Αύγουστος: αφορμή για μεγαλόφωνη ανάγνωση έξω από την τάξη

Christin Hume / Unsplash

Κατά τη διάρκεια του υποχρεωτικού εγκλεισμού λόγω covid  μου ανοίχτηκαν πολλά παράθυρα τόσο προς τα έξω όσο και προς τα μέσα μου. Το παράδοξο είναι πως πολλά από αυτά ήταν διαδικτυακά.

Στο σεμινάριο δημιουργικής γραφής με τον Φώτη Δούσο, παρέα με μια υπέροχη ομάδα, τα κουτάκια που με τυραννούσαν στη Webex έγιναν φωτεινοί σηματοδότες. Το να γράψω δε με δυσκόλευε τόσο όσο το να διαβάσω μεγαλόφωνα όσα είχα γράψει, έξω από το ασφαλές πλαίσιο της τάξης μου. Το να ακούω τις ιστορίες των άλλων ήταν μαγικό, αλλά όταν ερχόταν η σειρά μου, η καρδιά μου πήγαινε να σπάσει. Κάποια φορά από τις πολλές, διαβάζοντας τη φαινομενικά άσχετη ιστορία μου, μου έγινε τόσο προφανές ότι έγραφα για μένα, που σταμάτησα ξαφνιασμένη. Ακούγοντας τον εαυτό μου να διαβάζει όσα έγραψα, μπόρεσα να μεταφερθώ ακριβώς στη στιγμή που γεννήθηκε αυτή η ιστορία μέσα μου, κάτι που δεν έιχα συνειδητοποιήσει όταν την έγραφα ή όταν τη διάβαζα σιωπηλά. Την ιστορία την έχω ξεχάσει πια, κάπου χάθηκε  καθώς δεν τη θεώρησα άξια να την κρατήσω, αλλά η εικόνα που τη γέννησε είναι φυλαγμένη, ολοζώντανη μέσα μου.

Όταν αργότερα η Πέγγυ Στεφανίδου πρόσφερε το σεμινάριο “Η διάδοση της ελληνικής πεζογραφίας μέσω του εκπαιδευτικού δράματος και θεάτρου” ξεκίνησα να διαβάζω τον «Αργοναύτη» του Στρατή Μυριβήλη, το βιβλίο πάνω στο οποίο θα δουλεύαμε. Πολύ γρήγορα το άφησα γιατί συνειδητοποίησα πως προτιμούσα να μη γνωρίζω από πριν τι θα γίνει. Ηθελα να κρατήσω ανόθευτη τη μυσταγωγική εμπειρία όπου η Πέγγυ, με τη βελούδινη φωνή της και την εκφραστική ανάγνωσή της, μας διάβαζε τα επόμενα κεφάλαια. Μέσα από αυτό γινόμαστε ομάδα, όπως παραδεχτήκαμε αργότερα, γιατί βέβαια δεν ήμουν η μόνη που ένιωθε έτσι… Από τότε είμαι πάντα εκεί όταν «ανάβει το φανάρι της ανάγνωσης».

Κι ο καιρός πέρασε και η ζωή επέστρεψε στην «κανονικότητα» και πού καιρός και ευκαιρίες για μεγαλόφωνη ανάγνωση. Είμαστε και μεγάλοι άνθρωποι και οι δουλειές τρέχουν. Μέχρι που στη διάρκεια των διακοπών του Πάσχα που μας πέρασε ξεκινήσαμε εντελώς τυχαία να διαβάζουμε με την αδερφή μου το «Γκάνμπατε» του Νομπούο Σουζούκι. Καθώς θέλαμε να το διαβάσουμε και οι δυο και καμιά δεν υποχωρούσε, συμφωνήσαμε να το διαβάσουμε μαζί. Το παράξενο είναι πως, ενώ δε θυμάμαι να είχαμε ανάλογες εμπειρίες ως παιδιά, η κοινή μεγαλόφωνη ανάγνωση έμοιαζε σαν να δημιούργησε μια πύλη που μας μετέφερε κατευθείαν στα  καλοκαιρινά μεσημέρια των παιδικών μας χρόνων, όταν οι μεγάλοι κοιμούνταν και οι συνομωσίες υφαίνονταν σιωπηλά ανάμεσά μας στο διπλανό δωμάτιο. Κι ήταν τοσο πολύτιμη αυτή η συγκυρία τώρα πια  που ζούμε μακριά η μια από την άλλη.

Με τη φίλη μου τη Νίκη και την Πόλυ, τη σκυλίτσα της, διαβάσαμε το «Τζέρι» του Αύγουστου Κορτώ στη σκιά των δέντρων του πάρκου Τρίτση. Κλάψαμε, γελάσαμε, θυμηθήκαμε τους σκύλους της ζωής μας.

(Ελεύθερη μετάφραση: Η μεγαλόφωνη ανάγνωση δεν είναι μόνο για τα παιδιά, αν ήταν έτσι η βιομηχανία των audiobooks δεν θα βρισκόταν σε άνθηση).

Πριν λίγο καιρό διάβασα στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης για τον θάνατο του Μίλαν Κούντερα. Για τους μεγαλύτερους από εμάς τα βιβλία του σφράγισαν μια εποχή, την εποχή της νιότης. Η είδηση του θανάτου του αγαπημένου συγγραφέα μου έφερε  στο μυαλό μια εικόνα από καιρό θαμμένη, καταχωνιαμένη ποιος ξέρει σε ποιο συρταράκι της μνήμης μου. Πρωινό ταξίδι με το καράβι από το Πειραιά για το Ρέθυμνο που σπούδαζα τότε. Αγκαλιά διαβάζουμε με τον Γιάννη, τον πρώτο μου έρωτα, την «Αβάσταχτη ελαφρότητα του είναι». Φοιτητής θετικής κατεύθυνσης εκείνος, δεν είχε σχέση με τη λογοτεχνία τότε. Του είχα χαρίσει το βιβλίο στα γενέθλιά του με τη δηκτική αφιέρωση «ουκ αν λάβεις παρά του μη έχοντος». Ίσως αυτή τελικά να ήταν και η πρώτη μου μεγαλόφωνη ανάγνωση… Ίσως ο Αύγουστος να είναι μια αφορμή για μεγαλόφωνες αναγνώσεις έξω από την τάξη…

ΜΟΙΡΑΣΕ ΤΟ