στο προσκήνιο μια από αυτές τις πτυχές. Εμένα, λοιπόν, τι από όλα με συγκίνησε και με έφερε κοντά του; Είναι η λογική της εξοικονόμησης που διέπει στο σπίτι των Μαρτς – μια λογική που οργανώνει και το δικό μας σπίτι, ένα σπίτι δηλαδή λίγο μετά την εισβολή του 1974; Είναι τα ερωτήματα «ποια είμαι;» και «ποια θέλω να γίνω;» που απασχολούσαν τη συγγραφέα του βιβλίου – ούσα παιδί του υπερβατικού φιλόσοφου και εκπαιδευτικού Έιμος Μπρόνσον Άλκοτ και της Άμπι Μέι, κοινωνικής λειτουργού, δύο γονιών δηλαδή που ενδιαφέρονταν να δώσουν απαντήσεις σε ερωτήματα κοινωνικής δικαιοσύνης και ανθρωπίνων δικαιωμάτων; Είναι αυτή η συν-θεώρηση του εαυτού και της κοινωνίας που με γοήτευσε; Είναι η συζήτηση των οικογενειακών σχέσεων και των προκλήσεών τους; Το ανέβασμα αυτοσχέδιων θεατρικών παραστάσεων, η κοινωνική ευθύνη, ο προσανατολισμός προς τη συγγραφή, η Τζο Μαρτς;
Πολλοί οι χαρακτήρες στο μυθιστόρημα της Λουΐζα Μέι Άλκοτ, αλλά η αδυναμία της ίδιας είναι η Τζο, η αυτοβιογραφική της αποτύπωση. Η Τζο Μαρτς είναι η συγγραφέας, αλλά η Τζο ήμουν κι εγώ. Η Τζο αμφισβητεί τις κοινωνικές νόρμες, τη μοίρα του κοριτσιού και της γυναίκας, θέλει να εμπλακεί σε ηρωικές καταστάσεις, γράφει για ιππότες, θυμώνει με τον εαυτό της και τους άλλους, γράφει. Η Τζο γράφει. Δεν μου πήρε καιρό να γνωρίσω συγγραφείς – είχα δασκάλες που έγραφαν και από νωρίς είχα την ευκαιρία να συνδέσω τα βιβλία με τις δημιουργούς τους. Νομίζω λοιπόν ότι αυτό που με μάγευσε πρώτα δεν ήταν το πάθος της Τζο για τη συγγραφή – ίσως αυτό να μην το καταλάβαινα τότε – αλλά η εμμονή της να γίνει καλύτερη, η απελπισία της όταν ενέδιδε στην ορμή του θυμού, η επιστροφή της στον ήρεμο αναστοχασμό και η στοχοθεσία για το μέλλον, ένα μέλλον που ήθελε να επιλέγει και να δημιουργεί η ίδια. Αυτά με έκαναν να αγαπήσω την Τζο – το να γίνω συγγραφέας άργησα πολύ να το φανταστώ, μάλλον έγινε πρώτα και μετά το φαντάστηκα. Εντούτοις, αυτό που λένε ισχύει: όσοι και όσες αγαπούν τις Μικρές Κυρίες τις αγαπούν γιατί αγαπούν την Τζο Μαρτς.
Η ταύτιση που βιώνει η αναγνώστρια είναι μαγεία. Η συνάντηση με χαρακτήρες που σου μοιάζουν, το συναπάντημα με πλάσματα που τα καταλαβαίνεις είναι κάτι περισσότερο από μαγεία − είναι ευλογία. Νιώθεις ότι βρήκες τη γωνιά του κόσμου που σου αναλογεί, τους δικούς σου ανθρώπους, έστω και αν αυτοί είναι φανταστικοί. Η στιγμή που συναντάς αυτόν τον φανταστικό χαρακτήρα, είναι η στιγμή που γνωρίζεις μια άλλη εκδοχή του εαυτού σου και για αυτό είναι απερίγραπτη. Σκεφτείτε λοιπόν τη χαρά μου όταν συνάντησα αργότερα και έναν άλλο τέτοιο χαρακτήρα, με τον οποίο μάλιστα μοιραζόμαστε το ίδιο όνομα, στο διάσημο βιβλίο της Λούσι Μοντ Μοντγκόμερι, Η Άννα των Αγρών.
Δεν υπάρχει πιο όμορφο συναίσθημα από αυτό − από το να γοητεύεσαι από ένα αφηγηματικό πρόσωπο − και εύχομαι κάθε παιδί να το νιώσει κάποια στιγμή. Η δική μου προσπάθεια είναι να δημιουργήσω τέτοιους χαρακτήρες για τα παιδιά, τέτοιους χαρακτήρες για τα κορίτσια. Η τελευταία μου ηρωίδα, η Λίζι Γκριν, από το βιβλίο, Τη μέρα που σπάσαμε τον κόσμο, ίσως να είναι κρυφά μια τέτοια απόπειρα και ελπίζω η δυναμικότητά της να γοητεύσει τα παιδιά και να τα πείσει ότι μπορούν και τα ίδια να είναι μπροστά και να μας οδηγούν.
Η Άννα Κουππάνου γεννήθηκε στην Κύπρο το 1979. Είναι συγγραφέας και εκπαιδευτικός με διδακτορικές σπουδές στη φιλοσοφία της παιδείας και πλούσιο ερευνητικό έργο. Εργάζεται ως Μεταδιδακτορική Ερευνήτρια στο Πανεπιστήμιο Κύπρου. Τα βιβλία της “Οι αργοναύτες του χρόνου” και “Η απίστευτη αποκάλυψη του Σεμπάστιαν Μοντεφιόρε” (Εκδόσεις Κέδρος) έχουν βραβευτεί με το Κρατικό Βραβείο Κύπρου το 2010 και το 2015 αντίστοιχα. “Η απίστευτη αποκάλυψη του Σεμπάστιαν Μοντεφιόρε” έχει επίσης τιμηθεί με το Α΄ βραβείο του Κυπριακού Συνδέσμου Παιδικού Νεανικού Βιβλίου (ΙΒΒΥ Κύπρου), το βραβείο για Λογοτεχνικό Βιβλίο για Παιδιά του λογοτεχνικού περιοδικού Ο Αναγνώστης, ενώ έχει αναγραφεί στον τιμητικό κατάλογο της Διεθνούς Οργάνωσης Βιβλίων για τη Νεότητα (IBBY Honour List 2018). To πιο πρόσφατο βιβλίο της είναι το “Το κλαμπ των Χαμένων: τη μέρα που σπάσαμε τον κόσμο”, (Εκδ. Πατάκη, 2019) και ήταν και το βιβλιο που εγκαινίασε το #Book_Club της Κόκκινης Αλεπούς.